του Σεραφείμ Π. Κοτρώτσου
Πολύς λόγος, εσχάτως, περί δημοσιογραφίας. Και πολλά τα ερωτήματα που διατύπωνονται ένθεν κακείθεν:
– Είναι ανεξάρτητη ή στατευμένη η δημοσιογραφία στις μέρες μας;
– Εχει λόγο ύπαρξης η δημοσιογραφία του “καταγγέλειν” (δανείζομαι τον όρο από τον εξαιρετικό συντάκτη media Ν. Νικητέα), όταν δεν διατυπώνει πρόταση εξόδου από την κρίση;
– Εδρασαν αντιδεοντολογικά -και ως εκ τούτου καλώς εκδιώχθηκαν- οι Κατσίμη και Αρβανίτης της ΝΕΤ;
-Καλώς ή κακώς δημοσίευσε τη λίστα Λαγκάρντ (ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων) ο Βαξεβάνης;…
Ας πούμε μερικά απλά πράγματα.
Πρώτα, οι διαπιστώσεις:
^^ Τους τελευταίους μήνες εντείνεται η επίθεση μιντιακών και πολιτικών κέντρων εναντίον όσων δημοσιογράφων διαφωνούν με την ασκούμενη πολιτική των μνημονίων (1,2 και οσονούπω 3).
Η επιθετικότητα διαθέτει δύο βασικά (ισχυρά;) επιχειρήματα: πρώτον, ότι δεν διατυπώνουν “εναλλακτική πολιτική πρόταση” και, δεύτερον, ότι αρκετοί εξ αυτών δεν δικαιούνται (κουτσογιωργικά με…” δια”, ή άνευ δεν έχει σημασία) να ομιλούν επειδή στον πρότερο βίο τους κάτι ευτελές διέπραξαν ή είπαν (κάτι σαν το …”Ουδείς αναμάρτητος” του Σαμαρά).
Έπονται ορισμένες απαντήσεις:
1) Η δημοσιογραφική άποψη και παρέμβαση (όχι η παράθεση ειδήσεων και το ρεπορτάζ) υπήρξε, πάντοτε, υποκειμενική.
Η “αντικειμενικότητα” είναι μία έκφραση παραπλανητική που, συνήθως, χρησιμοποιούν όσοι θέλουν να ενοχοποιήσουν την άποψη εκείνου με τον οποίο διαφωνούν. Στις μέρες μας, υποκειμενική είναι η άποψη υπέρ της αναγκαιότητας του μνημονίου, υποκειμενική είναι κι αυτή κατά της εξαθλίωσης του λαού με τα μέτρα που λαμβάνονται. Η υποκειμενικότητα είναι “υγεία” για τη δημοσιογραφία. Ενισχύει τον πλουραλισμό και τη δημοκρατία. Ας σκεφθούν όσοι σπεύδουν να απαξιώσουν τους ασκούντες κριτική στα μνημόνια τι θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε άλλη άποψη: θα μιλούσαμε ήδη όλοι Γερμανικά και θα φιλοξενούσαμε εναλλάξ τον Ράϊχενμπαχ και τον Φούχτελ στο (πτωχότερο, πλέον) κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι. ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ: Χαίρομαι και θέλω να παραμείνω ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ-είτε αυτό ταιριάζει με τις απόψεις της πλειοψηφίας, είτε όχι.
2) Οι δημοσιογράφοι θα έπρεπε, πάντοτε, να καταγγέλουν και να ελέγχουν την εξουσία. Η καταγγελία είναι συστατικό στοιχείο της δημοσιογραφικής πράξης. Δημοσιογράφος που δεν καταγγέλει, συνωστίζεται, απλώς στο Da Cappo (όπως, δυστυχώς, κάναμε όλοι κατά το παρελθόν, πολλοί συνεχίζουν να το κάνουν ακόμα) για να δει και να τον δουν. Οι δημοσιογράφοι δεν είναι πολιτικοί για να ασκούν πολιτική. Καλό είναι να διατυπώνουν προτάσεις αλλά δεν αναιρείται η δημοσιογραφική υποκειμενικότητα και το δικαίωμα παρέμβασης επειδή δεν στοιχειοθετούν πως θα πέσει δύο μονάδες το έλλειμμα ή εάν πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί ο Αστέρας Βουλιαγμένης. Μην τρελαθούμε, υποκριτές…
3) Υπάρχουν καλοί και κακοί δημοσιογράφοι. Αυτό, είτε το θέλετε, είτε όχι, το κρίνει ο κόσμος (ακόμα κι όταν στην πορεία των χρόνων αλλάζει γνώμη). Δεν θα κρίνει ο Καψής, ο Πορτοσάλτε ή η Παναγιωταρέα εάν είναι καλός δημοσιογράφος ο Βαξεβάνης ή ο Στάθης. Κι επειδή ο κόσμος δικαιούται να κάνει λάθη και να ψηφίζει, για παράδειγμα, ΠΑΣΟΚ, και μετά να αντιλαμβάνεται ότι τον εξαπάτησε και να διορθώνει το σφάλμα, έτσι μπορεί να αποδέχεται δημοσιογραφικές φωνές και στη συνέχεια να τις απορρίπτει. Έτσι απλά λειτουργούν τα πράγματα. Σχεδόν ουδείς υπήρξε πάντοτε και εφ όρου ζωής αξιόπιστος. Όλοι είχαν/ είχαμε μαύρες σελίδες και σκελετούς στις ντουλάπες. Σημασία έχει πως οδηγείσαι, κάποτε, στην αυτοκριτική και τι κάνεις για να αλλάξεις πορεία.
[Το ότι κάποιοι δεν μιλούν/ μιλάμε για τους σκελετούς όσων κατηγορούν ότι είχαν (άλλοι)/ είχαμε σκελετούς, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Αλλά ως ευγένεια και ως προσπάθεια να πρυτανεύσει η αντιπαράθεση επιχειρημάτων]
Υ.Γ Αυτό ήταν το πρώτο μιας σειράς σημειωμάτων επί του ιδίου θέματος. Για μια συζήτηση που έχει ανοίξει βίαια και με “εμφυλιοπολεμικά” (εντός του δημοσιογραφικού χώρου) χαρακτηριστικά. Για ένα “Τέλος Εποχής” που, όπως κάθε τέλος, θα αφήσει …δεινοσαύρους, αρπακτικά αλλά θα δημιουργήσει και τη γενιά εκείνων που θα αλλάξουν και θα επιβιώσουν.
ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