Σε λιγότερο από δέκα ημέρες η συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ διαταράχθηκε για δύο επιλογές προσώπων: ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΡΤ κ. Λάμπης Ταγματάρχης ξεσήκωσε ποικίλες αντιδράσεις με εντονότερη εκείνη της προέδρου της Βουλής κυρίας Ζωής Κωνσταντοπούλου, ο δε διορισμός της κυρίας Έλενας Παναρίτη στο ΔΝΤ -ο οποίος ανακλήθηκε με πρωτοβουλία της ίδιας για να αποφευχθούν τα χειρότερα- προκάλεσε την “ανταρσία” περίπου 40 βουλευτών του κόμματος και σχεδόν σύσσωμου του επιτελείου του Μεγάρου Μαξίμου (Σπύρος Σαγιάς και Νίκος Παππάς).
Εύλογο το ερώτημα που διατυπώνουν ορισμένοι -όχι απαραίτητα πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης: τι θα συμβεί όταν έρθει η ώρα της επώδυνης συμφωνίας εάν η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπονται σε μια μικρή “βαβέλ” για τον επικεφαλής της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και τον εκπροσώπου στο ΔΝΤ;
Και στις δύο περιπτώσεις ήταν οι επιλογές δύο κορυφαίων υπουργών που προκάλεσαν τις αντιδράσεις. Του κ. Νίκου Παππά και του κ. Γιάνη Βαρουφάκη. Με τους χειρισμούς τους ανάγκασαν τον πρωθυπουργό να σπαταλήσει πολιτικό κεφάλαιο, στην πρώτη περίπτωση για να επιβάλλει τον κ. Ταγματάρχη, στην δε δεύτερη για να προστατέψει τον υπουργό Οικονομικών από μεγαλύτερες πολιτικές και επικοινωνιακές γκάφες, στην κρισιμότερη στιγμή της διαπραγμάτευσης.
Είναι αυτονόητο πως ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνηση δεν θα κριθούν τελικά από το γεγονός ότι η κυρία Παναρίτη δεν “προάγεται”, τελικά, σε εκπρόσωπο της χώρας στην Ουάσιγκτον. Έχει πολύ μικρή αξία και σε μερικούς μήνες, ιδιαίτερα εάν τα πράγματα εξελιχθούν σχετικά ομαλά, ουδείς θα θυμάται ποιος θα μετέχει στις συνελεύσεις του Ταμείου, όπως ελάχιστοι θυμούνται πως τα τελευταία χρόνια ήταν εκεί ο κ. Θάνος Κατσάμπας.
‘Ομως από τέτοιες μικρές πράξεις φαίνεται και ως ένα βαθμό κρίνεται ο τρόπος λειτουργίας μιας κυβέρνησης, η συνοχή της και η αποτελεσματικότητα του πολιτικού της προσωπικού.
Ρωτούν κάποιοι: γιατί εάν η πρώτη διαπραγματευτική ομάδα (Βαρουφάκης, Θεοχαράκης, Παναρίτη) κρίθηκε αναποτελεσματική από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος την αντικατέστησε σύσσωμη, πρέπει τα μέλη της να “προάγονται”; Και γιατί πρέπει να αναζητά στελέχη το Μαξίμου στα βάθη της επετηρίδας της προ-μνημονίου και μετά-μνημονίου εποχής; Δεν έχει ικανούς ανθρώπους η κοινωνία; Η αγορά;
Δύσκολη η απάντηση. Προφανώς ο κ. Τσίπρας θα γνωρίζει τους λόγους που τον ανάγκασαν να είναι ανεκτικός έως σήμερα σε αρκετές επιλογές του υπουργού Οικονομικών ιδιαίτερα αφού έγινε αρκετά σαφές πως το πολιτικό και τεχνικό πλαίσιο της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου υπήρξε ελλιπές και προβληματικό. Αλλά και άλλων υπουργών του που εξακολουθούν να πιστεύουν πως η διακυβέρνηση είναι συνισταμένη των ιδεολογικών καντονίων του “παλαιού ΣΥΡΙΖΑ”.
Είναι, όμως, δυνατό να πορευθεί η κυβέρνηση προς τη συμφωνία και ακόμα περισσότερο προς την εφαρμογή της -που δεν θα είναι εύκολη- εάν κάθε τρεις και λίγο ξεσηκώνεται το σύμπαν “για ένα αδειανό πουκάμισο, για μια Έλενα”;