Όπως μεταδίδεται, ο γνωστός εφοπλιστής κ. Βίκτωρ Ρέστης συνελλήφθη για υπεξαίρεση και ξέπλυμα χρήματος, αξίας που υπερβαίνει τα 500 εκατ. ευρώ μέσω της τράπεζας FFB ιδιοκτησίας του.
Είναι η δεύτερη περίπτωση μετά τον κ. Λαυρέντη Λαυρεντιάδη που βρίσκεται προφυλακισμένος στον Κορυδαλλό για παρόμοια αδικήματα μέσω της δικής του τράπεζας, της Proton Bank, την διάσωση της οποίας πλήρωσε ο ελληνικός λαός.
Αμφότεροι υπήρξαν βασικοί πρωταγωνιστές της εγχώριας πολιτικοεπιχειρηματικής και μιντιακής διαπλοκής των τελευταίων ετών. “Πολλοί έχουν γίνει πλούσιοι από τον Ρέστη και τον Λαυρεντιάδη”, μου έλεγε τις προάλλες παράγοντας της τραπεζικής αγοράς, θυμίζοντας τις συμμετοχές τους σε μέσα ενημέρωσης και τις περίεργες αγοραπωλησίες κάποιων εξ αυτών.
Οι κ.κ Ρέστης και Λαυρεντιάδης υπήρξαν συνδαιτημόνες υπουργών και εκδοτών την ώρα που μέσω των τραπεζών τους “ξέπλεναν” χρήμα και μοίραζαν (θαλασσο)δάνεια στην μιντιακή και επιχειρηματική ελίτ της χώρας. Σχεδόν όλοι γνώριζαν πως πρόκειται για πρόσωπα που κινούνταν στις παρυφές της νομιμότητας. Απολάμβαναν, όμως, ασυλία και οικοδομούσαν σχέσεις με το εγχώριο σύστημα εξουσίας.
Πριν από περίπου ένα χρόνο, ο κ. Ρέστης “έλυσε το ζωνάρι” του όταν κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τόλμησαν να εκφέρουν την άποψη ότι πρέπει να φορολογηθούν τα εφοπλιστικά κεφάλαια. “Ας έρθουν να με βρουν εκεί που θα είμαι”, είπε με γιγαντιαία προκλητικότητα και μηδενικό πατριωτισμό ο γνωστός εφοπλιστής. Έχοντας “ταϊσει” πολιτικούς, εκδότες και δημοσιογράφους ήταν βέβαιος ότι κανείς δεν μπορούσε να τον αγγίξει.
Εκείνη την περίοδο είχα γράψει (στο anatropinews.gr) ένα άρθρο για την προκλητικότητα των λόγων του, επισημαίνοντας ότι δεν είναι δυνατόν οι “έχοντες” αυτής της χώρας να εξαντλούν τον πατριωτισμό τους επιλέγοντας μόνο τη Μύκονο για τις διακοπές τους και τις βίλες της Εκάλης για τα πανάκριβα πάρτι τους.
Μου τηλεφώνησε εκπρόσωπος του εφοπλιστή για να διατυπώσει συστάσεις μεταξύ ευγένειας και απειλής. Του εξήγησα ότι γράφω ότι πιστεύω. Ευτυχώς δεν επανήλθε. Αναφέρω, τώρα, το περιστατικό διότι επιβεβαιώνει τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν αυτά τα παρα-επιχειρηματικά συστήματα.
Τα ονομάζω παρά- επιχειρηματικά διότι ουδέποτε έπραξαν αυτό που είναι κοινός τόπος για τις παλιές επιχειρηματικές -και ιδιαίτερα τις εφοπλιστικές- οικογένειες του τόπου. Όχι ότι εκείνοι είναι “Άγιοι”, ωστόσο είχαν και έχουν πάντοτε την έγνοια μιας μικρής (έστω επικοινωνιακής) ανταποδοτικότητας.
[Οι Βαρδινογιάννηδες, για παράδειγμα, αφήνουν πίσω τους -τουλάχιστον- ένα από τα καλύτερα νοσοκομεία του είδους τους σε όλη την Ευρώπη.]
Επαναλαμβάνω: κανείς τους δεν είναι “Άγιος”, αναγνωρίζουν, όμως, τα όριά τους και σπανίως υπερβαίνουν προκλητικά τις διακριτικές σχέσεις τους με την κοινωνία.
Ο κ. Ρέστης δεν υπήρξε ποτέ ένας απ΄ αυτούς. Σπαταλούσε χρήμα για να εδραιώσει το προσωπικό αμφιλεγόμενο και απωθημένο life style του και αναζητούσε -ως ανασφαλής- αποδοχή στα μιντιακά σαλόνια και στις σχέσεις του με μεγαλοεκδότες και υπουργούς.
Ευθύνη δεν έχει μόνο εκείνος. Έχουν και όσοι του πρόσφεραν απλόχερα ασυλία και όσοι εκμεταλεύτηκαν τις παράτυπες ή και παράνομες (αυτό θα το κρίνει η Δικαιοσύνη) δραστηριότητες και συμπεριφορές του.
Οφείλει, βεβαίως, κανείς να επισημάνει ως θετικό το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια και υπό την κοινωνική πίεση που δημιούργησε το εξουθενωτικό (για τον απλό λαό) μνημονιακό περιβάλλον κάποιοι απ΄ αυτούς τους προκλητικούς “αρχοντοχωριάτες” της μαϊμού επιχειρηματικότητας βρέθηκαν στον Κορυδαλλό. Υπάρχουν, ωστόσο, και πολλοί άλλοι που τριγυρνούν ελεύθερα και συνεχίζουν να κάνουν “δουλειές”.
Καταλήγω, όμως, στο συμπέρασμα ότι “ανάπτυξη” με τέτοιους επιχειρηματίες δεν πρόκειται να κάνουμε ποτέ. Ο Mr. Restis και οι “ομοιδεάτες” του…must go home. Και…home είναι τα νησιά Κέϊμαν, το Ακαπούλκο ή η Κουρσεβέλ. Όχι η Ελλάδα. Όσοι μείνουμε εδώ, τα επόμενα χρόνια, πρέπει να ανακαλύψουμε μια νέα επιχειρηματική τάξη. Που θα έχει ως στόχο το κέρδος αλλά και την ανόρθωση της χώρας.
Κάποιοι θα πείτε ότι αυτό -σε συνθήκες καπιταλισμού- είναι ανεδαφικό και παραπλανητικό. Ίσως έχετε δίκιο. Αλλά επειδή δεν ονειρεύομαι την Ελλάδα σε συνθήκες (αν)υπαρκτού σοσιαλισμού, προσώρας, μόνο σε αυτό μπορώ να ελπίζω…