Συνεχώς αυξάνεται η λίστα των ασθενών που χρειάζονται νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας εξαιτίας των επιπλοκών της γρίπης, το κύμα της οποίας έχει «χτυπήσει» με ιδιαίτερη ένταση και τη χώρα μας, ενώ ήδη αρκετοί ασθενείς έχουν χάσει τη ζωή τους.
Το χρόνιο πρόβλημα έλλειψης κλινών ΜΕΘ, καθώς δεν υπάρχει το απαραίτητο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό έρχεται και πάλι στο προσκήνιο, λόγω της αυξημένης νοσηρότητας, ενώ οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς ασθενείς σε βαριά κατάσταση αναγκάζονται να νοσηλευτούν σε κοινούς θαλάμους με φορητούς αναπνευστήρες.
Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα των εντατικολόγων, οι ασθενείς οι οποίοι χρειάζονται νοσηλεία σε ΜΕΘ αλλά τελικώς δεν μεταφέρονται, έχουν διπλάσιο κίνδυνο να πεθάνουν, ενώ εδώ και χρόνια έχει επισημανθεί πως οι ανάγκες μας σε κρεβάτια ΜΕΘ είναι ακριβώς τα διπλάσια.
Στην Αττική, όπως καταγγέλλει και η Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας Πειραιά, η κατάσταση είναι δραματική το τελευταίο διάστημα, καθώς η λίστα αναμονής καθημερινά για την εύρεση κλίνης ΜΕΘ μετρά μέχρι και 40 ασθενείς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον ερχόμενο Οκτώβριο μέχρι και τον Δεκέμβριου λήγουν σταδιακά και οι συμβάσεις 190 νοσηλευτών και 40 γιατρών του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων που στελεχώνουν κλίνες ΜΕΘ και αν δεν υπάρξει άμεση παρέμβαση θα μειωθούν περαιτέρω οι κλίνες Εντατικής Θεραπείας που λειτουργούν, με δραματικές επιπτώσεις στη Δημόσια Υγεία.
Επιπλέον σοβαρό πρόβλημα υπάρχει, λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης από το υπουργείο Υγείας, με το σύστημα επιτήρησης των σοβαρών ασθενών εξαιτίας της γρίπης που θα πρέπει να μεταφερθούν για νοσηλεία από μια απλή κλίνη σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Η σύμβαση του ΚΕΕΛΠΝΟ με το Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Γρίπης Βόρειας Ελλάδας δεν έχει πάρει έγκριση για παράταση, με αποτέλεσμα να σημειώνονται προβλήματα στην υποτυποποίηση των στελεχών γρίπης που απομονώνονται στην περιοχή, ενώ δεν έχει συναφθεί και σύμβαση για φέτος με τον Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Γρίπης Νότιας Ελλάδας.
Είναι τραγικό ότι στην περίοδο της οικονομικής κρίσης αυτό έχει αποτέλεσμα να αναγκάζονται οι νοσηλευόμενοι για γρίπη σε ΜΕΘ, είτε οι ίδιοι είτε το νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύονται, να πληρώνουν για την εξέταση των δειγμάτων τους το ποσό των 38 ευρώ ανά δείγμα. Λόγω οικονομικών εκκρεμοτήτων από την περσινή χρονιά, οι εξετάσεις δεν καλύπτονται από το ΚΕΕΛΠΝΟ, ενώ οι υπεύθυνοι του Εργαστηρίου στο Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ αναμένουν νέα εντολή από το Κέντρο. Παράλληλα και οι υπεύθυνοι του Κέντρου Βόρειας Ελλάδας αναμένουν να δοθεί σύντομα λύση στο πρόβλημα, καθώς ο αριθμός των δειγμάτων προς εξέταση αυξάνεται ανησυχητικά κάθε μέρα.
Από την πλευρά του ο λοιμωξιολόγος του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) κ. Σωτήρης Τσιόδρας τονίζει ότι ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τη νοσηρότητα και τη θνητότητα του στελέχους που κυκλοφορεί θα εξαχθούν με βάση τα παγκόσμια δεδομένα όταν ολοκληρωθεί η περίοδος γρίπης.
