Πώς μπορείς την ίδια στιγμή που αμφισβητείς για πολλοστή φορά τη Συνθήκη της Λωζάνης, τη στιγμή που υπόσχεσαι «θα οδηγήσω την Τουρκία πιο πέρα» ή ακόμη χειρότερα όταν θέτεις στην κοινή γνώμη σου το δίλημμα ή θα «επεκταθούμε ή θα συρρικνωθούμε» να διεκδικείς ρόλο εγγυητή του νέου στάτους κβο που θα προκύψει από μια συμφωνία επίλυσης του Κυπριακού;
Η Ιστορία παίζει περίεργα παιχνίδια: Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, λίγες μέρες μετά την εκλογική νίκη του ΑΚΡ στην Τουρκία και ενώ είχε σχηματισθεί η μεταβατική κυβέρνηση Γκιουλ, καθώς ο Ερντογάν είχε καταδικασθεί σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, ο νικητής των εκλογών επέλεξε την Αθήνα για την πρώτη επίσκεψή του στο εξωτερικό. Μια επιλογή, το έδαφος της οποίας είχε προετοιμασθεί από τις ανεπίσημες επαφές με το ΑΚΡ στην προεκλογική περίοδο, στις οποίες είχε προχωρήσει τότε η κυβέρνηση Σημίτη.
Ο Ερντογάν από την Αθήνα έριξε μια βόμβα που αποσταθεροποίησε τους στρατηγούς στην Αγκυρα και τον Ντενκτάς στα Κατεχόμενα, με τη δήλωση ότι το μοντέλο του Βελγίου θα μπορούσε να εφαρμοσθεί για την επίλυση του Κυπριακού. Μια δήλωση που σίγουρα έκανε να αναθαρρήσουν οι ηγέτες της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, Ταλάτ και Ακιντζί. Τότε οι τολμηρές απόψεις του Ερντογάν είχαν καταγραφεί ως παράγων επιτάχυνσης της αναζήτησης λύσης στο Κυπριακό.
Πολιτικό κόστος
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα η αναθεωρητική ρητορική Ερντογάν μοιάζει να υποθηκεύει τη λύση του Κυπριακού, μία πλήρης αντίστιξη με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αναστασιάδη και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ακιντζί, που στην πολιτική τους διαδρομή πλήρωσαν με υψηλό πολιτικό κόστος τη σταθερή τους θέση για αναζήτηση λύσης με αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Ο Ερντογάν του 2002 φαίνεται να είναι πια παρελθόν, εκτός αν στη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα δώσει δείγματα ρεαλισμού και έμπρακτης αποστασιοποίησης από την αναθεωρητική του ρητορική.
Με τις εγγυήσεις Μεγάλης Βρετανίας, Τουρκίας και Ελλάδας για το στάτους κβο στην Κύπρο να είναι ήδη προβληματικές από το 1959, καθώς καθιέρωναν δικαίωμα επέμβασης σε κράτος-μέλος του ΟΗΕ, έγιναν ένας επικίνδυνος αναχρονισμός με την πλήρη ένταξη της Λευκωσίας στην ΕΕ και μάλιστα στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης. Τη χαριστική βολή στην αξιοπιστία των εγγυήσεων της Συμφωνίας για την επανένωση της Κύπρου προφανώς τη δίνει η ευκολία με την οποία ο Ερντογάν καταργεί μονομερώς διεθνείς συνθήκες.
Να σημειώσουμε εδώ ότι η Συνθήκη της Λωζάνης αναθεωρήθηκε δύο φορές.
Την πρώτη το 1938, όταν η Γαλλία παραχώρησε στην Τουρκία τη συριακή επαρχία της Αλεξανδρέττας, και τη δεύτερη το 1959 με τις Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου, που με το καθεστώς των εγγυήσεων ακύρωναν το άρθρο της Λωζάνης, με το οποίο η Αγκυρα εγκατέλειπε κάθε διεκδίκηση επί της Κύπρου.
Κλειδί το Κουρδικό εντός και εκτός συνόρων
Ο Ερντογάν εκπέμπει μια αποσταθεροποιητική αναθεωρητική ρητορική, που είναι περισσότερο ομολογία ανασφάλειας και αβεβαιότητας παρά επίδειξη πυγμής. Σήμερα με δική του υπαιτιότητα η Τουρκία βρίσκεται σε ταυτόχρονη σύγκρουση -αντιπαράθεση με το Κουρδικό Κίνημα σε τρία μέτωπα: Εντός συνόρων στη Νοτιοανατολική Τουρκία και εκτός συνόρων στο Βόρειο Ιράκ και στη Βορειοανατολική Συρία, περιοχές που αρχικά επεχείρησε να κρατήσει ο Κεμάλ υπό τουρκικό έλεγχο κάτω από τη στέγη ενός κοινού κράτους Τούρκων – Κούρδων.
Βαρομετρικό χαμηλό στις σχέσεις με Αμερική
Ή θα επεκταθούμε ή θα συρρικνωθούμε. Με το σύνθημα αυτό ο Ερντογάν προφανώς αναφέρεται στο δικαίωμα προληπτικής επέμβασης της Τουρκίας στη Συρία και στο Ιράκ, για να αποτρέψει εξελίξεις που θα οδηγούσαν σε γενικευμένη ανάφλεξη του Κουρδικού εντός συνόρων.
