του Δημήτρη Καραβασίλη, συγγραφέα
Από το πρωί φαινόταν οτι ο ουρανός ξύπνησε θυμωμένος. Τον ενοχλούσε το γαλάζιο του. Βιάστηκε να το καλύψει με γκρίζα και σκοτεινά σύννεφα. Χώρια που βροντοκοπούσαν οι πόρτες εκεί πάνω. Λες και μπαινόβγαιναν οι άγγελοι στα ουράνια δώματα ορμητικά.
Βιαστικά έφυγα για το γραφείο. Δίχως ομπρέλλα….
Οι έγνοιες της μέρας που κατέφθανε σκοτεινιασμένη παρέσυραν τις σκέψεις μου μακριά. Οταν κατάλαβα την έλλειψη ήταν αργά.
Το απόγευμα δεν άργησε να φτάσει η βροχή. Αυστηρή. Επιθετική. Ωστόσο με την δική της μοναδική γλύκα.
Οι άνθρωποι τρέχουν εδώ κι εκεί να προστατευτούν. Ολοι έχουμε την εντύπωση πως το βασικό μας συστατικό, η ζάχαρη, θα λιώσει.
Τσαλαβουτώτας στις μικρές λιμνούλες που καθρέφτιζαν τον σκοτεινό ουρανό, σαν παιχνίδι που το λέγαμε κουτσό έφτασα μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας. Με την άκρη του ματιού μου ωστόσο έπιασα μιαν εικόνα που με έκανε να σταματήσω στο λεπτό.
Μέσα στη μέση του δρόμου κυλούσε το καρότσι της μια γριούλα. Διχως δεύτερη σκέψη τρέχω κοντά της.
“Θέλετε να σας βοηθήσω; Να σπρώξω το καρότσι; Που πάτε; Να σας φέρω ομπρέλλα;”
“Οχι ευχαριστώ!” μου απάντησε “Είναι τόσο ωραία η αίσθηση της βροχής στο δέρμα μου. Γι΄αυτό βγήκα εξω!”
Κι ύστερα λέμε οτι του ουράνιο τόξο βγαίνει μετά τη βροχή. Ψέματα.