ΑΡΘΡΟ
του Σεραφείμ Π. Κοτρώτσου
Ένα δίλημμα που διακατέχει πολλούς ιδιοκτήτες και διευθυντές μέσων ενημέρωσης -κυρίως ραδιοτηλεοπτικών- αυτό τον καιρό, είναι εάν θα δώσουν, και με ποιό πρόσχημα, χρόνο σε εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής.
Εάν, δηλαδή, ενώ δικαιούται να εμφανίζεται ο Μάνος, ο νεοεισελθών Τζήμερος, η Ντόρα, το ΕΠΑΜ του Καζάκη, γκρουπούσκουλα που κινούνται δορυφορικά γύρω από άλλα κόμματα, και όλοι όσοι δημοσκοπικά καταγράφονται μεταξύ 0 και 2%, είναι λογικό να αποκλείεται κάποιος που δημοσκοπικά κινείται μεταξύ 3 και 5%; Δύσκολο ερώτημα.
Και όσοι καταπιάνονται με το θέμα κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν “νοσταλγοί” και “ακραίοι”.
Γι αυτό είναι προτιμότερο να σπρώξουμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλάκι;…
Για το πολιτικό σύστημα ο κίνδυνος είναι προφανής. Ο Ευ. Βενιζέλος έκανε λόγω, τις προάλλες, για “κίνδυνο εκφασισμού της κοινωνίας κατά τα πρότυα της δέκαετίας του ’30 στην Ελλάδα και τη Γερμανία”, ο δε Αντώνης Σαμαράς έσπευσε να αναρτήσει στο προσωπικό του facebook δήλωση πέντε λεπτών για το μεταναστευτικό.
Είναι από εκείνες τις στιγμές που δύσκολα μπορείς να αποφασίσεις εάν θέλεις τον Μιχαλολιάκο σε ένα τηλεοπτικό παράθυρο με τον Βενιζέλο, τον Σαμαρά, τον Τσίπρα ή τον Καμμένο. Ίσως, για λόγους τηλεθέασης, θα είχε ενδιαφέρον, ωστόσο, ακόμα και οι πιο επιπόλαιοι οπαδοί των μονομαχιών τύπου Κολοσσαίου αντιλαμβάνονται πως κάτι τέτοιο είναι πολιτικά και κοινωνικά επικίνδυνο.
Η Χρυσή Αυγή δεν πολυαντιστέκεται σε όλα αυτά. Γνωρίζει, προφανώς, πως η απόσταση που διατηρεί από την πρώτη γραμμή της προεκλογικής αντιπαράθεσης, της δίνει τη δυνατότητα να εμφανισθεί ως “θύμα του συστήματος” και “αποκλεισμένη”, κι έτσι να αλιεύσει πιο εύκολα στα θολά νερά της κοινωνικής οργής.
Ωστόσο, το ερώτημα –κάτι σαν το αβγό του Κολόμβου ή του…φιδιού– παραμένει: δικαιούται κανείς να κρατήσει μακριά ένα κόμμα που δημοσκοπικά φθάνει το 5%, την ώρα που υπερπροβάλλει κόμματα-παρέες που είναι βέβαιο πως δεν εκπροσωπούν παρά μόνο το φιλικό περιβάλλον του αρχηγού.
Η ατελής -μήπως καλύτερα “ανάπηρη”;- Δημοκρατία μας δεν τα έχει λύσει αυτά τα ζητήματα.
Διότι τρομοκρατήθηκε, αίφνης, μόλις είδε το παραμορφωμένο πρόσωπό της στον καθρέφτη της κοινωνικής ρευστότητας. Διότι πληρώνει, τώρα, τα επίχειρα της στρεβλής αντίληψης που το αναμενόμενο και το αυτονόητο το θεωρούσε αναπάντεχο και απίθανο.
Οφείλουμε, ωστόσο, να αναζητήσουμε τις αιτίες και να μην μείνουμε στο αιτιατό.
Όταν ο Βενιζέλος μιλά για “κίνδυνο εκφασισμού “( για να μας κάνει να ψηφίσουμε ΠΑΣΟΚ) και ο Σαμαράς ρητορεύει υπέρ της αλλαγής του Δουβλίνο 2 (για να μας κάνει να ψηφίσουμε ΝΔ) , πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως η δημοσκοπική έκρηξη της Χρυσής Αυγής δεν είναι μία ..αυτοφυής κατάσταση.
Αποτελεί, δίχως άλλο, το απότοκο των πολιτικών εγκατάλλειψης του κέντρου της Αθήνας (γι αυτό και προηγήθηκε το υψηλό ποσοστό και η εκπροσώπησή της στο δημοτικό συμβούλιο του δήμου Αθηναίων), της εκτεταμένης πολιτικής διαφθοράς, της τιμωρίας των πτωχών, του εξοστρακισμού των νέων, της ανεργίας και της απουσίας μεταναστευτικής πολιτικής.
Όταν οι serial killers δολοφονούν στους δρόμους και η αστυνομία παίζει…μονόπολη, όταν δεν χτυπά διαδηλωτές, είναι δύσκολο να προβλέψεις πως κάποιοι (αρκετοί) θα πάρουν το νόμο στα χέρια τους;
Υπάρχει απάντηση σ’ αυτό το φαινόμενο που λαμβάνει, είναι αλήθεια, περίεργες διαστάσεις; Ναι. Και είναι μία: πολιτική…
Υ.Γ Εν κατακλείδι, είναι προφανές πως υψώνοντας τείχος αντίδρασης απέναντι στις ακραίες αντιλήψεις του νεοφασισμού, είναι κανείς υποχρεωμένος να αντιδράσει και στους Κάϊζερ του δικομματισμού, της πολιτικής διαφθοράς και της αντικοινωνικής πολιτικής που ανέσυραν από τους τάφους τα ζόμπι που μας τρομάζουν σήμερα.
‘Οπως και -για να είμαστε δίκαιοι- είναι προφανές πως συνθήματα του τύπου “είμαστε όλοι μετανάστες” που με περισσή επιπολαιότητα και ιστορική άγνοια εκστόμιζαν κάποιοι της (δήθεν) διεθνιστικής Αριστεράς αποτελούν ιδεολογικές “φούσκες” που δεν αντιλαμβάνονται το οξύτατο κοινωνικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα.