Προκειμένου να καταλάβουμε γιατί η Ελλάδα και οι πιστωτές της δεν έχουν κατορθώσει να θέσουν το χρέος της χώρας σε ένα βιώσιμο μονοπάτι, πρέπει να δούμε πέρα από τα πρωτοσέλιδα σχετικά με την αδιαλλαξία της αριστερής κυβέρνησης στην Αθήνα και το ότι έχει δοκιμαστεί η υπομονή των αξιωματούχων σε Βερολίνο και Βρυξέλλες, σημειώνει ο αρθρογράφος της Wall Street Journal, Michael J. Casey.
Η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στη λανθασμένη πολιτική διάρθρωση της νομισματικής ένωσης, όπου ένα εξαιρετικά ολοκληρωμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα συνυπάρχει με μια κατακερματισμένη και μη προβλέψιμη διακυβέρνηση.
Αυτή η δομή σημαίνει ότι είναι επικίνδυνο να υποθέσει κανείς ότι οι μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, όπως αυτή της Ισπανίας ή της Ιταλίας, δεν θα δουν να αναβιώνουν οι ανησυχίες για τα δικά τους επίπεδα χρέους, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ολοκληρώσει τη νομισματική της στήριξη στις αγορές ομολόγων της περιοχής.
Με την Ελλάδα να είναι απίθανο να αποπληρώσει τις λήξεις ομολόγων ύψους 6,7 δισ. ευρώ προς τους ευρωπαίους πιστωτές της το καλοκαίρι, αυτό που λαμβάνει χώρα τώρα είναι το γνωστό «παιχνίδι του τρελού».
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνει ο Casey, αρνείται να προχωρήσει σε περαιτέρω περικοπές δαπανών και οι ευρωπαίοι πιστωτές της αρνούνται να παρέχουν ελάφρυνση του χρέους της χωρίς αυτές τις δεσμεύσεις.
Όπως πάντα, ο κίνδυνος ενός ανεπιθύμητου Grexit από την Ευρωζώνη δίνει σε αυτή τη μάχη το απαιτούμενο πλαίσιο ενός μεγάλου δράματος.
Ωστόσο, επισημαίνεται, η μακροπρόθεσμη ρητορική, που υπερβαίνει όλα αυτά τα σποραδικά επεισόδια μικροπολιτικής, μας λέει μια πιο ολοκληρωμένη και εντέλει πιο καταθλιπτική ιστορία.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών, η Ελλάδα έχει λάβει πολλές διασώσεις, ύψους άνω των 240 δισ. ευρώ, από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, όπως και αναδιάρθρωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα.
Ωστόσο, από το 2008 το ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί κατά 25% και το χρέος της προς το ΑΕΠ έχει διογκωθεί από το 109% έως το 180% περίπου.Εξαιρουμένης της Αργεντινής, οι «προβληματικές» χώρες που μοιράζονται ένα κοινό νόμισμα με άλλα κράτη, συνήθως αποφεύγουν τέτοιου είδους παρατεταμένες μάχες.
Αναδιαρθρώνουν πλήρως το χρέος τους μέσα σε λίγους μήνες και έναν χρόνο μετά ή λίγο παραπάνω έχουν πρόσβαση τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.Στην Ευρώπη, ωστόσο, η διάρθρωση της κοινής νομισματικής πολιτικής έχει παγιδέψει την Ελλάδα και τους δανειστές της σε έναν αυτοκαταστροφικό κύκλο αμοιβαίας δυσπιστίας και εξανεμιζόμενης εμπιστοσύνης.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει διεθνές πτωχευτικό δικαστήριο, οι αναδιαρθρώσεις βρίσκονται πάντα αντιμέτωπες με πολιτικές προκλήσεις καθώς ο οφειλέτης και οι φορολογούμενοι των πιστωτριών χωρών, όπως και οι μέτοχοι των ιδιωτικών δανειοδοτικών οργανισμών το καταπολεμούν αυτή την κατάσταση καθορίζοντας πώς θα κατανεμηθούν οι απώλειες.Σε αυτή την περίπτωση, όμως, περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από τη στενή χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση μεταξύ των χωρών μελών της ζώνης του ευρώ.
Αυτό επαναφέρει στο τραπέζι ένα υψηλό επίπεδο κινδύνου μετάδοσης της κρίσης.
Προκειμένου να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος, οι αρχές της Ευρωζώνης ήταν πάντα πρόθυμες να αφήσουν τους πιστωτές του ιδιωτικού τομέα να υποστούν μεγάλο «κούρεμα» των επενδύσεών τους, κάτι που αναπόφευκτα μεταφράζεται σε μεγαλύτερη επιβάρυνση για τους φορολογουμένους.
Ωστόσο, δεν υπήρχαν πανευρωπαϊκοί πολιτικοί θεσμοί που να συγκεντρώσουν δημοσιονομικούς πόρους και αυτόματα να κατανέμουν όλα αυτά τα βάρη.
Χωρίς μια αμερικανικού τύπου κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, τα κράτη – μέλη του ευρώ θα πάλευαν για κάθε δολάριο, με το αποτέλεσμα να είναι κάτι που να μοιάζει σε παράλυση.
«Η ολοκλήρωση της κεφαλαιαγοράς ήταν τόσο προχωρημένη και ο κόσμος ήταν τόσο εύθραυστος μετά την κρίση του 2008, ώστε προκειμένου να δημιουργηθεί πραγματικά η ελευθερία λήψης αποφάσεων στην Ελλάδα απαιτήθηκε ένα τεράστιο ποσό θεσμικών «μαξιλαριών» κατά της μετάδοσης της κρίσης, που όμως δεν υπήρχαν», επισημαίνει η Anna Gelpern, καθηγήτρια της Νομικής και μελετητής των αγορών κρατικών ομολόγων.
Ακόμη και αν η Ελλάδα λάβει τελικά μια επιτυχή αναδιάρθρωση του χρέους της, η λανθασμένη δομή της νομισματικής ένωσης κρέμεται πάνω από το μέλλον της Ευρωζώνης, καθώς σημαίνει ότι μια μετάδοση της κρίσης θα μπορούσε να απειλήσει την Πορτογαλία ή ακόμη χειρότερα την Ισπανία ή την Ιταλία, με τις επί του παρόντος χαμηλές αποδόσεις των ομολόγων να αυξηθούν ξανά και να επιστρέψει ο πανικός του 2012.
Προς το παρόν, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, συνολικού ύψους 1 τρισ. ευρώ, που έχει θέσει σε εφαρμογή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λειτουργεί ως το de facto θεσμικό μαξιλάρι που οι πολιτικοί της Ευρωζώνης απέτυχαν να οικοδομήσουν.
Όμως, η δύναμή του δεν είναι απεριόριστη. Η ΕΚΤ μπορεί να ενεργεί μόνο μέσα σε ένα στενό πλαίσιο για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών και υφίσταται τους δικούς της εσωτερικούς πολιτικούς διχασμούς.