Το κείμενο των 47 σελίδων που έχει καταθέσει η ελληνική κυβέρνηση ως βάση συμφωνίας είναι το μόνο το οποίο αποδέχεται ως βάση συζήτησης και μόνο για ήσσονος σημασίας και κατά βάση βελτιωτικές αλλαγές. Και αυτό διότι:
Πρώτον, είναι το προϊόν μιας τετράμηνης σκληρής διαπραγμάτευσης, και μάλιστα σε τεχνικό επίπεδο, όπως απαιτούσαν οι δανειστές. Δεύτερον, περιλαμβάνει πλήθος υποχωρήσεων από την ελληνική πλευρά, οι οποίες έγιναν όχι επειδή η κυβέρνηση πείστηκε ή συμφωνεί με αυτές, αλλά προς χάριν της επίτευξης συμφωνίας, η οποία πρέπει να είναι γενική και να περιλαμβάνει το ζήτημα της ρύθμισης του χρέους, αλλιώς, όπως ξεκαθάρισε ο πρωθυπουργός στη Βουλή, η ελληνική πλευρά δεν δέχεται την εν μέρει ή αποσπασματική εφαρμογή του. Τρίτον, στη συνεδρίαση της Βουλής την περασμένη Παρασκευή όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας απέρριψαν ασυζητητί το ανεδαφικό, αδιέξοδο και προκλητικό κείμενο που εγχειρίστηκε στην ελληνική πλευρά.
Καταβάλλεται τις τελευταίες ημέρες μία προσπάθεια εκβιασμού της τελευταίας στιγμής, προκειμένου η Ελλάδα και η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου να παλινδρομήσουν στο προηγούμενο καθεστώς. Για τη μεθόδευση αυτή υπάρχουν ευθύνες οι οποίες δεν είναι ίσα κατανεμημένες, παρά το γεγονός ότι κύκλοι επιχειρούν να δημιουργήσουν την εικόνα σύγκρουσης -και μάλιστα σε προσωπικό επίπεδο- του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Κομισιόν. Δεν είναι στιγμή για τέτοια παιχνιδάκια. Όσοι θεωρούν ότι η παρούσα κυβέρνηση στη σημερινή Ελλάδα έχει τη δυνατότητα ή τη διάθεση να προχωρήσει σε περαιτέρω υποχωρήσεις πλανώνται, διότι κάτι τέτοιο προσκρούει στη βασικότερη κόκκινη γραμμή, που είναι το εθνικό συμφέρον.
Κοντολογίς, η πρόταση των δανειστών δεν συμφέρει τη χώρα ούτε από οικονομική ούτε από πολιτική ούτε από κοινωνική άποψη και συνεπώς δεν μπορεί επ’ ουδενί να γίνει δεκτή. Το “κείμενο 47” παραμένει η μόνη βάση συζήτησης για την ελληνική πλευρά, με διάθεση συνεννόησης, αλλά όχι συνθηκολόγησης.