Του Σεραφείμ Π. Κοτρώτσου
Οι ανταποκρίσεις στα διεθνή και ελληνικά μέσα ενημέρωσης από τη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών συγκλίνουν στο ότι ο πρωθυπουργός εισέπραξε την “ευγενική άρνηση” της Άγκελα Μέρκελ ως προς το αίτημά του για επίλυση-πακέτο της δεύτερης αξιολόγησης και της συζήτησης για τη διευθέτηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος φέρεται, μάλιστα, να παρέπεμψε την ελληνική κυβέρνηση -ήτοι, ως προς τούτο, τον Ευκλείδη Τσακαλώτο- στον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, ο οποίος υποδείχθηκε από την κ. Μέρκελ ως εκείνος που χειρίζεται το συγκεκριμένο θέμα και, κατ’ επέκταση, στο Eurogroup, ένα όργανο, όμως, όπου ο έλεγχος του Γερμανού υπουργού Οικονομικών είναι σχεδόν απόλυτος.
Ήταν γνωστό πως η συζήτηση με την Άγκελα Μέρκελ δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, πως δεν έπρεπε και να γίνει.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος και ο ισχυρότατος παράγοντας του CDU, υφιστάμενός της και υπουργός Οικονομικών είναι δύο πρόσωπα που μπορεί κατά καιρούς να διατυπώνουν αποκλίνοντα λόγο στα ευρωπαϊκά fora, μπορεί η πρώτη να είναι η ισχυρή πλην όμως ευέλικτη εικόνα μιας ηγεμονικής Γερμανίας και ο δεύτερος ο ακλόνητος υπερασπιστής της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της προτεσταντικής τιμωρητικής λογικής, κατά βάθος, ωστόσο, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Του νομίσματος μιας πολιτικής (και όχι μόνο) ελίτ, η οποία σε λιγότερο από έντεκα μήνες από σήμερα θα δοκιμασθεί σκληρά στις γερμανικές εκλογές, απέναντι σε ένα ραγδαία ανερχόμενο ξενο(ευρω)φοβικό AfD και σε μια σειρά προβλήματα, εκ των οποίων ένα μόνο αν και το σημαντικότερο είναι το προσφυγικό.
Υπό τις συνθήκες αυτές η Άγκελα Μέρκελ όσο και να θέλει (;) να αμβλύνει τις αντιθέσεις με τις χώρες του Νότου (πρόσφατη είναι η πολιτική σύγκρουση με τον Ματέο Ρέντσι που δίνει οσονούπω τη δική του μάχη επιβίωσης στο ιταλικό δημοψήφισμα) και ιδιαίτερα με την Ελλάδα, είναι εκ των πραγμάτων εγκλωβισμένη στο εσωτερικό πολιτικό κύκλο της Γερμανίας και στις λεπτές ισορροπίες με τον γερμανικό “αστερισμό” επιρροής στη Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη ούτως ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να διαρρήξει τις σχέσεις της ή να εκθέσει τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε.
Ας γίνει σαφές. Για τον επόμενο ένα χρόνο, τουλάχιστον, Μέρκελ και Σόϊμπλε θα κινούνται ταυτόσημα ή συμπληρωματικά. Κι αυτό, όσον αφορά την υπόθεση του ελληνικού χρέους είναι μία αναμφισβήτητα αρνητική εξέλιξη.
Δεν είναι, όμως, και η μόνη.
- Από το 2012 και εντεύθεν οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν δεσμευθεί σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και σε συγκεκριμένους τρόπους διαχείρισης της βιωσιμότητας του χρέους. Η απόφαση του Eurogroup το Νοέμβριο του 2012, η συμφωνία του Ιουλίου του 2015 για το τρίτο μνημόνιο και οι αποφάσεις του Eurogroup τον περασμένο Μάϊο θέτουν ένα πλαίσιο κειμένων και διακηρύξεων από το οποίο η Γερμανική πλευρά δεν θέλει και δεν έχει κανένα λόγο να μετακινηθεί.
