Η προσπάθεια παραγωγικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο αποτελεί αποκλειστικά δικό μας έργο. Το Μνημόνιο περιλαμβάνει τις ελάχιστες δυνατές αλλαγές που εντάσσονται σ΄αυτή την κατεύθυνση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τη δική μας μείζονα εθνική ευθύνη. Τα παραπάνω υπογράμμισε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γ. Προβόπουλος προλογίζοντας μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ…
Το θέμα της μελέτης αφορούσε στην αξιολόγηση των επιδράσεων που έχουν ασκήσει στην πορεία της ελληνικής οικονομίας οι πολιτικές οι οποίες χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο διοικητής της ΤτΕ επισήμανε ότι το ΕΣΠΑ και οι κοινοτικοί πόροι θα λειτουργούσαν πράγματι ως ισχυρά αναπτυξιακά εργαλεία, αν εντάσσονταν δημιουργικά σ’ αυτό το ευρύτερο σχέδιο. Ωστόσο όπως ανέφερε, μέχρι σήμερα οι κοινοτικοί πόροι είχαν μεν θετική συνεισφορά, πλην όμως η συγκεκριμένη κατανομή τους δεν απέτρεψε την αναπαραγωγή ενός στρεβλού προτύπου, το οποίο τελικά οδήγησε στην κρίση που βιώνουμε σήμερα.
Στις νέες συνθήκες, κατέληξε ο κ. Προβόπουλος η χρήση των κοινοτικών πόρων πρέπει να ενταχθεί σε μια εθνική στρατηγική, που θα συμβαδίζει με τις προτεραιότητες της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων, ενισχύοντας τους αναγκαίους μετασχηματισμούς, που θα οδηγήσουν σε ένα νέο, υγιές παραγωγικό πρότυπο.
Παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης ο γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ Λ. Τσούκαλης διαπίστωσε ότι εισροές από την ΕΕ για την περίοδο 1988 μέχρι και σήμερα ξεπερνούν τα 110 δισ. ευρώ. Μάλιστα, οι κατά κεφαλήν απολήψεις της Ελλάδας υπήρξαν διαχρονικά σχεδόν οι υψηλότερες έναντι του συνόλου των κρατών μελών της ΕΕ. Ενδεικτικά την δεκαετία 1990- 1999 το ποσοστό των καθαρών μεταβιβάσεων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό προς την Ελλάδα κατά μέσον όρο ήταν 4,2% του ΑΕΠ της. Μάλιστα σε ένα μόνον έτος, το 2008, το ποσό των απολήψεων της χώρας μας από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ξεπέρασε τα 8,5 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, όπως προέκυψε από τη συγκεκριμένη μελέτη, οι πόροι αυτοί δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς. Παρά ταύτα οι πόροι αυτοί αναγνωρίζεται ότι συνέβαλαν θετικά στη δημιουργία εισοδημάτων στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα στα εισοδήματα του αγροτικού πληθυσμού, κυρίως στις δεκαετίες του 80 και του 90. Όμως κατά τη διαδικασία αυτή προέκυψαν και εξακολουθούν να υφίστανται παθογένειες (προσχηματικές αποζημιώσεις, παραβάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας κλπ, ενώ δεν καταρτίστηκε ποτέ ένα στρατηγικό σχέδιο το οποίο θα στόχευε στην ενίσχυση των δυνατών σημείων της ελληνικής γεωργίας.
Στις υποδομές και ειδικότερα στις μεταφορές διατέθηκαν από το 1980 μέχρι σήμερα 17,9 δισ. ευρώ, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Για παράδειγμα στην κατασκευή μεγάλων οδικών αξόνων διαπιστώνονται υπερβάσεις στο κόστος κατασκευής καθώς και προβλήματα λειτουργίας του θεσμικού πλαισίου.
Στο δεύτερο μέρος της μελέτης περιλαμβάνονται οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προγραμματική περίοδο 2014- 2020. Σύμφωνα με αυτές, οι μεταβιβάσεις πόρων προς την Ελλάδα θα περιοριστούν. Δεδομένου ότι η πολιτική συνοχής θα επικεντρωθεί στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η Ελλάδα αναμένεται να εισπράξει από τα Διαρθρωτικά Ταμεία 12 έως 13 δισ. ευρώ έναντι 20,4 δισ. ευρώ της περιόδου 2007- 2013.
Πάντως, όπως επισήμανε ο κ. Προβόπουλος, λόγω της αναθεώρησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, στη νέα προγραμματική περίοδο θα υπάρξει περαιτέρω μείωση των πόρων της κατηγορίας αυτής, αν και η διαπραγμάτευση για την προγραμματική περίοδο 2014- 2020 βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.