Του Σεραφείμ Π. Κοτρώτσου
Το πολιτικό σύστημα σπαταλά τα τελευταία αποθέματα ανοχής της κοινωνίας όταν, αντί να βρει διαύλους συνεννόησης στα μείζονα ζητήματα που απασχολούν τη χώρα –ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, για παράδειγμα, μετά το πέρας της αξιολόγησης που εκ των πραγμάτων έχει αναχθεί σε ορόσημο- έχει βυθιστεί σε μία πολεμική ρητορική με αφορμή το θέμα των τηλεοπτικών αδειών. Παρότι ελάχιστοι αντιλαμβάνονται τις τεχνικές λεπτομέρειες του εάν πρέπει να παραχωρηθούν τέσσερις ή περισσότερες άδειες λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, εκείνο που μένει στον μέσο πολίτη είναι πως το πολιτικό προσωπικό είτε κόπτεται να συντηρηθούν οι προνομιακές σχέσεις μιντιακών και οικονομικών συμφερόντων με την εκάστοτε εξουσία, είτε –αυτό χρεώνεται στην κυβέρνηση- επιδιώκει να δημιουργηθούν νέες σχέσεις διαπλοκής που θα αντικαταστήσουν τις παλαιές.
Τα προηγούμενα χρόνια, μερίδα αυτού του συστήματος στιγματίστηκε με κατηγορίες περί «προδοσίας» και «γερμανοτσολιάδων». Κι ενώ θα περίμενε κανείς –ιδιαίτερα μετά την υιοθέτηση του τρίτου μνημονίου- αυτό το πολιτικό προσωπικό να έχει βάλει μυαλό, είναι οι χθεσινοί κυβερνώντες και σήμερα αντιπολιτευόμενοι που είχαν γίνει στο παρελθόν στόχοι τέτοιων κατηγοριών οι οποίοι πρωταγωνιστούν σε ανάλογη ρητορική κατά των σημερινών κυβερνώντων και χθεσινών αντιπολιτευόμενων. Η επανάληψη της Ιστορίας ως φάρσα.
Την ώρα, όμως, που εξαπολύονται κατηγορίες περί «χουντικού Κοινοβουλίου» και «δικτατορίσκων», οι πραγματικοί υμνητές τέτοιων ακραίων αντιλήψεων επιχαίρουν ως λύκοι μεταξύ προβάτων.
Το τελευταίο περιστατικό με τις κατηγορίες περί «εθνικής προδοσίας» από βουλευτές της Χρυσής Αυγής (κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής) που παραδόθηκε σε κοινή θέα ως βιντεοσκοπημένο υλικό μέσω των καναλιών, ούτε αυτοσχέδιο ήταν, ούτε αποσπασματικό. Είχε προηγηθεί η προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να οικειοποιηθεί το αγροτικό κίνημα και τα μπλόκα.
Δυστυχώς φαίνεται πως είναι μια νέα στρατηγική που εκπόνησε και υλοποιεί η ελληνική ακροδεξιά, η οποία δείχνει να αντιλαμβάνεται και φυσικά να αξιοποιεί, από τη μια, τις εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες που δημιουργούν στη χώρα μας οι σκληρές πολιτικές του κουαρτέτου και της κυβέρνησης και από την άλλη την γενικευμένη πολιτική και κοινωνική αστάθεια που προκαλεί σε ολόκληρη την ΕΕυρώπη το ανεξέλεγκτο προσφυγικό.
Η Χρυσή Αυγή βλέπει αυτό που άλλοι δεν βλέπουν. Στην Ευρώπη αναπτύσσεται ραγδαία η «νοοτροπία του Visegrad», ήτοι η ευρωφοβία και ο υπολανθάνων ρατσισμός που ενδύεται την άποψη περί προάσπισης του εθνικού κράτους. Αυτή η άποψη δεν εγκλωβίζεται σ’ αυτό το μικρό σύνολο κρατών της Ανατολικής Ευρώπης (που ποτέ δεν κατόρθωσαν να ενσωματωθούν στον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό) αλλά διατρέχει σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα. Συναντάται, δε, με το Brexit και με την αγανάκτηση, των μεν νότιων ευρωπαϊκών χωρών για τη γερμανική εμμονή σε εξοντωτικές πολιτικές λιτότητας, των δε βορείων για την «ανυπακοή» των Ιταλών, των Ελλήνων ή των Ισπανών.
Η καταστροφή των τελευταίων ανθεκτικών τμημάτων του κοινωνικού ιστού στην Ελλάδα με τις πολιτικές της υπερφορολόγησης (γράφαμε, για παράδειγμα, σε παλαιότερο άρθρο πως το Ασφαλιστικό θα είναι για τον Αλέξη Τσίπρα ότι ο ΕΝΦΙΑ για τον Αντώνη Σαμαρά) και οι κραυγές περί «χούντας» και «όλοι ίδιοι είναι», δίνουν τροφή στη Λερναία Ύδρα των φοβικών και αντιευρωπαϊκών αντιλήψεων που επιδιώκει να εκπροσωπήσει η Χρυσή Αυγή.
Η απάντηση δεν είναι ο σχηματισμός Οικουμενικής, όπως προωθούν εγχώρια και αλλοδαπά κέντρα, αλλά η διαμόρφωση πειστικού πλαισίου εξόδου από την κρίση και η συναίνεση των κομμάτων επί του προσφυγικού και των εθνικών θεμάτων. Αλλιώς το πολιτικό σύστημα σκάβει το λάκκο του…