Από τότε που η Ελλάδα τέθηκε υπό «Μνημονιακό» έλεγχο συνέβη κάτι πολύ σημαντικό: χάθηκε ολοκληρωτικά ο συνολικός πολιτικός σχεδιασμός του οποίου μόνο ένα μέρος είναι οι οικονομικές αποφάσεις. Διότι είναι σαφές ότι το να σχεδιάζεις πόσα θα ξοδέψεις και πόσα πρέπει να είναι τα εσοδά σου είναι ένα πράγμα, αλλά το πού θα τα ξοδέψεις και από ποιούς και πώς θα εισπράξεις τα έσοδα είναι ένα άλλο. Για το πρώτο φτάνει και περισσεύει η λογική του απλού «μπακάλη». Στο δεύτερο όμως βρίσκεται η ουσία και η πολιτική: στην κατανομή των πόρων…
Αυτό το δεύτερο φαίνεται ότι έχει περάσει με έναν αδιόρατο τρόπο στα χέρια ξένων τεχνοκρατών, που συχνά δεν είναι παρά μεσαίου ή κατώτερου επιπέδου υπάλληλοι (αυτοί εισηγούνται και οι προϊστάμενοί τους συνήθως εγκρίνουν). Σχετικά δεν είναι τυχαίο ότι μόλις πρόσφατα ομολογήθηκε από την πλευρά του ΔΝΤ ότι στο ελληνικό πρόγραμμα υπολογίστηκε λανθασμένα η ανταποκρισιμότητα της οικονομίας στη λιτότητα, με αποτέλεσμα η ύφεση να λάβει… απρόβλεπτες διαστάσεις. Αυτό μάλλον κόστισε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας παραπάνω, ίσως και μερικές ζωές, ωστόσο δεν φαίνεται ικανό να αλλάξει την ακολουθούμενη πορεία. Ίσως τα ταμπού των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τα πάντα με ετοιμοπαράδοτα μοντέλα είναι πιο ισχυρά από την ικανότητα να μπορεί κανείς να αναλύει συνδυαστικά την πραγματικότητα και να προσαρμόζεται κάθε φορά στα δεδομένα (εκτός βέβαια και αν υπάρχουν άλλοι από τους δηλούμενους σκοπούς…).
Και ερχόμαστε τώρα σε αυτό που ίσως θεωρηθεί το επόμενο λάθος: Μια από τις πιο αγαπημένες μνημονιακές «καραμέλες» είναι ότι για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας πρέπει να πέσουν οι μισθοί και ειδικά ο κατώτατος μισθός. Ως ένα βαθμό αυτό είναι λογικό, διότι οι εργασιακές αμοιβές είναι ένας βασικός συντελεστής του κόστους παραγωγής. Τί μπορεί όμως να πει κανείς όταν όλοι οι άλλοι συντελεστές κόστους βρίσκονται στα ύψη και συνεχώς αυξάνονται; Για παράδειγμα:
– Για ποιά ανταγωνιστικότητα μπορούμε να μιλάμε όταν η φορολογία των επιχειρήσεων είναι μέχρι και τρεις (3 !!) φορές μεγαλύτερη από ό,τι σε γειτονικές χώρες;
– Πώς μπορούν οι ελληνικές επιχειρήσεις να είναι ανταγωνιστικές όταν το κόστος χρήματος που μπορούν να αντλήσουν από τις τράπεζες (όταν μπορούν…) είναι υψηλότερο από οποιοδήποτε ξένο ανταγωνιστή τους;
– Πόσο βοηθάει στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων η άνοδος του ενεργειακού κόστους και άλλων παροχών (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ); Για να μη μιλήσουμε για το κόστος των καθυστερήσεων που δημιουργεί η γραφειοκρατία του ελληνικού κράτους, το κόστος της διαφθοράς («φακελλάκια», «γρηγορόσημα» κλπ)…
Η λίστα με τα «επιπρόσθετα κόστη» θα μπορούσε να συνεχιστεί επί μακρόν. Αυτό όμως που είναι πιο σημαντικό είναι το ανυπολόγιστο «κόστος ευκαιρίας» που έχουν αυτές οι πρακτικές: Την ίδια ώρα που υποτίθεται ότι βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα με επιβολή «βαλκανικών» αμοιβών, η χώρα υφίσταται την ακατάσχετη αιμορραγία που προκαλεί η φυγή του πλέον μορφωμένου και ικανού έμψυχου δυναμικού της στο εξωτερικό. Ήδη δεκάδες χιλιάδες γιατροί, επιστήμονες και όσοι είναι πραγματικά διεθνώς ανταγωνιστικοί φεύγουν από την Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους συνταξιούχους και ανέργους… Άνθρωποι δηλαδή που η κοινωνία επένδυσε χρήμα και φροντίδα, και που θα ήταν η εμπροσθοφυλακή εξόδου της χώρας από την κρίση χάνονται. Μερικοί από αυτούς για πάντα… Πόσο πρέπει άραγε να πέσουν οι μισθοί για να αντισταθμιστεί αυτή η τεράστια απώλεια έμψυχου δυναμικού;
