Η μετάγγιση αίματος και προϊόντων του αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της παρεχόμενης φροντίδας υγείας αντι-προσωπεύοντας μία από τις πιο συχνές ιατρικές πράξεις. Η μετάδοση Ηπατίτιδας C και AIDS τη δεκαετία του 1980/90 σε χιλιάδες αποδέκτες μεταγγίσεων αίματος και παραγώγων πλάσματος οδήγησε σε αποφάσεις και μέτρα που κατά κύριο λόγο καθοδηγήθηκαν από το φόβο. Κυρίαρχη άποψη στα κέντρα αποφάσεων ήταν και είναι η «αρχή της προφύλαξης», θεωρώντας ότι η λήψη προληπτικών μέτρων ασφάλειας δε χρειάζεται να δικαιολογείται από επιστημονικές αποδείξεις κινδύνου (εκτός και εάν είναι διαθέσιμες αποδείξεις έλλειψης του κινδύνου).
Στην εποχή μας ελλοχεύουν δύο σημαντικοί κίνδυνοι:
- αυτός της «δραματοποίησης» και
- αυτός της «υποεκτίμησης» των κινδύνων από τη μετάγγιση.
Και οι δύο, με διαφορετικό τρόπο, οδηγούν σ’ έναν επιπλέον ασυγχώρητο κίνδυνο: αυτόν της επένδυσης σε πανάκριβες τεχνολογίες, οι οποίες οδηγούν σε απορρόφηση όλων των διαθέσιμων κονδυλίων, σε μία προσπάθεια να βρισκόμαστε σε σύμπλευση με τις πλούσιες χώρες πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο τρόπος για να επιτευχθεί ο στόχος τους ασφαλούς αίματος.
Έτσι όμως, μπορεί να στερούνται απαραίτητα κονδύλια από την προσέλκυση, διατήρηση και εκπαίδευση των εθελοντών αιμοδοτών, από την εκπαίδευση των ιατρών και τέλος από την οργάνωση των υπηρεσιών αιμοδοσίας, οι οποίες αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός ασφαλούς συστήματος αιμοδοσίας.
Κώστας Σταμούλης, ΕΚΕΑ