του Δημήτρη Καραβασίλη
Η συγκέντρωση γονέων είχε αρχίσει. Οπως καθε χρόνο τέτοιες μέρες. Δάσκαλοι και γονεις βρίσκονται για να ανταλλάξουν απόψεις, να κάνουν σχέδια και διορθωτικές κινήσεις.
Τον τελευταίο καιρό ο ουρανός μου είχε χαμηλώσει πολύ. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της άνοιξης οι πόρτες της ψυχής μου έμεναν κλειστές. Τις υπερασπίζονταν κάθε λογής αναποδιά. Γκρίνια…
Απέλπιδες σκέψεις και προοπτικές. Με κάθε τρόπο υπερασπίζονταν το γκρίζο της ψυχής μου τούτοι οι παντοδύναμοι πολεμιστές.
Με τέτοια διάθεση μπήκα στην αίθουσα. Μερικοί συνάδελφοι ήταν ήδη εκεί και συνομιλούσαν με γονείς. Βρήκα τη θέση μου και στρώθηκα με την ελπίδα να γίνω για μια φορά στη ζωή μου αόρατος. Παρακαλούσα να μην ζητήσει κανείς να με δει. Επειδή εγώ δεν είχα όρεξη να δω κανέναν. Μα τόσα και τόσα έχει εφεύρει η επιστήμη. Ενα ρούχο που να σε κάνει αόρατο δεν εχει βρει ακόμη. Ανασήκωσα τη διερευνητική ματιά μου. Εκείνη την ώρα έμπαινε ο Γεωργόπουλος. Εκείνος ο μαθητής της τρίτης.
“Ωχ..” πήγα να πω.
Δεν πρόλαβα να φτάσω μέχρι το σύμφωνο. Με πρόλαβαν οι ρόδες ενός αναπηρικού καροτσιού που ακολουθούσε τον μαθητή.
“Εδώ είμαστε μπαμπά” είπε και ήταν σα με σύστησε
Στο καροτσάκι καθόταν ένα τεράστιο χαμόγελο, ο πατέρας. Κρατούσε το χέρι της γυναίκας του και της μικρής του κόρης.
Με πλησίασε και με χαιρέτησε
“Μα που είναι αυτό το όμορφο χαμόγελο σας”
Με αφόπλησε, άλωσε την συννεφιά μου. Κατάφερε να ζωγραφίσει στα χείλη μου υπέροχο χαμόγελο.
Μιλήσαμε για ώρα. Είχε επιθετικό καρκίνο. Δεν θα προλάβαινε να δει τα παιδιά του να μεγαλώνουν. Ετσι τουλάχιστον σκέφτηκα εγώ
Η καλοσύνη και το χαμόγελο του ωστόσο δεν επέτρεπαν στην λογική να κάνει καμιά σκέψη, καμιά προβλεψε. Αυτός ο άνθρωπος τα είχε υπερβεί όλα. Εφερνε μαζί του την αιωνιότητα! Τον ευχαριστώ!