Την προηγούμενη εβδομάδα η Αργεντινή υποτίμησε το ‘επίσημο’ πέσο κατά 15%, ενώ το ‘ανεπίσημο’, ή ‘μπλε΄, πέσο υποχώρησε ακόμη περισσότερο. Η κίνηση αυτή έφερε με μιας αναταραχή στις αγορές συναλλάγματος και άλλων αναπτυσσομένων χωρών, όπως η Τουρκία, η Νότια Αφρική και η Βραζιλία. Η ένταση που από μήνες έχει συσσωρευτεί στις διεθνείς συναλλαγές των αναπτυσσομένων χωρών φαίνεται ότι οδηγεί σε νέα συναλλαγματική και χρηματοπιστωτική κρίση, της οποίας η Αργεντινή ίσως αποδειχθεί ο καταλύτης. Οι κεντρικές τράπεζες της Ινδίας και της Νότιας Αφρικής ήδη ανέβασαν τα επιτόκια για να προστατεύσουν τα νομίσματά τους. Εκεί όμως που τα πράγματα πηγαίνουν ταχέως προς κρίση είναι η Τουρκία, όπου η κεντρική τράπεζα την Τρίτη εκτόξευσε το επιτόκιο των ρέπος από 4,5% σε 10% και το επιτόκιο του βραχυπρόθεσμου δανεισμού από 7,75% σε 12% σε μια προσπάθεια να σταματήσει την καθίζηση της λίρας.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες ωθούνται σε κρίση για μια ακόμη φορά λόγω της δομής του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και το ρόλου των ΗΠΑ σ’ αυτό. Η γιγαντιαία κρίση του 2007-9 έπληξε μεν τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά το βάρος έπεσε στις χώρες του ώριμου καπιταλισμού και κυρίως στις ΗΠΑ. Για την αντιμετώπιση της κρίσης κινητοποιήθηκαν οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες για περίπου τέσσερα χρόνια δημιούργησαν τεράστια ποσά ρευστότητας με στόχο τη διάσωση των τραπεζών και την αποτροπή βαθιάς ύφεσης. Τα ποσά είναι ιλιγγιώδη. Μόνο στις ΗΠΑ ο Μπεν Μπερνάνκε έχει διαθέσει περίπου 3 τρις δολάρια οδηγώντας τα επιτόκια κοντά στο 0%. Στην ουσία πρόκειται για τεράστια κρατική στήριξη των ιδιωτικών τραπεζών, οι οποίες, αφ’ ενός, απολαμβάνουν πρόσβαση σε πάμφθηνο ρευστό και, αφ’ ετέρου, μπορούν να δανείσουν με υψηλότερο επιτόκιο εξασφαλίζοντας κέρδη. Η κρατική αυτή στήριξη είναι και ο κύριος λόγος ανάκαμψης του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά την κρίση του 2007-9 που σχεδόν έφερε την ολική του καταστροφή.
Μέρος του πάμφθηνου χρήματος, όπως ήταν φυσικό, κατέληξε στις αγορές των αναπτυσσομένων χωρών. Οι ροές κεφαλαίων ανέκαμψαν δυναμικά μετά το 2009 και οι αναπτυσσόμενες χώρες βρέθηκαν ξανά να έχουν στη διάθεσή τους μεγάλη ρευστότητα από το εξωτερικό. Όταν το χρήμα είναι φθηνό, αυτός που το δανείζεται δε δίνει ιδιαίτερη σημασία στο που θα το επενδύσει. Ακόμη και στην κατεστραμμένη Ελλάδα έφθασαν τα απόνερα αυτού του κύματος ρευστότητας, κάνοντας διάφορους να μιλούν για κάποιον (πολύ καλά) κρυμμένο δυναμισμό της οικονομίας που ‘βλέπουν οι ξένοι’.
Πολλά πράγματα έχουν φυσικά αλλάξει στις αναπτυσσόμενες χώρες από την τελευταία μεγάλη τους κρίση, αυτή του 1997-2001. Οι ισοτιμίες είναι πλέον μεταβαλλόμενες και όχι προσδεδεμένες στο δολάριο, υπάρχουν μεγάλα αποθεματικά συναλλάγματος (κυρίως δολαρίου) και έχουν εμφανιστεί μεγάλες εγχώριες αγορές ομολόγων, έχει δηλαδή προχωρήσει η χρηματιστικοποίηση. Η κυριότερη βέβαια διαφορά είναι η εμφάνιση της Κίνας ως τεράστιας αγοράς πρώτων υλών που έχει επιτρέψει σε αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες να σημειώσουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για χρόνια.
