*μετάφραση από επεξεργασμένο κείμενο του Alain Badiou που δημοσιεύτηκε στην αγγλική Guardian στις 03.09.2013. Πρώτη δημοσίευση στο Radical Philosophy RP 181(Sept/Oct 2013), Dossier: The Greek Symptom: Debt, Crisis and the Crisis of the Left.
“Αρχίζω με μια αίσθηση, ένα συναίσθημα, το οποίο είναι ίσως προσωπικό, ίσως και αδικαιολόγητο, αλλά το οποίο ωστόσο αισθάνομαι, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που έχω στη διάθεσή μου: ένα αίσθημα γενικής πολιτικής ανικανότητας. Αυτό που συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα είναι κάτι σαν ένα συμπύκνωμα αυτού του συναισθήματος.
Φυσικά, το θάρρος και η ευρηματικότητα στην τακτική των προοδευτικών και των αντι-φασιστών διαδηλωτών είναι αιτία για ενθουσιασμό.
Τέτοια πράγματα εξάλλου είναι απολύτως αναγκαία. Αλλά καινούρια; Όχι, καθόλου. Αυτά είναι τα αμετάβλητα χαρακτηριστικά κάθε αληθινού μαζικού κινήματος: η ισότητα, η μαζική δημοκρατία, η επινόηση συνθημάτων, η γενναιότητα, η ταχύτητα των αντιδράσεων … Έχουμε δει όλα αυτά τα ίδια πράγματα να συμβαίνουν με την ίδια ενέργεια – χαρούμενη και πάντα λίγο ανήσυχη – τον Μάη του ’68 στη Γαλλία. Τα έχουμε δει πιο πρόσφατα στην πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά έχουν αρχίσει να συμβαίνουν ήδη από την εποχή του Σπάρτακου ή του Thomas Münzer.
Ας ορίσουμε όμως προσωρινά ένα άλλο σημείο εκκίνησης.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύ μεγάλη ιστορία, παγκόσμιας σημασίας. Είναι μια χώρα η αντίσταση της οποίας σε διαδοχικές καταπιέσεις και κατοχές έχει μια ιδιαίτερη ιστορική βαρύτητα. Είναι μια χώρα όπου το κομμουνιστικό κίνημα, και με τη μορφή του ένοπλου αγώνα, έχει υπάρξει πολύ ισχυρό. Μια χώρα όπου ακόμη και σήμερα η νεολαία δίνει το παράδειγμα με μαζικές και διαρκείς εξεγέρσεις. Μια χώρα όπου χωρίς αμφιβολία οι κλασικές αντιδραστικές δυνάμεις είναι πολύ καλά οργανωμένες, αλλά όπου υπάρχει επίσης και η θαρραλέα και άφθονη πηγή των μεγάλων λαϊκών κινημάτων. Μια χώρα όπου υπάρχουν ασφαλώς τρομερές φασιστικές οργανώσεις, αλλά και ένα αριστερό κόμμα με μία εμφανώς σταθερή εκλογική και μαχητική βάση.
Τώρα, τα πάντα σε αυτή τη χώρα συμβαίνουν σαν να μην υπάρχει τίποτα που να μπορούσε να σταματήσει την απόλυτη κυριαρχία του καπιταλισμού που εξαπολύθηκε από την ίδια την κρίση του. Λες και, υπό τη διεύθυνση ad hoc επιτροπών και δουλοπρεπών κυβερνήσεων, η χώρα να μην είχε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει τα άγρια αντιλαϊκά διατάγματα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Πράγματι, όσον αφορά τα ερωτήματα που τίθενται και οι ευρωπαϊκές «λύσεις» τους, το κίνημα αντίστασης μοιάζει περισσότερο με μια παρελκυστική τακτική παρά ο κομιστής μιας πραγματικής εναλλακτικής πολιτικής.
