Περί τηλεοπτικών αδειών
Του Σεραφείμ Π. Κοτρώτσου
Η δημόσια συζήτηση και η πολιτική αντιπαράθεση σχετικά με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να αποκαταστήσει συνθήκες νομιμότητας στο άναρχο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο έχει, δυστυχώς, περιστραφεί γύρω από το εάν ο (αρμόδιος) υπουργός Επικρατείας κ. Νίκος Παππάς αποκτά «υπερεξουσίες …Παττακού» (όπως χαρακτηριστικά είπε στη δική μου εκπομπή στον Παραπολιτικά 90,1 ο πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων κ. Βασίλης Λεβέντης) και από το γιατί πρέπει να οριστεί συγκεκριμένος αριθμός τηλεοπτικών αδειών.
Αν και δεν έχει αποσαφηνιστεί επακριβώς τι αντιπροτείνουν οι διαφωνούντες, φαίνεται πως η άποψη που υφέρπει πίσω από τις «φλογερές» ανακοινώσεις και τις αναλύσεις είναι ότι οι σημερινοί ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών πρέπει να διατηρήσουν τις προσωρινές άδειες που εκχωρούσαν –σε ορισμένες περιπτώσεις έναντι πολιτικού ανταλλάγματος- οι κυβερνήσεις της τελευταίας 25ετίας. Ίσως και άνευ τιμήματος.
Παρότι στην πολιτική συνηθίζονται οι κυβιστήσεις (το είδαμε, άλλωστε, με τα μνημόνια…), καλό θα ήταν να θυμηθούμε τι συνέβη στο παρελθόν:
– Οι πρώτες τηλεοπτικές άδειες δόθηκαν το καλοκαίρι του 1989 (κυβέρνηση Τζανή Τζανετάκη). Στο άρθρο 4 του νόμου 1866/89 οριζόταν σαφώς ότι «με κοινή απόφαση των υπουργών Προεδρίας, Εσωτερικών, Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του ΕΣΡ είναι δυνατή η χορήγηση σε ανώνυμες εταιρείες άδειας ιδρύσεως και λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών». Η πρώτη πράξη, λοιπόν, του τηλεοπτικού δράματος εκτελέστηκε από υπουργούς- καναλάρχες(;), προερχόμενους από το κόμμα της Ν.Δ και με υπερεξουσίες να εκχωρούν τηλεοπτικές άδειες, προσδιορίζοντας, προφανώς, και τον αριθμό.
– Στο νόμο 3592/2007, γνωστός και ως «νόμος Ρουσσόπουλου» (κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή), ο οποίος ήρθε ως ηπιότερη εκδοχή του σχεδίου για τον «βασικό μέτοχο», που ως γνωστόν προσέκρουσε στην αντίδραση των οργάνων της Ε.Ε, αναφέρεται ρητώς ότι « με απόφαση του υπουργού, στον οποίο ανατίθενται εκάστοτε οι αρμοδιότητες του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, καθορίζονται ο αριθμός των αδειών που θα προκηρυχθούν, η εμβέλειά τους (εθνική ή περιφερειακή), το είδος του προγράμματος τους σε ενημερωτικό η μη ενημερωτικό…».
– Αυτό το νόμο ήρθε να ακυρώσει η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) με τροπολογία σε νομοσχέδιο του τότε υπουργού (και νυν αντιπροέδρου του κόμματος) Άδωνι Γεωργιάδη (5 Νοεμβρίου 2013). Τότε ο Κώστας Καραμανλής αλλά και ο Γιώργος Παπανδρέου απείχαν από την ψηφοφορία. Έτσι παρατάθηκε το ημι-παράνομο καθεστώς λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών.
– Ένα χρόνο αργότερα η αρμόδια υπουργός Σοφία Βούλτεψη, κάνοντας χρήση των «υπερεξουσιών» της, χορήγησε άδειες σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάτι που ήρθε σε αντίθεση με γνωμοδότηση του ΕΣΡ.
Προκαλεί, ως εκ τούτου απορία, η σπουδή της (σημερινής) Ν.Δ να καταγγέλλει «υπερεξουσίες» που εκτεταμένα και κατά συρροή αξιοποίησαν δικά της στελέχη κατά το παρελθόν.
Ως προς το θέμα του αριθμού των τηλεοπτικών αδειών, ενστάσεις υπήρξαν και σε άλλες χρονικές περιόδους. Η εμπειρία, ωστόσο, απέδειξε ότι η λειτουργία των επτά τηλεοπτικών σταθμών βασίστηκε, ως επί το πλείστον, σε δανεισμό από τράπεζες, δανεισμό που σήμερα αποδεικνύεται πως δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν.
Εκείνο το οποίο δεν έχει καταστεί σαφές είναι ότι μια κυβέρνηση προκηρύσσει διαγωνισμό παραχώρησης -έναντι τιμήματος- των δημοσίων τηλεοπτικών συχνοτήτων. Δεν βγάζει δηλαδή σε δημοπρασία τηλεοπτικούς σταθμούς.
Έτσι, ακόμα κι αν συμφωνηθεί, οι προς παραχώρηση τηλεοπτικές άδειες να είναι επτά και όχι τέσσερις, όπως εισηγείται ο υπουργός Επικρατείας, ουδείς μπορεί να θεωρήσει δεδομένο πως οι σημερινοί ιδιοκτήτες θα πλειοδοτήσουν έναντι άλλων επιχειρηματιών που θα ενδιαφερθούν.
Η συζήτηση είναι σε μεγάλο βαθμό προσχηματική. Το ζητούμενο είναι να ωφεληθεί το Δημόσιο από την παραχώρηση δημόσιας περιουσίας (συχνότητες). Ο δε αριθμός των τηλεοπτικών αδειών προφανώς ορίζεται από τις συνθήκες της αγοράς.
Γιατί, για παράδειγμα, δεν παραχωρήθηκαν περισσότερες από τρεις άδειες κινητής τηλεφωνίας; Μήπως γιατί δεν το άντεχε και δεν το αντέχει η αγορά;