- Στη συμφωνία του Ιουλίου του 2015 η αναφορά είναι σαφής όσο και ασαφής:«Υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Αυτό οφείλεται στη χαλάρωση των πολιτικών που ακολουθήθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πρόσφατη επιδείνωση του εσωτερικού μακροοικονομικού και χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος. Η σύνοδος κορυφής για το ευρώ υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη της ευρωζώνης έχουν θεσπίσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών μία αξιοσημείωτη δέσμη μέτρων προς υποστήριξη της βιωσιμότητας του χρέους της Ελλάδας, η οποία εξομάλυνε την πορεία εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας και μείωσε το κόστος σημαντικά» αναφέρεται στη δήλωση και προστίθεται:
«Με αυτά τα δεδομένα και στο πλαίσιο του πιθανού μελλοντικού προγράμματος του ΕΜΣ, καθώς και σύμφωνα με το πνεύμα της δήλωσης της Ευρωομάδας του Νοεμβρίου του 2012, η Ευρωομάδα παραμένει έτοιμη να εξετάσει, εάν χρειαστεί, πιθανά πρόσθετα μέτρα (πιθανή παράταση των περιόδων χάριτος και αποπληρωμής), για να εξασφαλιστεί ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν σε βιώσιμο επίπεδο. Τα μέτρα αυτά θα εξαρτώνται από την πλήρη υλοποίηση των μέτρων τα οποία πρόκειται να συμφωνηθούν σε πιθανό νέο πρόγραμμα και θα εξεταστούν μετά την πρώτη θετική ολοκλήρωση επανεξέτασης. Η σύνοδος κορυφής για το ευρώ τονίζει ότι δεν μπορούν να αναληφθούν απομειώσεις της ονομαστικής αξίας του χρέους».
- Στο Eurogroup του Μαϊου, η εξειδίκευση έγινε ως εξής:Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης επαναλαμβάνουν για ακόμη μια φορά ότι ονομαστικό κούρεμα χρέους αποκλείεται, ενώ παραθέτουν διάφορες άλλες τεχνικές -όπως χαμηλότερα επιτόκια, επιμήκυνση κ.α.- προκειμένου οι ακαθάριστες δανειδοτικές ανάγκες της χώρας να παραμείνουν κάτω από ένα συγκεκριμένο ποσοστό του ΑΕΠ (15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και 20% του ΑΠΕ μακροπρόθεσμα).
Κάνουν δε λόγο για μια προοδευτική εφαρμογή μέτρων που θα διακρίνεται σε τρία στάδια: Πρώτον, το βραχυπρόθεσμο που ορίζεται από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος (δηλαδή του τρίτου μνημονίου) όπως η εξομάλυνση των λήξεων των δανείων του EFSF και ορισμένες διευκολύνσεις στα περιθώρια επιτοκίου. Δεύτερον, το μεσοπρόθεσμο στάδιο όπου το Εurogroup αναμένει ένα πιθανό δεύτερο πακέτο μέτρων το οποίο θα ακολουθήσει την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM. Αυτά τα μέτρα θα εφαρμοστούν εάν μια επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα εκπονηθεί από τους θεσμούς στο τέλος του προγράμματος, δείξει ότι είναι απαραίτητα, για να ικανοποιούνται τα κριτήρια των ακαθάριστων δανειακών αναγκών του 15% και του 20%. Τρίτον, το μακροπρόθεσμο στάδιο το οποίο περιλαμβάνει την υιοθέτηση ενός μόνιμου προληπτικού μηχανισμού που θα ενεργοποιείται όταν χρειάζεται για να κρατά τις χρηματοδοτικές ανάγκες στα επίπεδα που έχουν ορισθεί χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές όπως αναβολή πληρωμής επιτοκίων, επιμήκυνση δανείων και άλλα.
Αυτά τα κείμενα έχει κάθε λόγο να επικαλείται με προτεσταντική επιμονή ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, παρά το γεγονός ότι αφενός έχουν αλλάξει οι συνθήκες στην Ευρωζώνη και στην ελληνική οικονομία και αφετέρου υπάρχει θεωρητικά η κεντρική βούληση των εταίρων να δώσουν μία ώθηση ανάπτυξης στη χώρα.