Τέτοιο είναι το μεγάλο μάθημα των καιρών, να μας καλεί όχι μόνο να υποστηρίξουμε το θάρρος του ελληνικού λαού με όλες μας τις δυνάμεις, αλλά και να ενωθούμε μαζί του στον προβληματισμό για το τι πρέπει να σκεφτούμε και να κάνουμε, έτσι ώστε αυτό το θάρρος να μη γίνει με έναν απελπισμένο τρόπο, ένα άχρηστο θάρρος.
Αυτό που πλήττει – την Ελλάδα πάνω από όλους, αλλά και άλλους και ειδικότερα τη Γαλλία – είναι η πρόδηλη αδυναμία των προοδευτικών δυνάμεων να επιβάλλουν έστω και την πιο μικρή ουσιαστική υποχώρηση των οικονομικών και κρατικών δυνάμεων, που επιδιώκουν να υποβάλουν τον κόσμο χωρίς κανέναν ενδοιασμό στο νέο (αν και μακροχρόνιο και θεμελιώδη) νόμο του ενδελεχούς φιλελευθερισμού.
Δεν είναι μόνο οι προοδευτικές δυνάμεις που δεν έχουν κάνει καμία πρόοδο και απέτυχαν να σημειώσουν έστω και κάποια περιορισμένη επιτυχία, αλλά και οι δυνάμεις του φασισμού που έχουν αυξηθεί και ενάντια σε ένα απατηλό υπόβαθρο ξενοφοβίας και εθνικισμού, διεκδικούν τώρα να οδηγήσουν την αντιπολίτευση στα ευρωπαϊκά διατάγματα.
Η αίσθησή μου είναι ότι η βασική αιτία αυτής της ανικανότητας δεν βρίσκεται στη βάση της στην αδράνεια των ανθρώπων, στην έλλειψη θάρρους, ή στην πλειοψηφική υποστήριξη των «αναγκαίων κακών». Πολλές μαρτυρίες μας έχουν δείξει ότι οι πόροι για μια δυναμική και μαζική λαϊκή αντίσταση υπάρχουν. Παρ ‘όλα αυτά, κανένας νέος τρόπος πολιτικής σκέψης δεν έχει αναδειχθεί σε μαζική κλίμακα από αυτές τις προσπάθειες, κανένα νέο λεξιλόγιο δεν έχει προκύψει από τη ρητορική της διαμαρτυρίας και τα αφεντικά της Ένωσης έχουν καταφέρει τελικά να μας πείσουν όλους ότι πρέπει να περιμένουμε … για τις εκλογές .
Νομίζω ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι αντιθέτως, ότι η πλειοψηφία των εννοιών (κατηγοριών) που οι πολιτικοί ακτιβιστές χρησιμοποιούν για να σκεφτούν και να αλλάξουν την παρούσα κατάσταση είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές.
Μετά τα σαρωτικά κινήματα της δεκαετίας του 1960 και του 1970, έχουμε κληρονομήσει μια μακρά αντεπαναστατική περίοδο, οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Αυτή η αντεπανάσταση κατέστρεψε δραστικά την εμπιστοσύνη και τη δύναμη που κάποτε ήταν σε θέση να δεσμεύσει τη λαϊκή συνείδηση στις πιο στοιχειώδεις έννοιες της πολιτικής χειραφέτησης – όπως δηλαδή, και αναφέρω μερικές τυχαία, “ταξική πάλη”, “γενική απεργία”, “επανάσταση”, “μαζική δημοκρατία” και πολλές άλλες. Η λέξη κλειδί «κομμουνισμός», που κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή από τις αρχές του 19ου αιώνα, έχει η ίδια πλέον περιοριστεί σε ένα είδος ιστορικής ατιμίας. Η άποψη ότι η εξίσωση «ο κομμουνισμός ισούται με ολοκληρωτισμό» πρέπει να εμφανίζεται ως φυσική και να είναι ομόφωνα αποδεκτή είναι μια ένδειξη του πόσο πολύ απέτυχαν οι επαναστάτες κατά τη διάρκεια της καταστροφικής δεκαετίας του 1980. Φυσικά, εμείς δεν μπορούμε να αποφύγουμε μια διεισδυτική και σοβαρή κριτική για όσα συνέβησαν στα σοσιαλιστικά καθεστώτα και εκεί όπου τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν στην εξουσία, ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση. Αλλά αυτή η κριτική πρέπει να είναι δική μας. Θα πρέπει να θρέψει τις δικές μας θεωρίες και πρακτικές, βοηθώντας τες να προχωρήσουν και όχι να τις οδηγήσει σε ένα είδος δύσθυμης αποκήρυξης, απορρίπτοντας το πολιτικό γέννημα μαζί με το ιστορικό περιβάλλον. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια εντυπωσιακή κατάσταση πραγμάτων: σχετικά με ένα ιστορικό επεισόδιο κεφαλαιώδους σημασίας για μας έχουμε υιοθετήσει, σχεδόν χωρίς κανέναν περιορισμό, την άποψη του εχθρού. Και όσοι δεν το έχουν κάνει, έχουν απλά επιμείνει στην παλιά πένθιμη ρητορική σαν να μην έχει συμβεί τίποτα .
