«Όταν η ΕΕ, ως κεντρικός παράγοντας στην αντιμετώπιση της κρίσης, λάμβανε αποφάσεις για την οικονομική διακυβέρνηση στα κράτη – μέλη και όταν η τρόικα έθετε όρους για τα πακέτα διάσωσης και τις δανειακές συμβάσεις, θα έπρεπε να είχαν λάβει καλύτερα υπόψη τους τις επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας πάνω στα ανθρώπινα δικαιώματα», σημείωσε ο Επίτροπος σε έκθεσή του και κάποιοι ίσως να σκέφτηκαν ότι πρόκειται για έναν λόγο ομολογίας, έναν λόγο που μας απαλλάσει από την αδρανάνεια, έναν λόγο που θα μας γλυτώσει από την αγωνία. Ένα ενεργό σημείο που θα δώσει μια απάντηση στην Ελλάδα που διερωτάται: “τι θα γίνει τώρα?”
Ο κ. Μουίζνιεκς με τα ατσαλάκωτα πτυχία του και τα ατσαλάκωτες θέσεις εργασίας του, η μία πιο υψηλόβαθμη από την άλλη, η κάθε μία πιο κρατική και θεσμική από την προηγούμενη, δεν έκανε τίποτα πρωτότυπο, ριζοσπαστικό ή αλληλέγγυο όταν σημείωσε «από τις εθνικές αποφάσεις σχετικά με τα μέτρα λιτότητας και τα διεθνή πακέτα διάσωσης απουσιάζει η διαφάνεια, η συμμετοχή του κοινού και η δημοκρατική λογοδοσία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι επαχθείς όροι εμπόδισαν τις κυβερνήσεις στο να επενδύσουν σε βασικά προγράμματα για κοινωνική προστασίας,υγεία και εκπαίδευση».
Ίσα ίσα ο κ. Μουίζνιεκς γνώστης της επικοινωνίας, του διεθνούς περιβάλλοντος και των υψηλόβαθμων θέσεων, έχοντας να αντιπαλέψει την χρόνια τώρα ολοένα και μεγαλύτερη δυσφορία για την έλλειψη δημοκρατικότητας εντός της Ευρωζώνη, την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη, τις πρόσφατες συζητήσεις για πιθανή συντεταγμένη της διάλυση, οικοδομεί με καίριες και εύστοχες δηλώσεις, μία επιτυχημένη θητεία ως Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Έτσι, τα συμπεράσματα της έκθεσής του δεν είναι διαφορετικά από άλλα προηγούμενα στο ύφος, ούτε απομακρύνονται από τα πλαίσια των γνωστών θέσεων της ΕΕ, απλά επισημαίνουν τα γνωστά και αυτονόητα πλέον περί κρίσης.
Στις συστάσεις του ο Επίτροπος αναφέρεται προς τα εθνικά κοινοβούλια και κάνει γενικές υποδείξεις για θέματα που αφορούν τη διαφάνεια, τον προϋπολογισμό, τις κοινοβουλευτικές επιτροπές, τις εθνικές δομές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη διεξαγωγή συστηματικών αξιολογήσεων για τις επιπτώσεις της κρίσης στα ανθρώπινα δικαιώματα, την προώθηση της ισότητας και την καταπολέμηση των διακρίσεων και του ρατσισμού, την εξασφάλιση μίας βάσης κοινωνικής προστασίας για όλους, το δικαίωμα στην αξιοπρεπή εργασία. Αν αφαιρέσει κανείς τις φράσεις που αναφέρονται στην ύπαρξη της κρίσης, ο κ. Μουίζνιεκς επαναλαμβάνει τα γνωστά πεδία στα οποία η ΕΕ χρόνια τώρα, δεν έχει καταφέρει να σημειώσει επιτυχίες ανάλογες των κονδυλίων που δαπανά και της γραφειοκρατίας που συντηρεί.
Αν κάποιος θελήσει να μιλήσει για αυτά, μπορεί να το κάνει πιο εύστοχα, ανατρέχοντας στο έγγραφο αξιολόγησης (των υπηρεσιών της Επιτροπής) του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων και σταθερότητας του 2013 για την Ελλάδα, με εισηγητή τον κ. Jahier, όπου στα συμπεράσματά του επισημαίνει ότι “ το περιορισμένο σύστημα κοινωνικών παροχών στην Ελλάδα έρχεται σε αντίθεση με τα συστήματα σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ και αδυνατεί να μειώσει το υψηλό ποσοστό φτώχειας.”
Εάν πάλι κάποιος πιστέψει ότι ο Επίτροπος έκανε κάτι πάρα πολύ ριζοσπαστικό υπενθυμίζοντας στις εθνικές κυβερνήσεις τις υποχρεώσεις τους μάλλον θα βρει πιο “αποκαλυπτική” την επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (19.9.2013), όπου αναφέρει απερίφραστα το πλαίσιο αυτών των μέτρων: “Σήμερα υπάρχουν 26 εκατομμύρια άνεργοι και 120 εκατομμύρια άτομα που πλήττονται από τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό στην ΕΕ. To Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπογράμμισε πρόσφατα την ανάγκη για «ένα κοινωνικό σύμφωνο για την Ευρώπη», για «πρότυπα αναφοράς στους τομείς της απασχόλησης και της κοινωνικής πολιτικής», υπό την προϋπόθεση της «δεσμευτικής εποπτείας της δημοσιονομικής πειθαρχίας».
Ή ακόμη να δει πιο προσεκτικά τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 14ης και 15ης Μαρτίου 2013, στην Ετήσια Έκθεση για την Ανάπτυξη, όπου σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Henri Malosse, η ΕΕ θα πρέπει να αναλάβει πιο αποφασιστική και απτή δράση όσον αφορά τη μείωση και την εξάλειψη της φτώχειας και για τον σκοπό αυτό απαιτείται μια καλύτερη δέσμη δεικτών σε επίπεδο ΕΕ με στόχο τη μέτρηση της φτώχειας και την εξασφάλιση της ορθής παρακολούθησης και της ενδεχόμενης διόρθωσης των Εθνικών Προγραμμάτων Μεταρρυθμίσεων και των μέτρων λιτότητας που πιθανόν να επιδεινώσουν την φτώχεια και να υπονομεύσουν την ανάκαμψη.
Τι καινούριο λοιπόν ή διαφορετικό πρόσθεσε η θέση Μουίζνιεκς? Και καθώς ο κ. Μουίζνιεκς δεν κάνει κανέναν λόγο για τις ευθύνες και το ρόλο της ΕΕ, θα μπορούσε τουλάχιστον να εγγυθεί από τη θέση του Επιτρόπου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, ότι όλα αυτά τα μέτρα “ορθής παρακολούθησης”, “αυστηρού ελέγχου”, “δεσμευτικής εποπτείας”, της “ενδεχόμενης διόρθωσης”, τα οποία θα εκπορεύονται από την ΕΕ, όχι μόνο δε θα πλήττουν, αλλά θα λαμβάνουν υπόψη τους τα ανθρώπινα δικαιώματα? Αυτό θα ήταν ίσως μια δήλωση με κάποια σημασία στο λάθος ερώτημα “τι θα γίνει τώρα?”. Μέχρι να καταφέρουμε να διατυπώσουμε το σωστό ερώτημα “τι θα κάνουμε τώρα?”