Άσκοπη και δεδομένα αναποτελεσματική η προσπάθεια της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού να υπόσχεται ισοδύναμα έναντι σκληρών μέτρων που περιλαμβάνει το τρίτο μνημόνιο.
Ακόμα και αν ο πρόθυμος υπουργός Πολιτισμού κ. Αριστείδης Μπαλτάς εκατονταπλασιάσει την τιμή των εισιτηρίων στα μουσεία για να εξισορροπήσει την επιβολή του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ (23%) στην ιδιωτική εκπαίδευση –την οποία η ίδια κυβέρνηση πρότεινε στους δανειστές πριν λίγο καιρό-, το αποτέλεσμα ελάχιστα θα αλλάξει.
Το ίδιο το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2016 προδίδει, άλλωστε, το άσκοπον του πράγματος. Μια οικονομία που θα παραμείνει σε ύφεση και την επόμενη χρονιά, με την ανεργία να παίρνει εκ νέου την ανιούσα, η αναζήτηση ισοδυνάμων μπορεί να κρίνεται –και είναι- πολιτικά επιβεβλημένη, μπορεί να αντιμετωπίζει εστιασμένα προφανείς στρεβλώσεις και αδικίες , δεν παρεμβαίνει, όμως, χειρουργικά στο πρωταίτιο, στον πυρήνα, δηλαδή, του προβλήματος.
Ας μην πιστέψει, βεβαίως, κανείς, πως υπάρχει σώφρων οικονομολόγος ανά την υφήλιο που έχει την ψευδαίσθηση πως μπορεί να εφαρμοσθεί πλήρως ένα τόσο επώδυνο μνημόνιο, σε μία χειμαζόμενη οικονομία και κοινωνία, εκεί όπου απέτυχαν τα δύο προηγούμενα μνημόνια υπό σαφώς λιγότερο κακές συνθήκες.
Τι είναι, λοιπόν, εκείνο που μπορεί να ανατάξει τις αρνητικές συνέπειες και να οδηγήσει σε μία αναθεώρηση της κεντρικής κατεύθυνσης του μνημονίου; Η κυβέρνηση απαντά πως αυτό θα είναι η αναδιάρθρωση του χρέους. Ως ένα βαθμό αυτό είναι σωστό. Κυρίως, όμως, στην βελτίωση της «ατμόσφαιρας» και στην αποκατάσταση μέρους της εμπιστοσύνης που έχει χαθεί.
Παρότι οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ δεν φημίζονται για την οξυδέρκεια και την αποτελεσματικότητα των προβλέψεών τους, η τελευταία έκθεση τους για την ελληνική οικονομία, η οποία παρουσιάστηκε στην ετήσια σύνοδο του Ταμείου, περιγράφει άκρως δυσοίωνα το οικονομικό περιβάλλον του 2020.
Αντί, λοιπόν, ο πρωθυπουργός να ρίχνει το πολιτικό του βάρος στην αναζήτηση ισοδυνάμων, όπως για το 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση, πρέπει να επιβάλλει την αλλαγή νοοτροπίας στους υπουργούς και στο κόμμα του.
Ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το χαρτοφυλάκιο των επενδύσεων βρίσκεται στα χέρια του στενότερου συνεργάτη του, του κ. Νίκου Παππά, αυτό, όμως, καθιστά εκτός κάθε σκέψεως την πιθανότητα αποτυχίας. Διότι θα την χρεωθεί ο ίδιος ο κ. Αλέξης Τσίπρας.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις, λοιπόν, είναι ένα από τα θέματα που μπορούν να ανατρέψουν την υφεσιακή πορεία. Για να συμβεί αυτό, ωστόσο, υπουργοί και στελέχη του Σύριζα οφείλουν να αντιληφθούν πως η επιχειρηματικότητα δεν είναι εχθρός αλλά σύμμαχος. Η υγιής και όχι η κρατικοδίαιτη μεταπρατική επιχειρηματικότητα βεβαίως.
Η παραχώρηση του 67% του ΟΛΠ, με όρους κοινωνικής ανταποδοτικότητας στους δήμους του θαλασσίου μετώπου του Πειραιά, ο τερματισμός του πολιτικού θεάτρου του παραλόγου σε σχέση με την εμβληματική επένδυση στη Χαλκιδική, το θέμα του διαγωνισμού για τα περιφερειακά αεροδρόμια και μια σειρά άλλες αποκρατικοποιήσεις ή συμπράξεις Δημοσίου με ιδιώτες θα μπορούσαν να εμφυσήσουν άλλον αέρα.
Αυτό είναι το στοίχημα του πρωθυπουργού. Η απάντηση στην ύφεση του μνημονίου είναι η ανάπτυξη και οι μεταρρυθμίσεις…