Θυμίζω δύο βασικά δεδομένα. Πρώτο, δεν είναι αληθές ότι βγαίνουμε από το Μνημόνιο. (α) Μόλις προ ολίγων ημερών συμφωνήθηκε η 4η επικαιροποίηση του δευτέρου Μνημονίου, η οποία προβλέπει δημοσιονομικά μέτρα για το 2015 και για το 2016 και, άρα, το «Μνημόνιο που έληξε» είναι το Μνημόνιο που ανανεώθηκε για δύο χρόνια. (β) Ετσι ή αλλιώς, επίσης, το Μνημόνιο ισχύει ως υποχρέωση έναντι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έως το πρώτο τρίμηνο του 2016, διότι έως τότε θα δανειζόμαστε με δόσεις από το ΔΝΤ τα περίπου 16 δισ. ευρώ που απομένουν –εκτός κι αν βγούμε στις αγορές για 16 δισ. ευρώ με μη βιώσιμα επιτόκια, όπερ αποκλείεται.
Το πραγματικό ερώτημα είναι αν θα χρειαστούμε και νέο Μνημόνιο για τα μετέπειτα χρόνια ή όχι. Με τους επίσημους υπολογισμούς, η χώρα καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της έως τα μέσα του 2015 και, υπό προϋποθέσεις, έως τα μέσα του 2016. Οι προϋποθέσεις είναι τέσσερις: Να μη χρειαστούν οι τράπεζες τα 11 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ώστε αυτά να μεταφερθούν στην αποπληρωμή χρέους, να βγούμε στις αγορές για μικρά ποσά έως 5 δισ. ευρώ, να πετυχαίνουμε τους δύσκολους στόχους για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και, τέλος, να εισπράττονται τα προγραμματισμένα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις.
Αν αυτά (ή, σε ορισμένα θέματα, άλλα ισοδύναμα…) επιτευχθούν, η χώρα θα μπορέσει να ακολουθήσει το υπόδειγμα της Ιρλανδίας, να αναζητήσει από τις αγορές δάνεια και, αντί νέου Μνημονίου, να υπόκειται σε μια αυστηρή επιτήρηση έως ότου αποπληρώσει το 75% του δημοσίου χρέους της. Αν δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει να τα καταφέρει (όχι απίθανο, αφού διατυπώνονται αμφιβολίες ακόμη και για την Πορτογαλία που είναι σε πολύ καλύτερη θέση οικονομικά αλλά και από άποψη πολιτικής κουλτούρας…), τότε η χώρα μας θα χρειαστεί τη στήριξη του ευρωπαϊκού μηχανισμού ESM προκειμένου να βγαίνει στις αγορές μόνο για μικρά ποσά. Υποστήριξη του ESM σημαίνει ότι θα έχουμε μια ανοικτή γραμμή πίστωσης από αυτόν, ώστε να μας χρηματοδοτεί αν/εφόσον δεν μπορέσουμε κάποια φορά να δανειστούμε από τις αγορές. Αυτή η στήριξη, η γραμμή πίστωσης από τον ESM, προϋποθέτει νέο Μνημόνιο και τακτικούς ελέγχους – όπως σήμερα. Λοιπόν, δεν βγαίνουμε από το Μνημόνιο, αν θα μπούμε και σε νέο ή όχι είναι ανοικτό θέμα.
Δεύτερο, δεν είναι ακριβές ότι ο κύκλος που άνοιξε τον Απρίλιο 2010 (όταν οι αγορές μας κλείδωσαν απέξω) κλείνει τώρα, επειδή θα δανειστούμε 2-3 δισ. ευρώ για 5ετία με 5,5% επιτόκιο, ενώ το δημόσιο χρέος είναι 321 δισ. (175,5% του ΑΕΠ).
Στις διεθνείς αγορές υπάρχει πληθώρα κεφαλαίων, εξαιτίας της χαλαρής πολιτικής που ακολουθούν μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου για να στηρίξουν τη διεθνή ανάκαμψη. Η συγκυρία είναι εξαιρετικά ευνοϊκή. Μάλιστα, υπάρχουν αρκετές αναλογίες με τη συγκυρία της προηγούμενης 10ετίας, όταν η χώρα εύκολα δανειζόταν (παρά τη διεθνή κρίση και την εσωτερική κραιπάλη…) 43,5 δισ. το 2008 και 63,8 δισ. ευρώ το 2009. Οπως ήρθαν, έτσι κι έφυγαν τα διεθνή κεφάλαια. Λειτουργούν ως αγέλη, υποτιμούν ή υπερτιμούν τον κίνδυνο, δεν είναι πιο έξυπνα από την πολιτική και τους θεσμούς της – βεβαίως, κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του…
Σήμερα, λοιπόν, δεδομένου ότι έχει φύγει από το τραπέζι το Grexit, έχει μηδενιστεί το δίδυμο έλλειμμα (όπως και όσο…) και η απόδοση των ελληνικών ομολόγων είναι πολύ υψηλή, ουδείς κερδοσκόπος ή συνετός αποταμιευτής θα έχανε την ευκαιρία να τα αγοράσει. Αυτό, είναι το εύκολο. Το δύσκολο είναι να αρχίσουμε να προσελκύουμε διεθνή ιδιωτικά κεφάλαια με τρόπο σταθερό, ώστε σταδιακά να προσελκύσουμε όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά (το σημαντικό…) και μακροπρόθεσμα κεφάλαια. Αυτά προσφέρονται να αξιοποιηθούν για να βγούμε από την κρίση, για την οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης και βιώσιμων θέσεων εργασίας.
Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Αυτά, δηλαδή, που χρειαζόμαστε ώστε να αξιοποιήσουμε τα διεθνή κεφάλαια (τα λεφτά…) που υπάρχουν. Είναι η διαμόρφωση συνεκτικού σχεδίου ανασυγκρότησης, η άρση των αβεβαιοτήτων που προκαλούνται από το άρρωστο πολιτικό σύστημα και η συνακόλουθη παρατεταμένη προσδοκία εθνικών εκλογών, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον δημοκρατικό χαρακτήρα και την ποιότητα της διακυβέρνησης, η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών, η σταθερότητα της φορολογικής και δημοσιονομικής πολιτικής, η αποκατάσταση της ισονομίας, της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης.
Με άλλα λόγια, το δύσκολο είναι το αίσθημα εμπιστοσύνης της κοινωνίας στην πολιτική και στον εαυτό της. Η εμπιστοσύνη, όμως, κατερειπώνεται καθημερινά. Γι’ αυτό, ο κύκλος της κρίσης δεν κλείνει – όσα κι αν αντλήσουμε από τις αγορές. Αναπαράγεται.