Αλλά η ιδέα ότι οι χώρες αυτές αποτελούν σίγουρη και προσοδοφόρα επένδυση για το φθηνό χρήμα από τις ΗΠΑ και αλλού είναι φυσικά μύθος. Οι αναπτυξιακοί τους ρυθμοί εξαρτώνται από εξωγενείς παράγοντες, ο κυριότερος των οποίων είναι η κινεζική ζήτηση. Από το 2012 και μετά οι επιδόσεις πολλών αναπτυσσομένων χωρών είναι κάτω του μετρίου, καθώς υποχωρεί η ανάπτυξη της Κίνας. Η προβληματικοί ρυθμοί ανάπτυξης δημιουργούν κίνδυνο βίαιης αντιστροφής των εισροών ξένων κεφαλαίων γεννώντας κρίση. Η ανακοίνωση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας το Δεκέμβριο του 2013 ότι πλέον θα περιορίσει τη δημιουργία υπερβολικά φθηνού χρήματος, επέτεινε την ανησυχία για εμφάνιση νέας παγκόσμιας κρίσης που ίσως χαρακτηριστεί από κατάρρευση των ισοτιμιών και εμφάνιση ύφεσης. Αυτό ήταν το κλίμα μέσα στο οποίο η Αργεντινή υποτίμησε το πέσο δραστικά γιγαντώνοντας την αναταραχή στις αγορές συναλλάγματος των αναπτυσσομένων χωρών.
Το παράδοξο είναι ότι οι παράγοντες που καθόρισαν την απόφαση της Αργεντινής μικρή σχέση έχουν με αυτούς που επηρεάζουν την πορεία των υπολοίπων αναπτυσσομένων χωρών. Τα χρόνια που πέρασαν η Αργεντινή δεν είχε σημαντικές εισροές ξένου κεφαλαίου. Πως θα μπορούσε άλλωστε, αφού το 2001 έκανε παύση πληρωμών και μετά δραστική διαγραφή του χρέους της; Παρά τη συμφωνία που τελικά επήλθε, η χώρα δεν κατόρθωσε να επιστρέψει κανονικά στις αγορές και ο λόγος είναι τα λεγόμενα ‘όρνεα’ των αγορών, κυρίως η εταιρεία Έλιοτ που κατέχει σημαντικό όγκο παλαιών ομολόγων, απαιτεί πλήρη αποπληρωμή και δε δέχεται το διακανονισμό που οι άλλοι δανειστές αποδέχθηκαν. Τα ‘όρνεα’ αυτά έχουν πρόσφατα κερδίσει δικαστικές αποφάσεις στα αμερικανικά δικαστήρια και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν δεν επιτρέπει στην Αργεντινή να επιδιώξει νέο δανεισμό.
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι λοιπόν η αντιστροφή των διεθνών κεφαλαιακών ροών, αλλά η μεγάλη έξοδος εγχώριου κεφαλαίου. Εδώ τα πράγματα γίνονται πολύπλοκα και χρειάζεται προσοχή, Το πρώτο που πρέπει να λεχθεί είναι ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι αποτέλεσμα της παύσης πληρωμών του 2001, όπως βιάστηκαν να πουν με τη γνωστή τους χαιρεκακία οι μνημονιακοί κύκλοι στην Ελλάδα. Είναι γνωστό εξάλλου ότι από το 2010 και μετά δεν έχει υπάρξει ευκαιρία να ειπωθεί κάτι κακό για την Αργεντινή που να έχει αφεθεί ανεκμετάλλευτη από τους μνημονιακούς. Η επωδός είναι πάντα η ίδια: ευτυχώς που δεχθήκαμε την Τρόικα και δεν κάναμε του κεφαλιού μας, όπως η Αργεντινή. Ουδεμία σχέση έχει όμως αυτή η αποστροφή με την πραγματικότητα. Μετά την παύση πληρωμών και τη βαθιά κρίση του 2002, η Αργεντινή γνώρισε την πιο επιτυχημένη δεκαετία ανάπτυξης στην ιστορία της που συγκρίνεται μόνο με την Κίνα.