Αξίζει να σημειωθεί πως παρά τις κατά καιρούς διατυπωθείσες “ευχές” για ανάπτυξη μέσω μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ούτε ένα σοβαρό επενδυτικό σχέδιο δεν έχει διατυπωθεί έως σήμερα από γερμανικό επχιειρηματικό όμιλο, με εξαίρεση, φυσικά, την παραχώρηση των περιφερειακών αεροδρομίων στη Fraport- μια συμφωνία με αμφισβητήσιμη οικονομική σκοπιμότητα που είχε συνάψει η κυβέρνηση Σαμαρά και υλοποίησε η κυβέρνηση Τσίπρα.
Εν ολίγοις, επειδή ο πολιτικός κύκλος στη Γερμανία προέχει αυτή τη στιγμή οιασδήποτε ειλικρινούς συζήτησης για υποβοήθηση της αναπτυξιακής πορείας της Ελλάδας μέσω της ελάφρυνσης του χρέους (την αλληλουχία των θετικών συνεπειών περιέγραψε εξαιρετικά πριν μερικές μέρες ο επικεφαλής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας), είναι σχεδόν απίθανο να εκδηλωθεί κάποια αξιοσημείωτη πρωτοβουλία από το Βερολίνο.
Οι πιέσεις του Μάριο Ντράγκι είναι χρήσιμες αλλά ο επικεφαλής της ΕΚΤ είναι ούτως ή άλλως σε κόντρα με τον Σόϊμπλε σχετικά με τις πρωτοβουλίες του για μείωση των επιτοκίων και το φαραωνικό πρόβλημα των γερμανικών τραπεζών, το οποίο το Βερολίνο έχει κρύψει κάτω από το χαλί.
Ο Μπάρακ Ομπάμα, τρεις μήνες πριν την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο ελάχιστα πράγματα μπορεί να κάνει παρότι ο συμβολισμός της επίσκεψής του στην Αθήνα δεν είναι αμελητέος.
Εν κατακλείδι, η Αθήνα κινδυνεύει να βρεθεί ενώπιον ενός διπλού προβλήματος:
Πρώτον, της διελκυστίνδας μεταξύ ΔΝΤ και Σόϊμπλε, όπου η αδυναμία εύρεσης κοινού τόπου μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερες απαιτήσεις και δεύτερον, τη σκλήρυνση της στάσης της Γερμανίας στην επικείμενη δεύτερη αξιολόγηση αλλά και μετά εξαιτίας των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων στη Γερμανία.
Θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς πως αυτή η εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση μπορεί να επιλυθεί με προσφυγή στις κάλπες. Αφελές για τον πρόεδρο της Ν.Δ που το ζητάει ωσάν εκείνος να αντιμετωπισθεί με διαφορετικό τρόπο( αυτό που με επώδυνο τρόπο έγινε μάθημα για τον Αλέξη Τσίπρα, ήτοι η αποδόμηση του Αντώνη Σαμαρά από τη στιγμή που κόπηκαν οι γέφυρες επικοινωνίας με το Βερολίνο, φαίνεται πως δεν έχει ενσωματωθεί ακόμα στην πολιτική λογική του Κυριάκου Μητσοτάκη), αφελές και για όσους στην κυβέρνηση σκέπτονται μία δήθεν “ηρωϊκή” έξοδο.
Προσώρας, ένας μόνο τρόπος υπάρχει. Επισφαλής ακόμα κι αυτός. Η διεύρυνση του μετώπου συνεργασιών για τη διεκδίκηση του τετράπτυχου αξιολόγηση- χρέος- μικρότερα πλεονάσματα- ώθηση στην ανάπτυξη και αποφορολόγηση στο εσωτερικό της χώρας και η ενίσχυση των συμμαχιών στο εξωτερικό. Αυτό απαιτεί πολιτικές συγκλίσεις και όχι ιαχές και ύβρεις…