Παραθέτω δύο απόψεις που εκκινούν από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες. Εκείνη της ιστορικής αποτίμησης που διεμβολίζει τις σημερινές ευρωπαϊκές αντιφάσεις και εμμονές και την άλλη, του ανθρώπου των αγορών που, όμως, επιτρέπει στον ρεαλισμό να υπερκεράσει τις αξιωματικές εγωπάθειες των ισχυρών.
O 73χρονος στοχαστής, Ετιέν Μαλιμπάρ ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris X-Nanterre και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, που έχει αφιερωθεί στην ανανέωση του μαρξισμού και των κοινωνικών επιστημών (από τη δεκαετία του 1960 ακόμη, στο πλευρό του Λουί Αλτουσέρ), συνθέτει, με τον δικό του τρόπο, το ελληνοευρωπαϊκό (διαπραγματευτικό) δράμα:
«Η γερμανική κυβέρνηση, η εκ των πραγμάτων ηγεμονεύουσα δύναμη στη σημερινή δομή εξουσίας που κυβερνά την Ευρώπη, επιβάλλει μια ολέθρια πολιτική, αναμειγνύοντας ιδεολογία και συμφέρον – το συμφέρον της Γερμανίας ως παγκόσμιας οικονομικής παίκτριας στην παρούσα φάση. Ωστόσο πρέπει να είμαστε προσεκτικοί: ο αντιγερμανισμός, ως μια αδιαφοροποίητη έκφραση εχθρικότητας απέναντι σε έναν ολόκληρο λαό, συνιστά έναν ακόμη κίνδυνο για τη σημερινή Ευρώπη. Μεγάλα κομμάτια του γερμανικού πληθυσμού πλήττονται επίσης από την κρίση, ακόμη κι αν αυτό δεν συμβαίνει στην έκταση και με τη σφοδρότητα που συμβαίνει στην Ελλάδα»
Και ο Μοχάμεντ Ελ Εριάν, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz γράφει στο Bloomberg, εξηγώντας γιατί –κατά τη γνώμη μου- η Ευρώπη και οι δανειστές θα έπρεπε «να ακούσουν» όσα λέει ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών:
« Ο Βαρουφάκης ήταν μια ανάσα δροσιάς σε αυτό το παρατεταμένο και εξαντλητικό ελληνικό οικονομικό δράμα, που περιλαμβάνει ένα ανησυχητικό ανθρώπινο κόστος σε ότι αφορά την ανεργία, την φτώχεια και τις χαμένες ευκαιρίες. Με την στήριξη αξιοσημείωτης οικονομικής λογικής και μια επιθυμία να κάνει το καλύτερο, πίεσε για περισσότερο ρεαλισμό στους όρους πολιτικής που απαιτούν οι πιστωτές της Ελλάδας. Και ποτέ δεν βαρέθηκε να υπενθυμίζει ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας δεν είναι μόνο ευθύνη της χώρας… Όντας μέλος μιας κυβέρνησης που εξελέγη με την υπόσχεση της αποκατάστασης της αξιοπρέπειας της Ελλάδας, δεν δίσταζε να μιλά σε άλλους ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών ως ίσος».
Και οι δύο απόψεις καταλήγουν σε έναν κοινό τόπο. Στην πολιτική αρχιτεκτονική της σημερινής Ευρώπης, μια δομή, δηλαδή, που διατρέχεται από το πιο αδυσώπητο «παιχνίδι ισχύος» που έχει αντιμετωπίσει η Γηραιά Ήπειρος μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Η Γερμανική επικυριαρχία, το imperium του Βερολίνου, έχει διασπάσει, ουσιαστικά, την Ευρώπη. Ότι άφησε ημιτελές το ενιαίο νόμισμα, το κατόρθωσε η εμμονή των Γερμανών στο να μην παραδέχονται τις στρεβλώσεις του ενιαίου νομίσματος και την δική τους τεράστια ιστορική ευθύνη στο να μην προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση.
Στο βαθμό που μας αφορά, η Ελλάδα έχει πάψει προ πολλού να είναι ένα «οικονομικό πείραμα». Έχει μετατραπεί στη «ζωντανή απόδειξη» ότι «σχεδόν τίποτε δεν πήγε λάθος». Για να ταιριάξει η ελληνική ψηφίδα στο μωσαϊκό της επιβεβαίωσης της γερμανικής ηγεμονίας πρέπει να λειανθούν οι γωνίες και να ακρωτηριασθούν τμήματα της ψηφίδας. Θα γίνει, λοιπόν, κι αυτό.
Οι προηγούμενοι το είχαν αποδεχθεί. Ο Τσίπρας ανθίσταται. Το ερώτημα είναι τι πραγματικά θέλει ο ελληνικός λαός. Προσώρας δείχνει να επιζητά ένα μείγμα με 70% Τσίπρα και 30% Σαμαρά. Ζητά αξιοπρέπεια αλλά και μεταμφιεσμένη υποταγή όταν η αξιοπρέπεια κοστίζει κάτι παραπάνω.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, απέναντι στην γερμανοευρωπαϊκή υποκρισία, οι Έλληνες αντιπαρατάσσουν τη δική τους υποκριτική στάση του «και έτσι και αλλιώς». Πληγώνει αλλά είναι η πραγματικότητα…