Από όλες τις νίκες του εχθρού μας αυτή η συμβολική νίκη είναι από τις πιο σημαντικές.
Στην εποχή των παλαιών κομμουνιστών συνηθίζαμε να κοροϊδεύουμε σωρηδών αυτό που ονομάζεται langue de bois, ή τετριμμένη, στερεότυπη γλώσσα – κούφια λόγια και πομπώδη επίθετα. Φυσικά, φυσικά. Όμως η ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας είναι επίσης και αυτό μια κοινή ιδέα. Η αποτελεσματικότητα των μαθηματικών στις επιστήμες – και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τα μαθηματικά είναι μία υπέροχη langue de bois – έχει να κάνει με το γεγονός ότι επισημοποιεί την επιστημονική ιδέα. Έχει να κάνει με την ικανότητα να επισημοποιήσει γρήγορα την ανάλυση της κατάστασης και των τακτικών συνεπειών αυτής της ανάλυσης. Αυτό δεν απαιτείται λιγότερο στην πολιτική. Είναι σημάδι στρατηγικής ζωτικότητας.
Σήμερα, μια από τις μεγάλες δυνάμεις που η επίσημη δημοκρατική ιδεολογία κατέχει είναι ακριβώς ότι έχει στη διάθεσή της μια langue de bois που ομιλείται σε κάθε μέσο και από κάθε μία από τις κυβερνήσεις μας χωρίς εξαίρεση. Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι όροι όπως «δημοκρατία», «ελευθερίες», «ανθρώπινα δικαιώματα», «ισοσκελισμένος προϋπολογισμός», «μεταρρυθμίσεις» και ούτω καθεξής, είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από τα στοιχεία μιας πανταχού παρούσας langue de bois; Εμείς είμαστε αυτοί, εμείς οι μαχητές χωρίς στρατηγική χειραφέτησης, που βρίσκονται (και βρίσκονται εδώ και αρκετό καιρό τώρα) σε πραγματική αφασία! Και δεν είναι η συμπαθητική και αναπόφευκτη γλώσσα της κινηματικής δημοκρατίας εκείνη που θα μας σώσει . “Κάτω αυτό ή εκείνο”, “όλοι μαζί θα κερδίσουμε” , “έξω από”, ” αντίσταση!”, ” είναι σωστό να επαναστατείς” … Αυτό είναι ικανό να επηρεάσει στιγμιαία ως ένα συλλογικό κάλεσμα και κάλεσμα τακτικής και όλα αυτά είναι πολύ χρήσιμα- αλλά αφήνει ολοκληρωτικά άλυτο το ζήτημα ύπαρξης μιας ευανάγνωστης στρατηγικής. Αυτή είναι μια πάρα πολύ φτωχή γλώσσα για μια συζήτηση σχετικά με το που βρίσκεται το μέλλον των δράσεων χειραφέτησης.