Οι ΗΠΑ παίζουν πλέον σχεδόν ανοικτά και χωρίς προσχήματα το χαρτί της χειραφέτησης των Κούρδων στο Ιράκ και στη Συρία, όχι μόνον συγκυριακά για να αντιμετωπίσουν τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, αλλά γιατί ένα ανεξάρτητο Κουρδιστάν είναι εργαλείο εξισορρόπησης και ελέγχου όλων των περιφερειακών φιλοδοξιών της Συρίας, του Ιράκ, του Ιράν και της Τουρκίας, ένα εν δυνάμει δεύτερο Ισραήλ στην περιοχή, η ασφάλεια του οποίου θα είναι σε άμεση συνάρτηση με την εγγύησή της από την Ουάσιγκτον.
Εξυπακούεται ότι πρόκειται για μία μακροπρόθεσμη στόχευση, η οποία στην παρούσα φάση περιορίζεται στη χειραφέτηση των Κούρδων της Συρίας κατά το μοντέλο της αυτόνομης κουρδικής οντότητας του Βορείου Ιράκ, με ζητούμενο την εδαφική συνέχεια και την πρόσβαση στη θάλασσα, μια στόχευση που είναι εφιάλτης του Ερντογάν: Οι Κούρδοι του Ιράκ να επεκτείνουν βορείως της Μοσούλης τον έλεγχό τους προς δυσμάς, να αποκτήσουν εδαφική επαφή με τους Κούρδους της Συρίας και αυτοί με τη σειρά τους πρόσβαση στη Μεσόγειο, μια διαδρομή που θα δίνει δυνατότητα εξαγωγής του πετρελαίου του κουρδικού Ιράκ με παράκαμψη της Τουρκίας.
Επιθετικοί ελιγμοί
Στα παραπάνω προσπαθεί να εναντιωθεί ο Ερντογαν με κάθε δυνατό τρόπο: Οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις βόρεια της Μοσούλης και ανάμεσα στους δύο θύλακες που ελέγχουν οι Κούρδοι της Συρίας δεν παρεμποδίζουν μόνον την ενοποίηση των κουρδικών περιοχών στη Συρία και στο Ιράκ, αλλά καθυστερούν την εκδίωξη των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους από τη Μοσούλη και τη Ράκα. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη Συρία, αν γεφυρωθούν οι διαφορές ΗΠΑ – Ρωσίας εξυπακούεται ότι το περιθώριο ελιγμών του Ερντογάν θα συρρικνωθεί δραματικά.
Επιπλέον δεν περνά εβδομάδα που η Αγκυρα να μην προβάλλει τη στενή διμερή σχέση με τη Ρωσία και την Κίνα ή ακόμη και την προσχώρηση στη Συμμαχία τη Σαγκάης ως εναλλακτικές επιλογές απέναντι στη Δύση, στις ΗΠΑ, στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Την ίδια στιγμή ο Ερντογάν με τον εκβιασμό του ελέγχου των προσφυγικών ροών προσπαθεί να διαφοροποιήσει την ΕΕ από τις ΗΠΑ, ένα παρακινδυνευμένο παιχνίδι, καθώς η ανοχή στις καθημερινές ρητορικές προκλήσεις της Αγκυρας κινδυνεύει να έχει εσωτερικό πολιτικό κόστος στη Γερμανία αλλά και σε άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ.
Κατευνασμός από ΗΠΑ
Με ανοικτό ερωτηματικό αν οι πρώτες τηλεφωνικές επαφές Τραμπ – Ερντογάν θα έχουν ουσιαστική συνέχεια, καθώς ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έχει δώσει προτεραιότητα στη συνεργασία με τη Ρωσία που, όπως είδαμε, δεν αφήνει ρόλο για την Αγκυρα σε Συρία, Ιράκ, οι ΗΠΑ προσπαθούσαν και πριν αλλά κυρίως μετά το αποτυχόν πραξικόπημα να κατευνάσουν τον Ερντογάν ή να αποφύγουν μια μετωπική σύγκρουση μαζί του.
Είναι προφανές ότι έτσι εξηγείται η στάση χαμηλών τόνων που κρατά το ΡΚΚ εντός Τουρκίας, παρά τους πρωτοφανείς διωγμούς κατά του κουρδικού κόμματος ΗDP, με την κουρδική ηγεσία να δίνει προτεραιότητα στη στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ και να τις διευκολύνει στην πολιτική κατευνασμού του Ερντογάν.
Στη λογική του κατευνασμού εντάσσεται και η προτεραιότητα που δίνει η Ουάσιγκτον στην επίλυση του Κυπριακού, που θα μεγιστοποιούσε την ενεργειακή συνεργασία Τουρκίας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου και θα διευκόλυνε τον διάλογο, έστω και προσχηματικό, Αγκύρας και ΕΕ.
Επιπλέον, η συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στις υπηρεσίες της ΕΕ στις Βρυξέλλες, στην ΕΚΤ και στο Ευρωκοινοβούλιο και η αναγνώριση των τουρκικών ως επίσημης ευρωπαϊκής γλώσσας θα μπορούσε να είναι επικοινωνιακά τεχνάσματα, αλλά και επί της ουσίας μια συμμετοχή της Αγκυρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι έστω και δι’ αντιπροσώπου.
Εκβιασμοί του Ερντογάν και κατευνασμός από τις ΗΠΑ μέχρι ενός ορίου: Αν οι επιχειρήσεις των τουρκικών δυνάμεων στη Συρία και στο Ιράκ ξεπεράσουν κάποια όρια, κάποιες ανεπίσημες αλλά παρασκηνιακά ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές, τότε η απάντηση θα έλθει με νέα δραστηριοποίηση του ΡΚΚ στη Νοτιοανατολική Τουρκία.
Πηγή: Ανάλυση του Γιώργου Καπόπουλου από το Έθνος,
http://www.ethnos.gr/diethni/arthro/ekbiazei_me_oplo_tin_apostatheropoiisi-64693286/