Ο Άκης δεν είχε κοιμηθεί καλά. Μια ανεξήγητη καούρα τον κράτησε ξύπνιο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Και να πεις ότι είχε φάει βαριά.. Σαν καλός χριστιανός νήστευε όλη την Μεγάλη Εβδομάδα. Λίγο καπνιστό σολομό και ελάχιστο μπελούγκα. Έτσι για τη γεύση. Ήταν και κείνο το κακό προαίσθημα που τον είχε κυριεύσει. Είδε κι ένα όνειρο που πιο μαύρο, αρχίζεις να ψάχνεις προσφορές για κάσα. Είχε έρθει λέει ο μακαρίτης ο Αντρέας να του κάνει επίσκεψη στη Διονυσίου…
Ήταν ντυμένος σαν Εισαγγελέας και φόραγε εκείνες τις περούκες με τα μπουκλάκια. Αντί για την Μιμή έσουρνε πίσω του μια χοντρή μπατσίνα, που το άνω της χείλος είχε χνούδι και που ακόμα και ο Προκόπης θα σκιαζόταν να την πάει κόντρα. Ο Τάι, ο Φιλιππινέζος υπηρέτης που τους είδε από το ματάκι της πόρτας πήρε τέτοια τρομάρα που ξέχασε τα ελληνικά του και προσπάθησε με τα κουτσοαγγλικά του να τον ειδοποιήσει: “Mister Akis, door dead man. Adreous. Father GAP. Brings cow with uniform together!” Ο Άκης τσακίστηκε να πάει να δει. Ήλεγξε απ’ το θυροτηλέφωνο και του ρθε σκοτοδίνη.
«Μα τα 1000 υποβρύχια, αυτός ήταν νεκρός! Τί διάολο συνέβαινε;»
Το ηχοσύστημα άρχισε να παίζει ένα τραγούδι που για πρώτη φορά άκουγε:
Άρχισες απ’ τα χαμηλά
Μαζί με τον Αντρέα
Γενήκατε όμως τρανοί
Στη λαμογιά παρέα
Έφαγες τον αγλέουρα,
Σε φώναζαν ακρίδα
Δεν σου κανε ο τραχανάς
το ριξες στη γαρίδα
Κι αυτά τα υποβρύχια
Άραγες επιπλέουν;
Κάνουνε για τον πόλεμο
Ή μπάζουν, καταρρέουν;
Μες το κελί φροντίσαμε
Πολλές ανέσεις να χεις
Να είσαι σαν στο σπίτι σου,
Να θες να μας ξανάρθεις
Εκείνη τη στιγμή, ο Τάι χτύπησε την πόρτα του υπνοδωματίου του και τον ξύπνησε, γλυτώνοντάς τον από τον εφιάλτη. Ήθελε να τον ενημερώσει ότι το πρωινό είχε σερβιριστεί. Φόρεσε την ρόμπα του από Ιαπωνικό μετάξι και κατέβηκε αργά την εσωτερική σκάλα από φίνο Πεντελικό μάρμαρο. Κι εκεί που μασούλαγε το τρίτο κρουασάν με ελβετική πραλίνα ακούστηκε απ’ έξω ο μαύρος χαμός και η σκούρα φασαρία. Τα κουδούνια άρχισαν να χτυπούν σα δαιμονισμένα και αστυνομικές σειρήνες ήχησαν. Όπως ακριβώς και στο όνειρο ήλεγξε από το θυροτηλέφωνο. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα ήταν χειρότερα. Έξω απ’ την πόρτα διέκρινε τη Ράϊκου και μια ντουζίνα μπατσαίους. Του έδειχναν ένα χαρτί, το οποίο σύμφωνα με μια πρόχειρη εκτίμηση ήταν ένταλμα. Ήγγικεν η ώρα, είπε στον εαυτό του και σκέφτηκε: Να προλάβω τουλάχιστον να εισπράξω την τελευταία ΜΙΖΟδόση!!
Αλκμήνη,
κατά κόσμον Λουκία Χουλιάρα