Άρθρο του
Αναστάσιου Λαυρέντζου
Το 2008 τελείωσε μια περίοδος της παγκόσμιας οικονομίας. Στη διάρκειά της οι δυτικές κοινωνίες μπορούσαν να συντηρούν την ευημερία τους με δανεισμό, παρά το ότι επί μια εικοσαετία κεφάλαια και θέσεις εργασίας μετανάστευαν προς την αναδυόμενη Ασία. Στην Ευρώπη, η στρέβλωση αυτή τροφοδοτήθηκε από την ηθελημένα ατελή αρχιτεκτονική του ευρώ, η οποία σήμερα καταλήγει σε μια κρίση χρέους για τον Νότο και αύριο σε ένα πρόβλημα διάθεσης των πλεονασμάτων του Βορρά. Αναμφισβήτητα η ελληνική κρίση αποτελεί τμήμα αυτής της γενικότερης εικόνας. Στην πράξη όμως είναι κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο: συνιστά την κατάρρευση ενός κρατικο-καπιταλιστικού υβριδίου,…
παρασιτικού και κλεπτοκρατικού στη βάση του, το οποίο πίστεψε ότι θα μπορούσε για πάντα να διαβιώνει ως λαθρεπιβάτης σε έναν κόσμο αδυσώπητα ανταγωνιστικό.
Όταν το 2008 η παγκόσμια κρίση έκανε την εμφάνισή της, θα περίμενε κανείς ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα, παρακινούμενο τουλάχιστον από ένα αίσθημα συλλογικής αυτοσυντήρησης, θα έκανε ό,τι μπορούσε για να μην φτάσει η χώρα στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Αντ’ αυτού, έκανε ακριβώς το αντίθετο: αφού χρονοτρίβισε μην μπορώντας να δείξει την ελάχιστη υπευθυνότητα, αφού είπε ψέματα στο εσωτερικό και συκοφάντησε συλλήβδην τον ελληνικό λαό στο εξωτερικό, αφού υπονόμευσε την διεθνή εικόνα της χώρας με παρομοιώσεις τύπου «τιτανικός», ντύθηκε τη λεοντή του εθνικού σωτήρα και προσέφυγε αμήχανο και υποτακτικό στους ξένους δανειστές, αναγορεύοντάς τους με ευκολία σε επικυρίαρχους. Στην πράξη, με τη συμπεριφορά του αυτή το πολιτικό σύστημα αρνήθηκε να αναλάβει τις ευθύνες του και ταυτόχρονα έδειξε τα όρια των ικανοτήτων του. Αντί να συντάξει ένα εθνικό μνημόνιο και να απευθυνθεί προς τον λαό και προς τους δανειστές, διαπραγματευόμενο μια βιώσιμη λύση, όταν ακόμη είχε διαπραγματευτική ισχύ, προτίμησε να παραλάβει ένα ετοιμοπαράδοτο μνημόνιο και να προσποιηθεί ότι το εφαρμόζει. Όπως ήταν φυσικό ένα τέτοιο μνημόνιο εξυπηρετούσε τις προτεραιότητες των δανειστών, τις οποίες η ελληνική πολιτική τάξη σιωπηρά, αν όχι πρόθυμα, τις αποδέχτηκε. Ήτοι:
– να κερδίσουν χρόνο προκείμενου να οργανώσουν την απεμπλοκή τους από τον «ελληνικό κίνδυνο»,
– να αποσπάσουν δεσμεύσεις και υποθήκες επί ενός χρέους που αρχικά ήταν νομικά ακάλυπτο, και
– να ελαχιστοποίησουν το κόστος διατήρησης της Ελλάδας σε κάποια στοιχειώδη σταθερότητα μέχρις ότου επιτευχθεί ο πρώτος στόχος.
Σε αυτές τις συνθήκες, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, κυρίως υπό τη μορφή του εξαφανιζόμενου πλέον ΠΑΣΟΚ, απέφυγε και πάλι να θίξει στη ρίζα τους τα γενεσιουργά αίτια της χρεοκοπίας (διαφθορά, φοροδιαφυγή, διασπάθιση δημόσιου χρήματος, εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων). Κρυπτόμενο πίσω από την ευκολία των οριζόντιων μέτρων, επέλεξε την εξυπηρέτηση ειδικών συμφερόντων έναντι των γενικών, σε πλήρη αδιαφορία των συνεπειών για τη χώρα, τόσο των βραχυπρόθεσμων όσο και των μακροπρόθεσμων. Πρόσφατο και πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίφημη λίστα Λαγκάρντ που παρέμεινε αδιερεύνητη επί δύο χρόνια, ενώ την ίδια στιγμή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στέλνονταν στην ανεργία, στην πείνα ή στην αυτοκτονία.
