Στην Αθήνα η «έκπληξη» του Brexit έγινε δεκτή με ανάμικτα συναισθήματα. Στα κυβερνητικά γραφεία κάποιοι έκαναν λόγο –ίσως και με ελαφρά ικανοποίηση- για «ένα ηχηρό μήνυμα των Βρετανών σε μια Ευρώπη που πρόδωσε τον εαυτό της», ωστόσο στο Μέγαρο Μαξίμου παρακολουθούσαν με ανησυχία τις εξελίξεις.
Δεν είναι μόνο οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις (π.χ στον τουρισμό όπου με την πτώση της τιμής της στερλίνας και η δική μας χώρα γίνεται ακριβότερη για τον μέσο Βρετανό ή οι επιδράσεις στον κύκλο εισαγωγών- εξαγωγών, στο ναυτιλιακό κεφάλαιο και αλλού) στην ευρωπαϊκή οικονομία αλλά και η δραματική αλλαγή στους συσχετισμούς όσο το κατά πόσο το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος θα μπορούσε να επιδράσει ως πίεση για την ανατροπή των οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζονται αυτή τη στιγμή στην Ευρωζώνη.
Επ΄ αυτού αν και οι προβλέψεις των αναλυτών ποικίλουν, οι περισσότεροι θεωρούν πως το μήνυμα που εκπέμπει το Βερολίνο αλλά και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών ότι «εκτός σημαίνει εκτός» θα μεταφραστεί σε ακόμα μεγαλύτερη σκλήρυνση των θέσεων της γερμανικής ηγεμονίας.
Η αλήθεια είναι πως τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν τους περισσότερους Ευρωπαίους και αναμφίβολα τους Έλληνες, ήτοι οι υφεσιακές πολιτικές της λιτότητας, η περαιτέρω απορρύθμιση στην αγορά εργασίας και το προσφυγικό δεν αποτέλεσαν μέρος της πολιτικής ατζέντας επί της οποίας διεξήχθη η μάχη του Brexit με το Bremain.
Δύσκολα, για παράδειγμα, θα έβλεπε κανείς τον Φρανσουά Ολάντ να αναστέλλει την προώθηση του σκληρού εργασιακού πακέτου που έχει ξεσηκώσει τα γαλλικά συνδικάτα επειδή οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ του Brexit.
Στην κυβέρνηση, μάλιστα, κάποιοι θυμήθηκαν τον περιβόητο διάλογο του Πωλ Τόμσεν με τη Ντέλια Βελκουλέσκου –που είχε διαρρεύσει και προκάλεσε τον Μάϊο την αντίδραση της κυβέρνησης του κ. Αλέξη Τσίπρα- σύμφωνα με τον οποίο το ελληνικό πρόβλημα και η αξιολόγηση έπρεπε να έχουν κλείσει πριν τη διενέργεια του βρετανικού δημοψηφίσματος.
Οι Γερμανοί έχουν επιβάλει την δική τους ατζέντα στην Ελλάδα και όλα δείχνουν, λοιπόν, πως αυτή δεν θα επηρεαστεί από το αποτέλεσμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν αποκλείεται, δε, το Βερολίνο να επιδιώξει να επιβάλλει αυτές τις πολιτικές με ακόμα εντονότερο τρόπο μετά το Brexit, όπως συνέβη και μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 2014, τα οποία και τότε είχαν εκληφθεί ως μήνυμα για αλλαγή της Ευρώπης.
Εκείνο που ίσως κλόνιζε κατάτι αυτή την κατάσταση είναι η αλυσίδα πιθανών επιπτώσεων (domino effect) από το βρετανικό δημοψήφισμα. Το αποτέλεσμα των ισπανικών εκλογών και η ενίσχυση των Podemos σε ρυθμιστικό παράγοντα ή και πρωταγωνιστή των εξελίξεων στην τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε (τρίτη, πλέον, μετά την αποχώρηση των Βρετανών) θα ήταν μία τέτοια επίπτωση. Όπως και η διαταραχή που θα προκληθεί στην Ιρλανδία που ως μέλος της Ευρωζώνης θα επιχειρήσει να συνδεθεί με τους ομοεθνείς της Βόρειας Ιρλανδίας που ως μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου θα βρεθεί εκτός αυτής.
Αλλά και η ενίσχυση της ευρωφοβίας, με τους Ολλανδούς ακροδεξιούς να διεκδικούν το δικό τους δημοψήφισμα και την Μαρίν Λεπέν να εξαγγέλει καμπάνια για την έξοδο της Γαλλίας (Frexit) από την Ε.Ε.
Μένει, βεβαίως, να δούμε πως και εάν το Brexit θα βρει πολιτική έκφραση στην Ελλάδα. Στο εγχώριο πολιτικό σύστημα είναι αλήθεια πως υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα ή μικρά κόμματα που εν μέρει ταυτίζονταν με τον ακραίο λόγο (όχι πάντοτε άδικο ως προς την ευρωπαϊκή χροιά του) του κεντρικού εκπροσώπου του “Leave» Νάϊτζελ Φάραντζ.
Στο επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα, πάντως, δηλώνουν ταυτισμένοι με τη γενικότερη ευρωπαϊκή στάση έναντι των δραματικών ανατροπών που επιφέρει το Brexit, από την άλλη αναζητούν συμμαχίες ( Ισπανία μετά τις εκλογές, Ιταλία και Γαλλία) για να διεκδικηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες πολιτικές ανάπτυξης και χαλάρωσης της δημοσιονομικής θηλιάς που έχουν επιβάλλει οι Γερμανοί. Το βέβαιο είναι πως η Ευρώπη δεν είναι πια ίδια, όμως αυτό δεν σημαίνει πως η όποια εξέλιξη θα είναι προς το καλύτερο…