Στις μέρες που διανύουμε η Τουρκία καταφεύγει για μια ακόμη φορά στη γνώριμη πολιτική προκλήσεων μέσω της αποστολής πλοίων σε περιοχές που η ίδια θεωρεί αμφισβητήσιμες. Ο λόγος γίνεται βεβαίως για την αποστολή του ερευνητικού πλοίου Μπαρμπαρός μέσα στην ΑΟΖ ενός κυρίαρχου κράτους, μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ, όπως η Κύπρος.
Με την παραπάνω πρακτική είναι σαφές ότι η Τουρκία προσπαθεί να δημιουργήσει τετελεσμένα. Στην πραγματικότητα βεβαίως κανένα σοβαρό τετελεσμένο δεν δημιουργείται με τη διέλευση ενός πλοίου σε μια περιοχή. Αυτό θα συνέβαινε μόνο αν η Τουρκία έστηνε μια εξέδρα άντλησης υδρογονανθράκων εντός της Κυπριακής ΑΟΖ, αλλά προφανώς αυτό δεν μπορεί να γίνει μονομερώς. Τί λοιπόν ακριβώς επιδιώκει η Τουρκία και σε τί αποσκοπούν οι ενέργειες αυτές;
Η αποστολή του ερευνητικού πλοίου Μπαρμπαρός στην παρούσα φάση θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια απονενοημένη τουρκική αντίδραση, η οποία πιθανότατα αποσκοπεί στην πρόκληση ενός ελεγχόμενου θερμού επεισοδίου. Μέσω αυτού και με τις αναπόφευκτες διευθετήσεις που θα επέρχονταν, η Τουρκία ελπίζει ότι θα είχε την ευκαιρία να κάτσει σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων και να αποσπάσει μερίδιο στον ορυκτό πλούτο της Κύπρου.
Τα παραπάνω δεν πρέπει βέβαια να μας κάνουν να αποδεχτούμε ούτε να συνηθίσουμε τις τουρκικές προκλήσεις, οι οποίες συστηματικά θεμελιώνουν μια «έργω» αμφισβήτηση των θαλασσίων συνόρων της Ελλάδας και της Κύπρου. Θα πρέπει όμως να αξιολογηθούν κατάλληλα, ώστε να μην παίξουμε στο γήπεδο που «στήνει» η Τουρκία (στο πλαίσιο μιας σειράς σοβαρών προβλημάτων που η ίδια αντιμετωπίζει). Επίσης θα πρέπει να αξιοποιηθούν για να βγουν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Το πρώτο συμπέρασμα που θα πρέπει να βγάλει η διεθνής κοινή γνώμη και να προβάλουν δεόντως η ελληνική και η κυπριακή πλευρά είναι ότι με τη πρακτική αυτή η Τουρκία αποκαλύπτει κάτι σημαντικό: ότι η διεθνής συμπεριφορά της έχει πολύ ευρύτερες επιδιώξεις ακόμη και από αυτές που η ίδια προφασίζεται, δηλαδή την δήθεν υπεράσπιση των δικαιωμάτων των τουρκοκυπρίων. Στην πραγματικότητα η Τουρκία με τις πράξεις της μάς λέει ότι επιδιώκει την κατάλυση της κυριαρχίας και εν τέλει της κρατικής οντότητας ενός ελευθέρου κράτους, του οποίου ήδη από το 1974 κατέχει μετά από βάναυση εισβολή μεγάλο τμήμα του. Πώς αλλιώς να δικαιολογηθεί η παραβίαση της ΑΟΖ της ελεύθερης νότιας Κύπρου που καμία σχέση δεν έχει με την Τουρκία; Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει κανείς να αναρωτηθεί και τί είδους λύση θα μπορούσε να επιτευχθεί στο κυπριακό με τη συναίνεση της τουρκικής πλευράς, δεδομένων αυτών των προθέσεων;
Το δεύτερο συμπέρασμα αφορά την κυπριακή και πρωτίστως την ελληνική πλευρά: Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει η στωική αναμονή της υλοποίησης του μνημονίου, το οποίο καταστρέφει πολύπλευρα το εθνικό δυναμικό, και να αναζητηθεί μια διέξοδος ανάκτησης βαθμών ελευθερίας στην άσκηση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Μια τέτοια υπέρβαση προϋποθέτει βεβαίως μια εθνική συνεννόηση, η οποία όσο αδύνατη φαίνεται υπό τις παρούσες συνθήκες, άλλο τόσο είναι αναγκαία. Αν αυτό δεν μπορούν να το επιτύχουν οι ελληνικές ηγεσίες, θα πρέπει να το επιβάλει ο ελληνικός λαός, ο οποίος έχει και την τελική ευθύνη. Σε αυτόν ανήκει αυτή η γη, οι δικοί του πρόγονοι θυσιάστηκαν για να την ελευθερώσουν και τα δικά του παιδιά θα υποστούν τις συνέπειες μια εκτροπής. Ήλθε λοιπόν ο καιρός – και όσο ακόμη υπάρχει καιρός – ο ελληνικός λαός να αναλάβει τις ευθύνες του, έστω και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αντικαταστήσει τις υπάρχουσες ηγεσίες με νέες. Πάνω από όλα όμως πρέπει πλέον να γίνει κατανοητό ότι από εδώ και εμπρός απαιτείται εθνική επαγρύπνιση και καθολική ελληνική συσπείρωση, προτού επισυμβούν νέες καταστροφές…
Αναστάσιος Λαυρέντζος