Τα στοιχεία πάντως που προκύπτουν από την τυποποίηση των μέχρι στιγμής δειγμάτων έχουν προκαλέσει θόρυβο. Και αυτό γιατί το στέλεχος του ιού της γρίπης που ευθύνεται για τα περισσότερα κρούσματα γρίπης στην Ελλάδα είναι το Η3Ν2 της γρίπης τύπου Α. Σε ελάχιστες περιπτώσεις «ένοχο» για κρούσματα είναι το Η1Ν1 που ανήκει επίσης στον τύπο Α της γρίπης – πρόκειται για το γνωστό πανδημικό στέλεχος του 2009 -, ενώ κυκλοφορεί, επίσης σε πολύ περιορισμένο βαθμό, και γρίπη τύπου Β. Ωστόσο, όπως αναφέρουν ειδικοί του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ, τα εργαστηριακά δεδομένα που αφορούν έλεγχο για παρουσία μεταλλάξεων στο γονίδιο της αιμοσυγκολλητίνης των δειγμάτων Η3Ν2 ,τα οποία έχουν απομονωθεί την εφετινή περίοδο από ασθενείς στην Ελλάδα, δείχνουν ότι τα στελέχη παρουσιάζουν γενετικές μεταβολές που υποδεικνύουν αντιγονική παρέκκλιση, δηλαδή τάση να διαφέρουν από το στέλεχος του εμβολίου. Σημειώνεται ότι τα δεδομένα αυτά αφορούν το Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Γρίπης Νότιας Ελλάδας. Τα τελευταία στοιχεία από την ανάλυση δειγμάτων δείχνουν πως το στέλεχος δεν έχει υποστεί περαιτέρω μεταλλάξεις. Σχετικά με το Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Γρίπης Βόρειας Ελλάδας, ως και αυτή τη στιγμή, όλα τα δείγματα τύπου Α αφορούσαν το στέλεχος Η3Ν2, ενώ εκκρεμεί η διερεύνηση για ενδεχόμενη ύπαρξη αντιγονικής παρέκκλισης σε σχέση με το στέλεχος που χρησιμοποιείται στο εμβόλιο.
Πάντως σε κάθε περίπτωση, το εμβόλιο δεν είναι «άχρηστο». Το εμβόλιο, εξηγεί ο κ. Τσιόδρας διατηρεί την αποτελεσματικότητά του έναντι του Η1Ν1 και της γρίπης τύπου Β, καθώς δεν έχουν εμφανιστεί αντιγονικές μεταβολές σε αυτά τα στελέχη σε σύγκριση με τα στελέχη του εμβολίου. Και σε ό,τι αφορά όμως το Η3Ν2, το εμβόλιο μπορεί να προσφέρει την αποκαλούμενη διασταυρούμενη προστασία – αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός παράγει αντισώματα ως αντίδραση έναντι των στελεχών του εμβολίου και ότι, ακόμη και αν δεν υπάρχει πλήρης ταύτιση του στελέχους Η3Ν2 του εμβολίου με το Η3Ν2 που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή, όποιος έχει κάνει το εμβόλιο μπορεί είτε να αποφύγει τη γρίπη ή να έχει ηπιότερα συμπτώματα και με μικρότερη διάρκεια λόγω συγγένειας των δύο στελεχών. Σημειώνεται ότι πρόσφατη εκτίμηση κινδύνου επιστημόνων του ΚΕΕΛΠΝΟ έδειξε ότι με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα και σε περίπτωση που συνεχίσει να επικρατεί το μεταλλαγμένο Η3Ν2, αναμένεται κύμα εποχικής γρίπης με σημαντική ένταση που θα αφορά κυρίως άτομα με υποκείμενα νοσήματα και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Σε αυτό συντελεί το ότι στη χώρα μας η εμβολιαστική κάλυψη στις ομάδες υψηλού κινδύνου είναι χαμηλή (εκτιμάται με βάση έρευνα που διενεργήθηκε για λογαριασμό του ΚΕΕΛΠΝΟ στα τέλη του περασμένου έτους ότι η συνολική εμβολιαστική κάλυψη μόλις ξεπερνά το 22% ενώ από τα εμβολιασθέντα άτομα ποσοστό περίπου 41% ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου).