Το κλειδί για την πολιτική επιτυχία έγκειται ασφαλώς στη δύναμη της εξέγερσης, το πεδίο εφαρμογής της και το θάρρος της. Αλλά και στην πειθαρχία της και στις δηλώσεις που είναι ικανή να κάνει – δηλώσεις που έχουν να κάνουν με ένα θετικό στρατηγικό μέλλον και που αποκαλύπτουν μια νέα δυνατότητα που παραμένει αόρατη μέσα στην προπαγάνδα του εχθρού. Αυτός είναι ο λόγος που η ύπαρξη των σαρωτικών λαϊκών κινημάτων δεν παρέχει από μόνη της ένα πολιτικό όραμα. Αυτό που παγιώνει ένα κίνημα στη βάση των ατομικών επιρροών είναι πάντα ένας αρνητικός χαρακτήρας: αυτό που θα εισπραχθεί από αφηρημένες αρνήσεις όπως “κάτω ο καπιταλισμός”, ή «να σταματήσουν οι απολύσεις”, ή “όχι στη λιτότητα”, ή ” κάτω η ευρωπαϊκή τρόικα», οι οποίες δεν έχουν απολύτως κανένα άλλο αποτέλεσμα παρά την προσωρινή συσπείρωση του κινήματος, καθώς όσο πιο συγκεκριμένες είναι οι αρνήσεις και αφού ο στόχος τους είναι ακριβής, τόσο πιο κοντά φέρνουν διαφορετικά στρώματα του πληθυσμού, όπως το “κάτω ο Μουμπάρακ” κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, και μπορούν πράγματι να επιτύχουν ένα αποτέλεσμα, αλλά ποτέ δεν μπορούν να κατασκευάσουν πολιτικές από αυτό το αποτέλεσμα, όπως βλέπουμε σήμερα στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, όπου τα αντιδραστικά θρησκευτικά κόμματα αντλούν τα οφέλη του κινήματος, με το οποίο δεν έχουν καμία πραγματική σχέση.
Κάθε πολιτική κάνει συνταγματικό αυτό που επιβεβαιώνει και προτείνει και όχι αυτό που αρνείται ή απορρίπτει. Μια πολιτική είναι μία ενεργή και οργανωμένη πεποίθηση, μια σκέψη σε δράση που δείχνει ανεπίγνωστες δυνατότητες. Συνθήματα όπως “Αντίσταση!” είναι σίγουρα κατάλληλα για να ενώσουν μεμονωμένα άτομα, αλλά επίσης δημιουργούν τον κίνδυνο να μην συγκροτηθεί τίποτα παραπάνω από ένα χαρούμενο και ενθουσιώδες μείγμα της ιστορικής ύπαρξης και της πολιτικής αδυναμίας, για να γίνει αυτό μόνο και μόνο, καθώς ο εχθρός (ο οποίος είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένος στην πολιτική, στη διανόηση και στη διακυβέρνηση) θα κερδίσει τη μάχη, μια πικρή διπλασιασμένη και στείρα επανάληψη της αποτυχίας.
Δεν βρίσκεται στη μετάδοση ενός αρνητικού συναισθήματος αντίστασης αυτό που χρειάζεται για να υποχρεώσει σε μια σοβαρή υποχώρηση τις αντιδραστικές δυνάμεις, οι οποίες σήμερα επιδιώκουν να διαλύσουν κάθε μορφή σκέψης και δράσης που αρνείται να τους ακολουθήσει. Βρίσκεται στην κοινή πειθαρχία σε μία κοινή ιδέα και στην ολοένα και πιο διαδεδομένη χρήση μιας ομοιογενούς γλώσσας.