Δεν είναι όμως μόνο η απώλεια του παρόντος ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και του μέλλοντος. Αυτού που δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν οι τεχνοκράτες που προγραμματίζουν τα οικονομικά μεγέθη έως το 2022, ενώ δεν μπορούν καν να προβλέψουν αυτά της επόμενης χρονιάς… Είναι αυτό το ανθρώπινο δυναμικό που δεν πρόκειται να γεννηθεί λόγω φτώχιας και ανεργίας των νέων που δεν μπορούν να κάνουν οικογένεια. Και εδώ υπάρχει ένα ζήτημα που δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό, εθνικό και ανθρώπινο: Ποιός τεχνοκράτης αναρωτήθηκε πώς ζει και τί προοπτικές έχει ένας νέος που θα παίρνει 580 ευρώ μισθό (αύριο λένε 350 ευρώ!!); Μπορεί να κάνει οικογένεια και τί σημαίνει αυτό σε μια θνήσκουσα χώρα που ήδη δέχεται την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων παράνομων μεταναστών; Ο τεχνοκράτης δεν νοιάζεται για αυτά. Μπορεί άλλωστε να τον έχουν βάλει να φτιάξει μια Ελλάδα στην οποία οι Έλληνες θα είναι μόνο μια συνιστώσα του πληθυσμού της… Θα έπρεπε να νοιάζεται όμως το ελληνικό πολιτικό σύστημα που είναι και υπόλογο για τη σημερινή κατάσταση. Αυτό όμως δυστυχώς δεν έχει απαντήσεις, όπως δεν είχε και για τόσα άλλα…
Θα θέσουμε τώρα ένα ακόμη ερώτημα, πιο τεχνοκρατικό: Τί είδους ανάπτυξη θέλει κανείς σε αυτή τη χώρα; Και ο πρωτοετής φοιτητής οικονομικής σχολής γνωρίζει ότι πρέπει να επενδύεις εκεί που έχεις συγκριτικό πλεονέκτημα και σε τομείς όπου μπορεί να υπάρξει διαφοροποίηση προϊόντος. Και τέτοιοι κατ’ εξοχήν ΔΕΝ είναι οι τομείς εντάσεως εργασίας, αλλά οι εντάσεως κεφαλαίου, είτε αυτό λέγεται οικονομικό κεφάλαιο είτε λέγεται κεφάλαιο γνώσης. Με άλλα λόγια, είναι βλακώδες και ολέθριο μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα – με τα όποια ελαττώματά της – να μετατρέπεται σε τριτοκοσμική χώρα μόνο και μόνο επειδή αυτή είναι η μόνη συνταγή που γνωρίζουν κάποιοι «τεχνοκράτες» ή – ακόμη χειρότερα – επειδή έτσι βολεύει τον σχεδιασμό κάποιων μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών που θα ήθελαν μια Ελλάδα εξαθλιωμένη, απορροφητήρα της αφροασιατικής μετανάστευσης, γεμάτη πρόθυμους να δουλέψουν οπουδήποτε ντόπιους και με εκπληκτικές ηλιόλουστες ακρογιαλιές για να ξεκουράζονται τα στελέχη των πολυεθνικών που θα αξιοποιούν αυτό το εργατικό δυναμικό…
Εν κατακλείδι πρέπει να αναφέρουμε τα εξής:
Ναι, σίγουρα έπρεπε να γίνουν κάποιες μειώσεις μισθών, τους οποίους η οικονομία δεν μπορούσε πια να υποστηρίξει. Επίσης, υπήρχαν και πολλοί θύλακες «ημετέρων» στο δημόσιο που ελάμβαναν καταχρηστικές και υψηλότατες απολαβές που έπρεπε να εντοπισθούν και να μειωθούν στοχευμένα. (Πρώτοι ανάμεσά τους τα μέλη του πολιτικού προσωπικού που και για λόγους σεμνότητας, αλλά και καλού παραδείγματος έπρεπε να προχωρήσουν σε γενναίες περικοπές των αμοιβών τους.) Οι μειώσεις αυτές έπρεπε όμως να γίνουν άπαξ (για να μη δημιουργείται ένα κλίμα συνεχούς κατάρρευσης), να είναι μικρότερες και να αφορούν κυρίως τα υψηλά μισθολογικά κλιμάκια. Και αυτό, όχι μόνο για λόγους καθαρά ανθρωπιστικούς (άλλο να κόβεις από αυτόν που του περισσεύει και άλλο να κόβεις από αυτόν που «μετράει τις μπουκιές του»), αλλά και για λόγους εξόχως τεχνοκρατικούς: Όταν μειώνεις τα χαμηλά εισοδήματα, τα λεφτά που «κόβεις» αφαιρούνται απ’ ευθείας από την αγορά, αφού οι χαμηλόμισθοι καταναλώνουν ολόκληρο το εισόδημά τους. Αντίθετα, όταν μειώνεις από τα υψηλά κλιμάκια η ύφεση που προκαλείς είναι πολύ μικρότερη. Ποιός μάς το λέει αυτό; Κάποιος που δεν είναι καθόλου κομμουνιστής: ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος στο πλαίσιο της δημοσιονομικής εξυγίανσης που συζητείται στην Αμερική αντιτάχθηκε σθεναρά στη μείωση των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης, προτείνοντας να φορολογηθούν τα υψηλότερα εισοδήματα. Αυτά ας τα λάβουν υπ’ όψιν οι «σοφοί που φροντίζουν για μας»…
Αναστάσιος Λαυρέντζος
Twitter: @LavrentzosA