Αθανάσιος Τσακρής Καθηγητής Μικροβιολογίας, Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών
Ανάγκη για αυξημένη επιτήρηση και προστασία
Η χώρα μας όπως και άλλες χώρες της Νοτίου Ευρώπης, ακολουθεί, με διαφορά φάσης λίγων βδομάδων, την ενδημική έξαρση της γρίπης που ήδη καταγράφεται στις πιο βόρειες χώρες. Στην Ελλάδα έξαρση της εποχικής γρίπης παρατηρείται κυρίως μεταξύ Δεκεμβρίου και Απριλίου, οπότε και εκδηλώνεται κάθε χρόνο μεγάλος αριθμός κρουσμάτων, με κορύφωση της δραστηριότητας του ιού συνήθως το μήνα Φεβρουάριο.
Προσοχή στα συμπτώματα
Η γρίπη χαρακτηρίζεται, από την αιφνίδια έναρξη έντονων συμπτωμάτων, όπως υψηλού πυρετού, έντονης κόπωσης, μυαλγιών, αρθραλγιών, πονοκέφαλου και βήχα, που μπορούν να διαρκέσουν από 2–7 ημέρες. Τα παιδιά μπορεί να παρουσιάζουν συμπτώματα από το γαστρεντερικό, όπως ναυτία, εμετούς και διάρροια, ενώ στους ενήλικες τα συμπτώματα αυτά είναι λιγότερο συχνά.
Αν και ο ιός της γρίπης στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων προκαλεί αναπνευστική λοίμωξη που αυτοπεριορίζεται μετά από λίγες μέρες, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, ιδιαίτερα στα άτομα των ομάδων υψηλού κινδύνου, όπως είναι αυτά με καρδιαγγειακή νόσο ή χρόνια πνευμονοπάθεια, αλλά και άτομα με μεταβολικά (π.χ. σακχαρώδης διαβήτης) και νευρολογικά νοσήματα, νεφρικά νόσο, μειωμένη λειτουργία του ανοσοποιητικού τους συστήματος ή παχυσαρκία. Υψηλό κίνδυνο επιπλοκών έχουν επίσης τα άτομα άνω των 65 ετών και τα βρέφη. Μία από τις σημαντικότερες επιπλοκές της γρίπης, που σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί στον θάνατο, είναι η πνευμονία από τον πνευμονιόκοκκο, ενώ ακόμη και ο ίδιος ο ιός της γρίπης μπορεί να προκαλέσει πνευμονία. Στις επιπλοκές της λοίμωξης από τον ιό της γρίπης περιλαμβάνονται επίσης οι κρίσεις άσθματος στα άτομα που πάσχουν από βρογχικό άσθμα, η παρόξυνση της χρόνιας βρογχίτιδας, η επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας ή του διαβήτη. Τα παιδιά μπορεί, επίσης, να παρουσιάσουν άλλες λοιμώξεις όπως είναι η ιγμορίτιδα και η ωτίτιδα.
Η έγκαιρη διάγνωση μειώνει τις σοβαρές παρενέργειες
Η έγκαιρη διάγνωση της γρίπης έχει ιδιαίτερη αξία γιατί επιτρέπει την αποφυγή ειδικών διαγνωστικών παρεμβάσεων, ενώ παράλληλα μπορεί να μειώσει την παραμονή του ασθενούς στα τμήματα επειγόντων του νοσοκομείου. Στις περιπτώσεις που ο ασθενής εμφανίσει συμπτώματα γρίπης και συγχρόνως υπάρχουν προδιαθεσικοί παράγοντες για σοβαρή λοίμωξη, ή όταν υπάρχουν ενδείξεις σοβαρής λοίμωξης, ανεξάρτητα από το αν ο ασθενής ανήκει στις ομάδες υψηλού κινδύνου, συνιστάται η διενέργεια ειδικών διαγνωστικών εξετάσεων, όπως και η έγκαιρη χορήγηση της κατάλληλης αντιϊκής θεραπείας. Για τη διάγνωση της γρίπης διατίθενται τόσο ταχείες εργαστηριακές μέθοδοι, όσο και ειδικές μοριακές εξετάσεις. Οι διαγνωστικές δοκιμασίες ανιχνεύουν την παρουσία πρωτεϊνών ή γενετικού υλικού των ιών της γρίπης τύπου Α και Β στις εκκρίσεις του αναπνευστικού συστήματος ή στο φαρυγγικό επίχρισμα και μπορούν να δώσουν σημαντική διαγνωστική πληροφορία. Οι διαγνωστικές εξετάσεις της γρίπης επιτρέπουν την άμεση λήψη διαγνωστικών και θεραπευτικών αποφάσεων για τον ασθενή, όπως είναι η λήψη αντιϊκών φαρμάκων ή η διακοπή των αντιβιοτικών. Επειδή βέβαια μπορεί να συνυπάρχει λοίμωξη από άλλους αναπνευστικούς ιούς ή βακτήρια, σε ορισμένες περιπτώσεις θα πρέπει να πραγματοποιείται ταυτόχρονα και ο αντίστοιχος εργαστηριακός έλεγχος, κατά την κρίση του γιατρού και με βάση την κλινική εικόνα του ασθενούς.