Η ανοικοδόμηση μιας τέτοιας γλώσσας είναι μία κρίσιμη επιτακτική ανάγκη. Είναι για το σκοπό αυτό που έχω προσπαθήσει να επαναφέρω, να επαναπροσδιορίσω και να αναδιοργανώσω τα πάντα που σχετίζονται με τη λέξη «κομμουνισμός». Η λέξη «κομμουνισμός» σημαίνει τρία θεμελιώδη πράγματα. Πρώτον, σημαίνει την αναλυτική παρατήρηση σύμφωνα με την οποία, σε δεσπόζουσες κοινωνίες του σήμερα η ελευθερία, με της οποίας τη δημοκρατική φετιχοποίηση είμαστε όλοι εξοικειωμένοι, είναι στην πραγματικότητα εξ ολοκλήρου κυριαρχούμενη από την ιδιοκτησία. «Ελευθερία» δεν είναι τίποτα άλλο, από την ελευθερία να αποκτήσει κάποιος κάθετι εμπορεύσιμο, χωρίς προκαθορισμένο όριο και η δύναμη να κάνει “ό,τι θέλει” μετριέται αυστηρά από την έκταση της εν λόγω εξαγοράς. Κάποιος που έχει χάσει κάθε δυνατότητα να αποκτήσει κάτι που δεν έχει, στην πραγματικότητα δεν έχει κανένα είδος ελευθερίας, όπως εύκολα μπορούμε να δούμε με το παράδειγμα των «περιπλανώμενων» όταν οι Άγγλοι φιλελεύθεροι στην περίοδο της ανόδου του καπιταλισμού τους εκτελούσαν με απαγχονισμό χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Μαρξ στο Μανιφέστο δηλώνει ότι όλες οι προσταγές του κομμουνισμού μπορούν κατά μία έννοια, να συμπτυχθούν σε μία μόνο: την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας.
Στη συνέχεια, ο «κομμουνισμός» σηματοδοτεί την ιστορική υπόθεση σύμφωνα με την οποία δεν είναι απαραίτητο η ελευθερία να κυριαρχείται από την ιδιοκτησία και οι ανθρώπινες κοινωνίες να κατευθύνονται από μία αυστηρή ολιγαρχία των ισχυρών επιχειρηματιών και των υπαλλήλων τους στην πολιτική, στην αστυνομία, στο στρατό και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μια κοινωνία είναι δυνατή όπου κυριαρχεί αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «ελεύθερη ένωση», όπου η παραγωγική εργασία είναι κολλεκτιβοποιημένη, όπου η εξάλειψη των μεγάλων αντιφάσεων (ανάμεσα στην πνευματική και στη χειρωνακτική εργασία, ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες, ανάμεσα στη διοίκηση και την εργασία, κλπ), είναι σε εξέλιξη και όπου οι αποφάσεις που αφορούν όλους μας είναι πραγματικά υπόθεση όλων μας. Θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε αυτήν την ισότιμη δυνατότητα ως αρχή της σκέψης και της δράσης μας και να μην την αφήσουμε να διαφύγει.
Τέλος, ο «κομμουνισμός» υποδηλώνει την ανάγκη για μια διεθνή πολιτική οργάνωση. Προσπαθεί να βάλει σε κίνηση έναν επινοητικό τρόπο σκέψης, να κατασκευάσει μια δύναμη στο εσωτερικό κάθε δεδομένης κατάστασης. Ο στόχος είναι η εξουσία αυτή να είναι ικανή να κάμψει το πραγματικό προς την κατεύθυνση που προβλέπει η συνδυασμένη χρήση των αρχών με την ενεργή υποκειμενικότητα όλων όσων έχουν τη βούληση να μετατρέψουν την εν λόγω κατάσταση.
Η λέξη «κομμουνισμός» ονομάζει έτσι την πλήρη διαδικασία με την οποία η ελευθερία έχει απελευθερωθεί από μη ισότιμη υποταγή στην ιδιοκτησία. Ότι αυτή η λέξη συγκεντρώνει την πιο πεισματική αντίδραση από τους εχθρούς μας, έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν μπορούν να αντέξουν αυτή τη διαδικασία, η οποία θα καταστρέψει πράγματι την ελευθερία τους, τον κανόνα ο οποίος καθορίζεται από την ιδιοκτησία. Αν αυτό είναι που απεχθάνονται οι εχθροί μας πιο πολύ απ΄ όλα, τότε αυτή η εκ νέου ανακάλυψη, είναι αυτή με την οποία πρέπει να ξεκινήσουμε.”