Καταστροφική «σωτηρία»
Το ελληνικό «πρόγραμμα σωτηρίας» είχε λοιπόν εξ αρχής μια διπλή στρέβλωση: είχε σχεδιαστεί με βάση προτεραιότητες τρίτων και την εφαρμογή του ανέλαβε ο κατ’ εξοχήν υπαίτιος για την κρίση, η ελληνική πολιτική τάξη. Τα δύο αυτά στοιχεία, σε συνδυασμό με την ολέθρια ολιγωρία της περιόδου 2008-2009 είχαν σαν αποτέλεσμα αφ’ ενός η «σωτηρία» να μετατραπεί σε μια ατελέσφορη προσπάθεια, αφ’ έτερου η προσπάθεια αυτή να γίνει υπερβολικά επώδυνη και καταστροφική. Πράγματι, τα συγκεκριμένα μνημόνια, όπως εφαρμόστηκαν, έχουν προκαλέσει στη χώρα ανήκεστο βλάβη. Το αποτέλεσμά τους δεν είναι μόνο η εξαθλίωση ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού, αλλά η συνολική και μόνιμη υποβάθμιση του εθνικού δυναμικού, η απώλεια βαθμών ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής, η υποθήκευση της εθνικής περιουσίας και εν τέλει η βαθμιαία μετατροπή της Ελλάδας σε μια «αποικία χρέους». Σε όλα αυτά θα πρέπει να συνυπολογιστεί η επιδείνωση που η κατάσταση αυτή προκαλεί σε μια σειρά σοβαρών ζητημάτων, όπως:
– Η δημογραφική συρρίκνωση, η οποία πλέον παίρνει καλπάζουσα μορφή με τον μηδενισμό των γεννήσεων και τη μεταναστευτική φυγή του πλέον επίλεκτου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού.
– Η τραγική υποβάθμιση των αμυντικών δυνατοτήτων της χώρας, η οποία καθιστά δυσχερέστατη την υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στον άξονα Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος.
– Το μείζον ζήτημα της εισροής εκατοντάδων χιλιάδων λαθρομεταναστών από την Ασία και την Αφρική που διαταράσσει άρδην την κοινωνική ισορροπία και δημιουργεί μια σειρά σημαντικών βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων κινδύνων.
Τα ψέματα τελειώνουν
Όλα αυτά φαίνεται να είναι ζητήματα που δεν βάρυναν στην σκέψη της ελληνικής πολιτικής τάξης, μέλη της οποίας επέδειξαν τέτοια ανευθυνότητα, ώστε ούτε καν διάβασαν τί υπέγραψαν. Σήμερα, οι διαπραγματευτικές δυνατότητες της χώρας έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Ομοίως οι οικονομικές και κοινωνικές αντοχές έχουν εξαντληθεί. Το πολιτικό σύστημα, βαδίζοντας στον μονόδρομο που το ίδιο δημιούργησε, φαίνεται να έχει πια ως μόνη πολιτική, εκείνη του «υποδειγματικού φυλακισμένου» που ελπίζει σε ελάφρυνση ποινής. Στον ελάχιστο χρόνο που απομένει πριν από τη σύγκρουση με την Ιστορία, το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της έχουν ίσως μια ευκαιρία να περισώσουν ό,τι ακόμη δεν έχει καταστραφεί. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να τελειώσουν τα ψέματα. Η ελληνική πολιτική τάξη οφείλει:
– Να εμπνεύσει αίσθημα δικαίου προωθώντας αποφασιστικά την πολιτική κάθαρση, δηλαδή να εφαρμόσει και στον εαυτό της ένα μνημόνιο.
– Να πατάξει αναδρομικά τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά.
– Να ανακουφίσει τα χειμαζώμενα στρώματα του πληθυσμού λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εθνικές προτεραιότητες, με πρώτες απ’ όλες την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας και την αναχαίτηση της μεταναστευτικής εξόδου των Ελλήνων.
– Να προχωρήσει σε ευφάνταστες και τολμηρές τομές, δημιουργώντας επί τέλους ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό κράτος που δεν θα απομυζά τον κόπο των δημιουργικών Ελλήνων, αλλά θα είναι μηχανισμός οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας.
– Να εγκαθιδρύσει ένα αξιόπιστο και σταθερό πλαίσιο λειτουργίας το οποίο αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την προσέλκυση επενδύσεων.
– Να εκπονήσει μια σειρά από στρατηγικά επενδυτικά σχέδια και να διεκδικήσει ευρωπαϊκούς πόρους για την υλοποίησή τους.
– Τέλος θα πρέπει να εμπνεύσει ένα αίσθημα συλλογικότητας στην ελληνική κοινωνία που θα καταστήσει τον λαό συμμέτοχο στην εθνική προσπάθεια και όχι διωκόμενο υποτελή του πολιτικού συστήματος.
Twitter: @LavrentzosA