Η αναμονή των αποτελεσμάτων της ειδικής εργαστηριακής εξέτασης δεν πρέπει βέβαια να καθυστερεί την λήψη προφυλακτικών μέτρων ή την έναρξη αντιιϊκής αγωγής, εάν πιθανολογείται λοίμωξη από τον ιό της γρίπης. Η έγκαιρη χορήγηση αντιιϊκής θεραπείας (μέσα σε 48 ώρες) προλαμβάνει επιπλοκές που μπορεί να οδηγήσουν σε νοσηλεία σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ή και δυσμενή κατάληξη για τον ασθενή. Τα αντιϊικά φάρμακα κατά της γρίπης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την πρόληψη της εμφάνισης συμπτωμάτων γρίπης, κατά τη κρίση βέβαια του θεράποντα ιατρού. Όλα τα παραπάνω έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία στις μέρες μας, που εν μέσω της οικονομικής κρίσης πολλές ειδικές Μονάδες Εντατικής αν και υποστελεχωμένες, επιβαρύνονται με την επιπλέον νοσηλεία ασθενών με επιπλοκές της γρίπης.
Τα τελευταία χρόνια, με την επανεμφάνιση του ενδεχόμενου πανδημικής γρίπης, η ευαισθητοποίηση τόσο της κοινότητας όσο και των γιατρών είναι αυξημένη. Στο πλαίσιο αυτό, και περισσότερο στη χώρα μας, λόγω της οικονομικής κρίσης που δεν επιτρέπει περιττή απώλεια εργατοωρών και σπατάλη πόρων, είναι πολύτιμη η συμβολή του εργαστηρίου για την έγκαιρη διάγνωση, αλλά και του κλινικού γιατρού για τη χορήγηση της κατάλληλης θεραπείας και την αποφυγή επιπλοκών από τη νόσο.
Προληπτικά μέτρα
Για την γρίπη απαιτείται η λήψη προληπτικών μέτρων, όπως το συχνό πλύσιμο των χεριών, ο αερισμός των χώρων, η αποφυγή συγχρωτισμού, αλλά και η τήρηση των κανόνων αναπνευστικής υγιεινής, όπως το να βάζουμε πάντα το χέρι μας στο στόμα όταν φταρνιζόμαστε ή βήχουμε. Επίσης πρέπει κάποιος να καταφύγει στον γιατρό σε περίπτωση σοβαρών ή παρατεταμένων συμπτωμάτων γρίπης – αυτό αφορά ακόμη και τα άτομα που δεν ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου για επιπλοκές. Τέλος, είναι απαραίτητη η συνέχιση του εμβολιασμού ακόμη και τώρα, κατά τη διάρκεια του κύματος εποχικής γρίπης, καθώς το εμβόλιο προστατεύει από το Η1Ν1 και τον τύπο Β της γρίπης, ενώ μπορεί να προστατεύσει, έστω και σε μικρότερο βαθμό, από το Η3Ν2». Οσοι δεν έχουν εμβολιαστεί και ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου (άτομα 60 ετών και άνω, ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα, ασθενείς με άσθμα ή άλλες χρόνιες πνευμονοπάθειες, άτομα με χρόνια νεφροπάθεια ή καρδιοπάθειες, μεταμοσχευμένοι ασθενείς, άτομα με νοσογόνο παχυσαρκία, εργαζόμενοι σε υπηρεσίες υγείας κ.ά.) μπορούν να το πράξουν ακόμη και σήμερα, επισημαίνει η πρόεδρος του ΚΕΕΛΠΝΟ καθηγήτρια Τζένη Κουρέα Κρεμαστινού.
Πηγή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