Όσοι πίστευαν ότι η ανοχή θα είναι μηδενική στη νέα κυβέρνηση ή ότι δεν θα υπάρξει καθόλου, κοιτούν απορημένοι. Όσοι έσπευσαν να πριμοδοτήσουν ή περίμεναν να εισπράξουν κέρδος από αυτό το μηδενική, τη στιγμή αυτή μοιάζουν μάλλον να στέκονται με άδεια χέρια. Τι πήγε λάθος σε μία τέτοια εκτίμηση?
Είναι αλήθεια – με τη συμβατική και τετριμένη έννοια αυτού του εξιδανικευμένου όρου – ότι τα τελευταία πέντε χρόνια της κρίσης, ανάμεσα στα άλλα καταστροφικά και ισοπεδωτικά που συνέβησαν, ήταν και η ολοκληρωτική συντριβή του λόγου από τον λόγο του δανειστή. Μάθαμε να ακούμε και να αναγνωρίζουμε το λόγο του όπως εκείνος τον έλεγε, μάθαμε να απαντάμε όπως εκείνος ήθελε και ακόμη παραπέρα, μάθαμε να σκεφτόμαστε όπως εκείνος σκεφτόταν. Στο κέντρο της σκέψης μας, του λόγου μας, του δημόσιου διαλόγου, των σεναρίων των ΜΜΕ, δέσποζε πάντα ο δανειστής. Τι θα πει, τι θα κάνει, πως θα αντιδράσει, πως θα αντ-αποκριθούμε, πως θα αντι-δράσουμε. Ο δανειστής έγινε ο κόσμος όλος και ταυτόχρονα το κέντρο του κι εμείς αρκεστήκαμε στη δορυφορική του ακολουθία. Μια ολοκληρωτική, βαθιά, καθολική ισοπέδωση κάθε αντίστασης. Όχι ήττα μετά από μεγάλο πόλεμο. Παράδοση μετά από μικρή μάχη ήταν αυτή η διανοητική καθήλωση.
Στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να επενδύσει στην ελπίδα αρχικά και την αξιοπρέπεια στη συνέχεια. Είναι δύσκολο να πει κανείς – και μάλιστα με σαφήνεια ή βεβαιότητα – αν ήταν το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης που βάρυνε περισσότερο στους ψηφοφόρους, ή το ειδικού βάρους, λυτρωτικό και αναγκαίο φορτίο που οι λέξεις ελπίδα και αξιοπρέπεια έφεραν. Ήταν η πρόσθεση των αριθμών/κονδυλίων ή η συναισθηματική επένδυση αυτό που κεφαλοποιήθηκε για τον ΣΥΡΙΖΑ στο εκλογικό αποτέλεσμα? Ποια θα ήταν/είναι η “σωστή” ανάγνωση που θα έλυνε τον γρίφο του 80% στήριξης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το διάστημα μετά της εκλογές, και χωρίς μάλιστα να προστρέξει στη γνωστή ρητορική με φράσεις όπως “παραλάβαμε καμένη γη”? Ποια απάντηση βοηθάει να καταλάβουμε γιατί μία μερίδα του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι η νομιμοποίηση της κυβέρνησης πηγάζει από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, ενώ μία άλλη δεν συμμερίζεται αυτήν την άποψη? Και βέβαια το πολυσυλλεκτικό των αιτημάτων ανακούφισης και των κλιμακώσεών της που εμπεριέχονται σε αυτό το 80% (από κατάργηση του ΕΜΦΙΑ και μείωση της φορολογίας μέχρι διαγραφή του χρέους) δίνει μια πρώτη απάντηση. Αλλά ήταν η ανακούφιση από τα πιεστικά μέτρα, τα νούμερα και τους αριθμούς το ζητούμενο, ή μια ανακούφιση από το αδιέξοδο, την απελπισία και την απόγνωση?
Η διαπραγμάτευση – δεν είναι αναγκαίο να συμφωνούμε στον όρο, ούτε καν στο γεγονός – της νέας κυβέρνησης δεν έφερε σπουδαία και μεγάλα αποτελέσματα. Δεν έφερε σαφή μεγέθη και ικανοποιητικούς αριθμούς και είναι αμφίβολο εάν θα φέρει. Μας έφερε όμως στη δύσκολη και αμήχανη αναγκαία θέση, να σκεφτούμε την κατάσταση με άλλους όρους. Να βγούμε από αυτήν τη διανοητική καθήλωση. Να δούμε τον εαυτό μας σε άλλη θέση και σχέση με τον δανειστή. Να κεφαλοποιήσουμε με άλλον τρόπο την ελπίδα και την αξιοπρέπεια. Αναμφίβολα δυσαρέστησε στο πεδίο των οικονομικών, αλλά φαίνεται ότι ευχαρίστησε σε ένα άλλο πεδίο πιο σημαντικό. Έτσι, κανένας Αρμαγεδών, κανένα πυρ εξώτερο, καμία πυρά Ιεράς Εξέτασης δεν στήθηκε αυτή τη φορά από το κοινό αίσθημα. Λιγότερο ή καθόλου ικανοποιημένοι, περιμένουν όλοι τις επόμενες κινήσεις, μέσα στη αναπόφευκτη δυσαρέσκεια και αμηχανία που δημιουργεί το πάντα ρευστό και αμφίβολο περιβάλλον κάθε διαπραγμάτευσης μέχρι την ολοκλήρωσή της.
Και είναι αλήθεια, πως με απορία κοιτάζουμε νέες τροπικότητες αληθείας να αναδύονται ανάμεσα στο αίτημα για υλοποίηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης και τις πολύμορφες απαντήσεις του εντός ΣΥΡΙΖΑ. Οι τροπικότητες αυτές γεννούν την ανοχή. Η ανοχή του κόσμου για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – εκτός συγκλονιστικού απροόπτου – θα παραμείνει. Τα ηγετικά επιτελεία του ΣΥΡΙΖΑ το έχουν αντιληφθεί καλά και επενδύουν με κάθε ευκαιρία στο συναίσθημα. Οι τεχνοκρατικές φωνές μοιάζουν να περνούν σε δεύτερη μοίρα και να χάνουν το προνομιακό τους πεδίο. Και βέβαια είναι πρόσκαιρο και θα επανέλθουν δριμύτερες, αλλά τώρα έχουν μπροστάτους έναν νέο, άγνωστο αντίπαλο. Είναι βέβαιο ότι η συνθετότητά του τον κάνει δύσκολο και για αυτό η στρατηγική που θα απαιτηθεί θα πρέπει να είναι και αυτή σύνθετη. Θα πρέπει να συνεχίσουν να προτάσσουν και να πείθουν για την αναγκαιότητα των αριθμών, αλλά χωρίς να απομονωθούν ή περιθωριοποιηθούν από το κοινό αίσθημα και τις δικές του και άλλες ανάγκες. Και οπωσδήποτε, να σημειώσουν μια κάποια νίκη. Οψόμεθα!