H τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, ο επικεφαλής των οικονομολόγων του Ταμείου Ολιβιέ Μπλανσάρ, ο Πωλ Τόμσεν και, εν τέλει, η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ, ομολόγησαν ότι υπέπεσαν σε σειρά εσφαλμένων εκτιμήσεων και προβλέψεων σχετικά με την ύφεση που θα προκαλούσε στην ελληνική οικονομία η εφαρμογή του δημοσιονομικού προγράμματος για το έλλειμμα και το χρέος.
Επί της ουσίας το Ταμείο αποδέχεται αυτό που είχε κατά κόρον ειπωθεί από την πρώτη στιγμή. Ότι “η συνταγή δεν βγαίνει” και ότι “το πρόγραμμα γράφτηκε στο πόδι”.
Εάν συνδυάσει κανείς τα προαναφερθέντα με τις καταγγελίες/αποκαλύψεις περί τεχνητής διόγκωσης του ελλείμματος ώστε να καταστεί εφικτή και ερμηνεύσιμη η γερμανική απαίτηση για εμπλοκή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα -και εν συνεχεία και στα υπόλοιπα ανάλογα προγράμματα στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Κύπρο και ίσως και αλλού- καταλήγει στο συμπέρασμα πως είτε ηλιθίως, είτε σκοπίμως υπάρχουν “εγκληματίες” και “ηθικοί αυτουργοί”.
Διερωτώμαι και απορώ. Γιατί μετά από αυτές τις καταιγιστικές εξελίξεις και τις επίσημες ομολογίες, η κυβέρνηση Σαμαρά δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλία να απευθυνθεί στους δανειστές και να ζητήσει το αυτονόητο: άμεση επαναδιαπραγμάτευση των μνημονίων και της δανειακής σύμβασης, δεδομένου ότι βασίστηκαν σε λανθασμένες παραδοχές και προκάλεσαν πολύ μεγαλύτερη ύφεση από την αρχικώς προβλεφθείσα;
Εάν όλα αυτά δεν συνιστούν ευκαιρία να επαναδιατυπωθούν βασικά ζητήματα σχετικά με την έξωθεν επέμβαση στην ελληνική οικονομία, τι ακριβώς είναι;
Κι επειδή επί τόσες ημέρες το οικονομικό επιτελείο και ο πρωθυπουργός δεν έχουν προβεί -εάν δεν μου διαφεύγει κάτι- σε οιαδήποτε διευκρίνηση ή δήλωση, μάλλον αντιλαμβάνομαι πως έχουν, μάλλον, αποδεχτεί τη μοίρα τους.
Μόνο που η μοίρα του ελληνικού λαού είναι πολύ χειρότερη.