Η τρέχουσα πολιτική ανάλυση -ακούγεται και γράφεται παντού- λέει πως η κυβέρνηση και προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας διέρχονται αυτή την εποχή τον (πολιτικό) Ρουβίκωνα. Διήλθαν, δηλαδή, εκείνη την καμπή που στην διαδρομή μιας κυβέρνησης χωρίζει την ανοχή και την ηγεμονία από την σταδιακή πτώση που, συνήθως, καταλήγει στην απώλεια της εξουσίας.
Αυτή η αντίληψη εξάγεται από τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων αλλά κυρίως από την περιρρέουσα ασφυκτική κοινωνική ατμόσφαιρα. Και την συμμερίζονται πολλά στελέχη της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργικού επιτελείου.
Τα πράγματα είναι, δυστυχώς, απλά. Και αυτή η κυβέρνηση πέφτει θύμα των ίδιων εξοντωτικών για την κοινωνία μνημονιακών πολιτικών.
Η κυβέρνηση Τσίπρα ακόμα περισσότερο για δύο λόγους: Πρώτον, ως τέταρτη κατά σειρά κυβέρνηση που εφαρμόζει μνημόνιο (από το 2010) εισπράττει σωρρευτικά την δυσαρέσκεια και την οργή μιας πτωχοποιημένης κοινωνίας που, μάλιστα, δεν βλέπει διέξοδο από την κρίση και, δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει επιπλέον τα επίχειρα προσδοκιών που διαψεύσθηκαν και δεσμεύσεων που δεν υλοποιήθηκαν.
Είναι τουλάχιστον αφελείς όσοι πίστευαν πως αυτή η κυβέρνηση θα εφάρμοζε το τρίτο κατά σειρά μνημόνιο περικοπών και υπερφορολόγησης αλλά θα περνούσε το ποτάμι χωρίς να βρέξει τα πόδια της.
Τις τελευταίες μέρες, ωστόσο, η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται σχετικά με το εάν ο Αλέξης Τσίπρας θα πάει σε εκλογές ή εάν οι πολίτες ταυτίζονται με το αίτημα της Νέας Δημοκρατίας για άμεση προσφυγή στις κάλπες (η δημοσκόπηση της Αυγής τροφοδότηση, είναι αλήθεια, αυτή τη συζήτηση). Για ακόμα μία φορά το πολιτικό σύστημα βυθίζεται σε ένα παραπλανητικό ζήτημα.
Το θέμα (μας) είναι ποιος θα κυβερνά ή εάν θα εφαρμόζει το ίδιο αυτό πρόγραμμα που επί έξι χρόνια βυθίζει την κοινωνία στην πτώχεια και την οικονομία σε αδιέξοδα;
Η προσφυγή στις κάλπες θα είχε, ίσως, νόημα εάν αυτό οδηγούσε σε νέους πολιτικούς συσχετισμούς και μία κυβέρνηση που θα μπορούσε να διεκδικήσει την ανατροπή του μίγματος μνημονιακών μέτρων που εφαρμόζονται. Δηλαδή, άμεση και γενναία ελάφρυνση χρέους, σημαντικά μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα, ικανά αναπτυξιακά πακέτα για την αναθέρμανση της ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας και κοινωνικά μέτρα προστασίας των πτωχότερων.
Βλέπει κανείς κάτι τέτοιο να είναι πιθανό να συμβεί εάν στη θέση της κυβέρνησης Τσίπρα- Καμμένου βρεθεί μια άλλη Μητσοτάκη- Φώφης- Σταύρου;
Θεωρεί, λογικά, κανείς πως ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε που απορρίπτει κατηγορηματικά οποιαδήποτε συζήτηση για ελάφρυνση χρέους και μικρότερα πλεονάσματα πριν τις γερμανικές εκλογές, θα αλλάξει άρδην άποψη επειδή θα έχει αλλάξει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην Αθήνα;
Αλλά κι αν θεωρήσει κανείς ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αποδειχθεί αποτελεσματικότερος (και ίσως αυτό να είναι σχετικά ακριβές με τις εσωτερικές διαφωνίες στον ΣΥΡΙΖΑ) στις ιδιωτικοποιήσεις, είναι αυτές ικανές από μόνες τους να αλλάξουν το σημερινό μείγμα πολιτικής;
Πόσο, άλλωστε, θα αντέξει μία τέτοια κυβέρνηση με σαφέστατα πιο “σκληρό” ιδεολογικό προσανατολισμό στα της αγοράς εργασίας και στην αναδιάρθρωση του Δημοσίου; Η εικόνα των συνταξιούχων έξω από το “αριστερό” Μέγαρο Μαξίμου και οι ογκούμενες κοινωνικές αντιδράσεις θα σταματήσουν όταν αλλάξουν οι ένοικοι στο νεοκλασικό της Ηρώδου του Αττικού;
Δικαιούται, φυσικά, καθένας να πιστεύει πως η αλλαγή της κυβέρνησης είναι μια λυτρωτική λύση. Η πραγματικά λυτρωτική λύση, όμως, είναι η σημαντική αναδιάρθρωση του προγράμματος. Η συνειδητοποίηση όλων -κυρίως των δανειστών- πως η επιδίωξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, η άρνηση για την ελάφρυνση του χρέους και η απουσία γνήσιων αναπτυξιακών πολιτικών οδηγούν ατελέσφορα στο ίδιο σημείο, όπως συνέβη και με το πρώτο και με το δεύτερο μνημόνιο.
