Ενίοτε, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι.
Τα τελευταία 5 χρόνια, 350 δισ.$ ρώσων ολιγαρχών ή εκπροσώπων της μεταπρατικής και συχνά μαφιόζικης κάστας που κυριαρχεί στη Μόσχα, κατευθύνθηκαν σε τράπεζες εκτός Ρωσίας.
Από αυτά τα θηριώδη κεφάλαια, μόνο 20-25 δισ. ευρώ έφθασαν στις κυπριακές τράπεζες. Λίγα; Προφανώς όχι. Πολλά είναι.
Όμως αξίζει να αναρωτηθεί κανείς που κατατέθηκαν τα υπόλοιπα 330 δισ. $.
Το 50% του λετονικού ΑΕΠ προέρχεται από τις τράπεζες.
Μάλιστα, στην προσπάθειά της να προσελκύσει Ρώσους η Λετονία, ψήφισε ακόμα και ειδικό μεταναστευτικό νόμο που επιτρέπει σε ξένο υπήκοο να λάβει άδεια παραμονής για 5 χρόνια, με πλήρη προνόμια κατοίκου χώρας μέλους της Ε.Ε, εφόσον καταθέσει 300.000$ και πάνω στις τράπεζές της.
Όσοι το πράττουν αυτό δεν υφίστανται κανένα περαιτέρω έλεγχο, όπως, παραδείγματός χάριν, να εξηγήσουν την προέλευση των χρημάτων τους.
Την ίδια περίοδο που στη Λετονία αυξάνει με ραγδαίους ρυθμούς η προσέλκυση ξένων καταθετών, στην Κύπρο οι ρωσικές καταθέσεις μειώνονται σημαντικά.
Είναι αλήθεια πως η Κύπρος είναι μια “ελλειμματική δημοκρατία”, όπως την χαρακτηρίζει σε έκθεσή του το Economist Intelligence Unit. Βρίσκεται στην 40η θέση παγκοσμίως και 20η στην Ε.Ε, στην ίδια ομάδα με την Ελλάδα και την Πολωνία.
Την ίδια ώρα η Κύπρος χαρακτηρίζεται από μία θηριώδη παραοικονομία, την 30η παγκοσμίως, σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το 30% του κυπριακού ΑΕΠ κινείται στο ημίφως της παραοικονομίας, προκαλώντας απώλειες εσόδων ύψους 1 δις ετησίως, ποσό πολύ μεγάλο σε σύγκριση με το ΑΕΠ που είναι 17 δις.
Όλα αυτά, ωστόσο, είναι σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, λιγότερο ή περισσότερο, και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Κύπρος χρειάζεται, προφανώς, εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμών των δομών της. Χρειάζεται εξυγίανση του τραπεζιτικού τομέα της και χρειάζεται περισσότερη διαφάνεια.
Εκείνο που δεν λέγεται, ωστόσο, είναι ότι μικρές οικονομίες, όπως η Κυπριακή, που στηρίζονται στις υπηρεσίες (τράπεζες, τουρισμός,real estate) αποκτούν σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης σε εποχές ευημερίας, αξιοποιώντας τα θετικά του κοινού νομίσματος, βυθίζονται, όμως, ακόμα περισσότερο σε περιόδους ύφεσης, όταν, δηλαδή, δεν διαθέτους εργαλεία αντίδρασης.
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δύο βασικές επιλογές: ή η Κύπρος παραμένει στην ευρωζώνη και υιοθετεί ένα σχέδιο εξυγίανσης των πάντων και περιορισμού της έκθεσης δανεισμού των τραπεζών της, θεσπίζοντας, παράλληλα, αυστηρούς κανόνες διαφάνειας (κάτι σαν ένα Μνημόνιο), ή επιλέγει να βγει από το ευρώ.
Το κούρεμα των καταθέσεων και η καταστροφή του χρηματοπιστωτικού μοντέλου της Κύπρου (προσοχή: καταστροφή, όχι εξυγίανση και διαφάνεια), όμως, εκκινεί από αλλότριες επιδιώξεις. Ο τρόπος, δε, που εμμονικά προωθείται από το Βερολίνο οδηγεί, μαθηματικά, σε δεύτερες και τρίτες σκέψεις.
Ανέφερα το παράδειγμα της Λετονίας σε αντιστοίχηση με εκείνο της Κύπρου για προφανείς λόγους.
Στις αρχές Μαρτίου η χώρα αυτή της Βαλτικής υπέβαλε πρόταση ένταξης στην Ευρωζώνη. Η πρόταση εξετάζεται από την Κομισιόν και την ΕΚΤ και η απόφαση θα εκδοθεί τον Ιούνιο. Η Λετονία εξελίσσεται σε χώρα-δορυφόρο της Γερμανίας, υποδέχεται τεράστια ρωσικά κεφάλαια (ολιγαρχών, φυσικά…), κάποια από τα οποία καταλήγουν, τελικά, “ξεπλυμένα” σε γερμανικές τράπεζες.
Κομισιόν και ΕΚΤ δεν έχουν θέσει, προσώρας, όρους στη Λετονία για το τραπεζιτικό της σύστημα, ενόψει της ένταξής της στην Ευρωζώνη. Η αυστηρότητα εξαντλείται στην Κύπρο.
Ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ εξέφρασε, την επομένη κιόλας, την αντίρρησή του στην απόφαση του Eurogroup. Είναι πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, μιας χώρας, δηλαδή, που ζει χάριν του τραπεζιτικού της συστήματος (ένα κυπριακό μοντέλο, σαφώς πιο διαφανές και πιο μοντέρνο). Αναλόγως αντέδρασε και ο Ντέϊβιντ Κάμερον, γνωρίζοντας πως ένα πλήγμα στην Κύπρο επηρρεάζει και την αξιοπιστία του δικού μοντέλου στο Σίτι του Λονδίνου.
Το συγμπέρασμα, νομίζω, πως είναι σαφές: Μέρκελ, Σόϊμπλε και δορυφόροι λειτουργούν με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Άλλο η Λετονία, το Λιχτενστάϊν, το Λουξεμβούργο, άλλο η Κύπρος. Όμως η τελευταία είναι ίσως το τελικό πείραμα. Διότι, μπορεί να συμφωνήσει κανείς πως η επιμονή του Βερολίνου αποπνέει εκδικητικότητα, αλλά η ψυχρή γερμανική κουλτούρα δεν μπορεί παρά να διαθέτει κι ένα πολύ λογικό και γήϊνο έρεισμα. Υπάρχει συμφέρον, δηλαδή, κι όχι μόνο προτεσταντική εμμονή.