Ένα γνωστό στέλεχος της αμερικανικής ακροδεξιάς επέλεξε ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ως το νέο του ανώτατο σύμβουλο στρατηγικής στον Λευκό Οίκο που θα αναλάβει καθήκοντα από τις 20 Ιανουαρίου.
Πρόκειται για τον Στιβ Μπάνον, γενικό διευθυντή από τον περασμένο Αύγουστο της προεκλογικής του καμπάνιας, που έχει χαρακτηριστεί για τις αντισημιτικές, αντιφεμινιστικές και προκλητικές δηλώσεις του, όπως και για το ότι κατηγορήθηκε ότι άρπαξε τη γυναίκα το λαιμό.
Ο 63χρονος Μπάνον δεν είναι βέβαια τόσο «αντικαθεστωτικός» όσο θέλει να παρουσιάζεται. Με μάστερ στην πολιτική εθνικής ασφάλειας έχει τελειώσει το Harvard Business School και κατόπιν εργάστηκε ως στην τράπεζα Goldman Sachs. Αργότερα τα παράτησε για να γίνει παραγωγός ταινιών στο Χόλιγουντ, ενώ ήταν παραγωγός της δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς Seinfield. Έχει κάνει και ντοκιμαντέρ για διάφορους συντηρητικούς πολιτικούς, όπως π.χ. την πρώην κυβερνήτη της Αλάσκα, Σάρα Πέιλιν.
Το 2012 ανέλαβε τη διεύθυνση του υπερσυντηρικού ενημερωτικού δικτύου Breitbart έως τον Αύγουστο του 2016 που δέχτηκε να γίνει διευθυντής της εκστρατείας Τραμπ.
Είναι από τα πιο γνωστά πρόσωπα της ακροδεξιάς, με μεγάλη απήχηση στο λεγόμενο Tea Party, ενώ η πρώην γυναίκα του τον έχει καταγγείλει ότι έλεγε πως δεν ήθελε οι κόρες του να πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο με παιδιά εβραϊκής καταγωγής.
«Έχει κάνει τόσα χυδαία σχόλια για τις μειονότητες και τους ομοφυλόφιλους, περισσότερα απ’ όσα μπορώ να μετρήσω», έχει δηλώσει ο Kurt Bardella, ένας επικοινωνιολόγος που ήταν στην ηγετική ομάδα του Breitbart και τελικά παραιτήθηκε.
Χαρακτηριστικοί τίτλοι θεμάτων από την υπερσυντηρητική ιστοσελίδα του:
Οι κατηγορίες για ενδοοικογενειακή βία
Με την κατηγορία της ενδοοικογενειακής βίας διώχθηκε το 1996 ο νέος γενικός διευθυντής της εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, Στιβ Μπάνον. Όπως, μάλιστα, δημοσιεύουν οι New York Times, είχε απειλήσει την τότε σύζυγό του με αντίποινα, σε περίπτωση που κατέθετε εναντίον του.
Συγκεκριμένα, στον Στιβ Μπάνον είχαν απαγγελθεί τον Φεβρουάριο του 1996 οι κατηγορίες της ενδοοικογενειακής βίας, της επίθεσης και της απόπειρας εκφοβισμού, όμως η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο όταν η τότε σύζυγός του Μέρι Λουίζ Πικάρντ δεν προσήλθε για να δώσει κατάθεση, λίγους μήνες αργότερα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
Την 1η Ιανουαρίου το ζευγάρι καβγάδισε πολύ άσχημα, καθώς οι διαπληκτισμοί μετατράπηκαν σε σωματική βία. Ο Μπάνον είχε αρπάξει τη γυναίκα του από τον λαιμό και το μπράτσο, σύμφωνα με τη New York Post, και είχε πετάξει το τηλέφωνο στην άλλη άκρη του διαμερίσματος που διέμεναν, ενώ την εξύβρισε όταν εκείνη προσπάθησε να καλέσει την αστυνομία.
Η αστυνομία εντόπισε στο σημείο τα κομμάτια του τηλεφώνου που είχε διαλυθεί και φωτογράφισε τα σημάδια στον λαιμό και τους καρπούς της Μέρι Λουίζ Πικάρντ. Κατόπιν εξήγησε, όπως αποκαλύπτουν δικαστικά έγγραφα τα οποία περιήλθαν στην κατοχή των εφημερίδων, ότι ο Μπάνον της ζήτησε να φύγει από την πόλη για να μην καταθέσει εναντίον του.
Ο συνήγορος του Στιβ Μπάνον την «απείλησε» και της είπε ότι εκείνη «δεν έχει χρήματα και κανένα μέσο για να καλύψει τις ανάγκες των δίδυμων κοριτσιών της», ηλικίας λίγων μηνών, εάν εκείνος δικαζόταν. Και στην περίπτωση που εκείνη επέμενε «εκείνος και ο δικηγόρος του θα διασφάλιζαν ότι (εκείνη) θα καταδικαζόταν ως ένοχη».
Η γυναίκα έκανε ό,τι της είπαν κι έφυγε με τα παιδιά της, έως τη στιγμή που ο δικηγόρος θα «μου τηλεφωνούσε και μου έλεγε ότι μπορούσα να επιστρέψω». Ο δικηγόρος Στιβ Μάντελ, σε επικοινωνία με τους New York Times, διέψευσε ότι άσκησε οποιουδήποτε είδους πίεση.
Ο Στιβ Μπάνον υποστήριξε την αθωότητά του και δεν θέλησε να προβεί σε δηλώσεις. Η εκπρόσωπος Τύπου του διαβεβαίωσε ότι εκείνος διατηρεί «μια πολύ καλή σχέση» με την πρώην του σύζυγο. Το ζευγάρι πήρε διαζύγιο λίγο μετά το συμβάν.