Ο μοχλός ανάκαμψης ήταν η ανάκτηση της εγχώριας αγοράς, αλλά και η έντονη άνοδος των εξαγωγών. Κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Οι εξαγωγές της Αργεντινής ήταν το 2013 κατά 60% βασισμένες στο αγροτικό τομέα που κυριαρχείται από μεγάλα επιχειρηματικά συγκροτήματα. Οι εισαγωγές, από την άλλη, είναι κατά 80% προϊόντα του δευτερογενούς τομέα. Η χώρα έχει παρουσιάσει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα συνεχώς από το 2003, αλλά τα πλεόνασμα φθίνει, ιδίως το τελευταίο διάστημα. Ο λόγος φαίνεται να είναι η απομείωση της ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων λόγω της ανόδου του πληθωρισμού που πλέον είναι πάνω από 20%. Τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, ως εκ τούτου, πιέζουν από καιρό για μέτρα περιορισμού του πληθωρισμού. Παράλληλα, δεν προχωρούν σε ρευστοποίηση εξαγωγών σόγιας που έχουν ήδη συμφωνηθεί – ύψους 4δις – αλλά προτιμούν να περιμένουν κερδοσκοπώντας με την προοπτική της υποτίμησης.
Τα αγροτικά συμφέροντα σε συμμαχία με το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο που επιδιώκει την ‘εξομάλυνση’ του χρέους και τη επιστροφή της χώρας στις ‘φυσιολογικές’ δραστηριότητες των παγκοσμίων αγορών, έχουν σταδιακά δημιουργήσει συνθήκες πολιτικής αναταραχής, με μοχλό την άνοδο του πληθωρισμού την τελευταία διετία. Το αποτέλεσμα είναι έντονη κοινωνική ανησυχία ότι η χώρα κινδυνεύει με κατάρρευση, πράγμα που οδηγεί σε διαρροή κεφαλαίων και άρα σε μεγάλη απώλεια συναλλαγματικών αποθεμάτων. Από περίπου 50δις δολάρια προ διετίας, τα αποθέματα έχουν πέσει κάτω από 30δις σήμερα. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η Αργεντινή συνεχίζει να κάνει πληρωμές στο χρέος της από τα αποθέματά της. Δεδομένου ότι η χώρα δεν έχει πρόσβαση στις αγορές, η ανησυχία της κοινωνίας συντείνει στην εμφάνιση κρίσης.
Στο στόχαστρο των εγχώριων συντηρητικών δυνάμεων, αλλά και των διεθνών καλοθελητών που έχουν ξεσπαθώσει, είναι η ριζοσπαστική κατεύθυνση που έχει πάρει η Αργεντινή τα τελευταία χρόνια, παρά τις αναμφίβολες αδυναμίες της. Το ζητούμενο είναι να φανεί ότι ‘δεν υπάρχει άλλος δρόμος’, ότι όποιος πάει κόντρα ‘στις αγορές’ καταστρέφεται. Η πίεση που δέχεται η κυβέρνηση Φερνάντες και ειδικά ο υπουργός Οικονομικών, Άξελ Κισιλόφ, είναι τεράστια. Δυστυχώς δεν υπάρχουν ακόμη ενδείξεις ότι θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις πιέσεις και κινούμενοι ριζοσπαστικά. Η υποτίμηση που πρόσφατα ανακοινώθηκε, όπως και η μερική άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, αποτελούν υποχώρηση που δεν πρόκειται να λύσει το εγχώριο πρόβλημα.
Θα είναι σφάλμα και ήττα των εναλλακτικών δυνάμεων παγκοσμίως, αν η κυβέρνηση Φερνάντες προχωρήσει σε συντηρητικές μεθόδους ελέγχου του πληθωρισμού, με περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική και άλλα μέτρα που θα κάνουν την Αργεντινή μια ακόμη ‘φυσιολογική’ χώρα του παγκόσμιου συστήματος. Έχει απόλυτη σημασία να ληφθούν μέτρα δραστικά που θα λύσουν την κρίση προς όφελος των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων περιορίζοντας το επιθετικό εγχώριο κεφάλαιο. Από τις αποφάσεις που θα λάβει το Μπουένος Άιρες θα εξαρτηθούν πολλά και για το πώς οι άλλες αναπτυσσόμενες χώρες θα αντιμετωπίσουν τη νέα κρίση που τους επιφυλάσσει το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.