Αυτό δεν θα κριθεί στο εάν στη θέση του Τσίπρα βρεθεί ο Μητσοτάκης. Εν ολίγοις, το πρόβλημα δεν είναι τι όπλο επιλέγει ο δολοφόνος αλλά πως μπορείς να αποτρέψεις τη δολοφονία.
Τι μπορεί να συμβεί:
- Πρώτον, ΑΝΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ. Ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει, επιτέλους, να σχηματίσει μια κυβέρνηση με “στοχοπροσήλωση”. Υπουργοί που ανοίγουν λάθος κοινωνικά μέτωπα την ώρα που οι πολίτες είναι δικαίως εξαγριωμένοι με την υπερφορολόγηση δεν έχουν θέση στην κυβέρνηση. Είναι απλώς μικροί ιδεολογικοί ταραξίες ή θεωρητικοί μιας άλλης, ενδιαφέρουσας, αντίληψης που θα είχε νόημα και λόγο σε συνθήκες κοινωνικής ηρεμίας. Όχι τώρα.
- Δεύτερον, η νέα κυβέρνηση δεν πρέπει να εκπροσωπεί -όπως συμβαίνει τώρα- τα “απόνερα” του μικρού ΣΥΡΙΖΑ του 2012. Η αποστολή του Τσίπρα υπερβαίνει τον ΣΥΡΙΖΑ και αφορά τη χώρα. Η διεύρυνση είναι αναγκαία ακόμα και σε πρόσωπα που μπορεί να προκαλούν φλύκταινες στους εναπομείναντες οπαδούς της ιδεολογικής καθαρότητας στην πλατεία Κουμουνδούρου. Όσοι δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά, ας αλλάξουν δουλειά…
- Τρίτον, ο πρωθυπουργός οφείλει να αναζητήσει συναινέσεις και προς τις κοινωνικές- παραγωγικές τάξεις και προς την αντιπολίτευση. Μπορεί να τον πολεμά (κακώς) η Ν.Δ για την προσπάθειά του να ανατρέψει τα παλαιά συστήματα διαπλοκής και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, όμως γιατί να μην μπορεί να υπάρξει σύγκλιση π.χ στην διεκδίκηση μικρότερων πλεονασμάτων, κάτι που ζητούν και η κυβέρνηση, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, και ο επικεφαλής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας; Δεν θα ήταν θετικό να σταλεί καθαρά στους δανειστές αυτό το μήνυμα της εσωτερικής συναίνεσης στα συγκεκριμένα ζητήματα; Μπορεί στη Ν.Δ να παίζουν τα παιχνίδια κάποιων καναλαρχών, όμως τι έχουν να χωρίσουν με την κυβέρνηση στην (απο κοινού) διεκδίκηση της ελάφρυνσης του χρέους; Άρα, δίχως να απομειώνεται η ένταση και ο έλεγχος της αντιπολίτευσης, υπάρχει πεδίο σύγκλισης στα ζητήματα της οικονομίας και του εφαρμοζόμενου προγράμματος. Κι αυτή την πρωτοβουλία οφείλει να την αναλάβει ο πρωθυπουργός και να την αποδεχθεί ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η πρωτοβουλία, δε, είναι αναγκαία για τον Αλέξη Τσίπρα εάν δεν θέλει να συρθεί μέσα από τα καυδιανά δίκρανα της πολιτικής απαξίωσης της κυβέρνησής του. Διότι, ας είμαστε ειλικρινείς, την καμπή από την ανοχή και την ηγεμονία, όντως, την διέρχεται. Και εάν δεν προλάβει, αυτός ο δρόμος είναι χωρίς επιστροφή- παραδείγματα στο πρόσφατο παρελθόν αρκετά…
Ας κάνουμε αυτά προς το παρόν και για τις εκλογές βλέπουμε…