Ως “προσομοίωση εκλογών” αντιλαμβάνονται πολλοί τη χθεσινή σύγκρουση του Αλέξη Τσίπρα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη με τις εκ παραλλήλου ομιλίες τους στις Κοινοβουλευτικές Ομάδες των κομμάτων τους.
Σε ότι αφορά τον πρωθυπουργό, το “παραθυράκι” για εκλογές που αξιολογούν ορισμένοι ότι άφησε, συμπυκνώνεται στην εξής αποστροφή της ομιλίας του:
” Και σήμερα (ο Κυριάκος Μητσοτάκης) ζητά εκλογές, πάλι λίγο πριν από μια κρίσιμη αξιολόγηση, προεξοφλώντας μάλιστα ότι αυτή δεν θα κλείσει.
Αλλά ζητά εκλογές για ποιον ακριβώς λόγο; Για να πετύχει τι για τη χώρα; Μήπως έχει να μας πει ότι αυτός έχει κάποιο σχέδιο να διαπραγματευθεί καλύτερα; Όχι.
Το μόνο που έχει να μας πει είναι ότι ενδεχομένως θα συνεννοείται καλύτερα με τους δανειστές, γιατί δεν θα φέρνει καμία αντίρρηση σε τίποτα.
Αλλά αυτό που αποκρύβει είναι ότι σε μια τέτοια περίπτωση, δηλαδή σε ένα ενδεχόμενο αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και της δεύτερης αξιολόγησης, που ενδεχομένως να οδηγούσε και σε εκλογές, όπως διακαώς ζητά η Ν.Δ., ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αποτελούσε την τέλεια καταστροφή για την οικονομία”.
Βεβαίως, επανειλημμένως ο Αλέξης Τσίπρας εξέφρασε την πεποίθησή του πως η αξιολόγηση θα κλείσει ομαλά και θα ανοίξει το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους. Με όσα, όμως, δηλώνει καθημερινά ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, ουδείς μπορεί να γνωρίζει εάν θα βρεθεί σημείο σύγκλισης (με αμοιβαίες υποχωρήσεις) σε σχέση με όσα ζητάει το ΔΝΤ στα εργασιακά. Ως εκ τούτου, παρότι κανείς στην Ευρώπη ή τις ΗΠΑ θέλει ένα ελληνικό “ναυάγιο” με όλα τα μέτωπα (ιταλικό δημοψήφισμα, εκλογικός μαραθώνιος μέσα στο 2017 σε τέσσερις πρωτεύουσες κ.ά) ανοικτά, κάτι τέτοιο εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αποκλεισθεί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, βεβαίως, έκανε λόγο για “κυβερνητική ιδεοληψία” ως προς τα εργασιακά και τάχθηκε αναφανδόν υπέρ των επιχειρησιακών συμβάσεων. Ίσως δεν θα είχε αντίρρηση να υιοθετήσει και την ατζέντα του Φρανσουά Φιγιόν που όχι μόνο ασπάζεται τις λογικές ΔΝΤ στα εργασιακά αλλά έχει δεσμευτεί πως εφόσον εκλεγεί πρόεδρος θα απολύσει 500.000 Γάλλους δημοσίους υπαλλήλους.
Προεξοφλώντας, μάλιστα, την αποτυχία της διαπραγμάτευσης για αξιολόγηση και χρέος, ο πρόεδρος της Ν.Δ επιμένει στην ανάγκη διεξαγωγής εκλογών, τις οποίες εσχάτως έχει βαφτίσει “πολιτική αλλαγή”.
Το βασικό επιχείρημα της Ν.Δ είναι πως “η καταστροφή που προκαλεί τώρα ο Τσίπρας είναι μεγαλύτερη από τις όποιες συνέπειες θα είχε η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών”.
Πως τεκμηριώνεται, όμως, και, κυρίως, πως αποτιμάται οικονομικά και πολιτικά ένα τέτοιο επιχείρημα;
Στη Ν.Δ γνωρίζουν πως εφόσον η χώρα οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές θα συμβούν τα εξής:
- Δεν θα κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και η οικονομία θα μπει σε ένα κύκλο βαθιάς αποσταθεροποίησης. Τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων που έχουν συρρικνωθεί σε χαμηλά πενταετίας θα εκτοξευθούν εκ νέου και θα θα επιστρέψουν τα σενάρια για Grexit. Η χαλάρωση των capital controls, ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις, δεν θα σταθεί δυνατό να εφαρμοστεί και η τάση επιστροφής καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα θα ανακοπεί. Όλα αυτά επισημαίνονται στις εκθέσεις των συστημικών τραπεζών (τελευταία αυτή της Eurobank) που είναι βέβαιο πως διαβάζουν στη Ν.Δ.
- Δεν θα ξεκινήσει η συζήτηση για την εφαρμογή των αποφάσεων του Eurogroup του Μαϊου για την απομείωση του χρέους. Δεν θα εφαρμοστούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα και δεν θα συμφωνηθεί ο οδικός χάρτης για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που θα εφαρμοστούν μετά το 2018. Ως εκ τούτου, δεν θα τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο του ESM και δεν θα υπάρξουν εκθέσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από το ΔΝΤ και την ΕΚΤ. Το Ταμείο πιθανότατα θα αποχωρήσει οριστικά από το ελληνικό πρόγραμμα και οι αγορές θα λάβουν μήνυμα ενός “νέου ελληνικού Τιτανικού”. Όλα αυτά θα αναγκάσουν τον φιλικά διακείμενο Μάριο Ντράγκι να μην εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, κάτι που πρέπει να γίνει αναγκαστικά μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2017. Αυτό θα προκαλούσε την απώλεια μιας σημαντικότατης πηγής ρευστότητας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την οικονομία και θα επηρέαζε αρνητικά την ίδια την πραγματική οικονομία με ανυπολόγιστη ζημία.
- Θα χανόταν το θετικό momentum για τη συζήτηση και πιθανώς συμφωνία χαλάρωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, ένα θέμα, μάλιστα, επί του οποίου υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει συνεννόηση των κομμάτων. Και είναι βέβαιο πως με τους μετεκλογικούς κλυδωνισμούς ο Σόϊμπλε θα έβρισκε την ευκαιρία να επιμείνει στην ανάγκη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% μέχρι το 2022, με ότι σημαίνει αυτό για την ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση της ελληνικής κοινωνίας.
- Ακόμα κι αν η Ν.Δ εκλεγόταν αυτοδύναμη από μία τέτοια εκλογική αναμέτρηση, κι αν αποδεχόταν πάραυτα τις απαιτήσεις των δανειστών, η απώλεια χρόνου και εμπιστοσύνης θα οδηγούσε εκ των πραγμάτων στην απαίτηση δυσμενέστερων όρων για μία νέα συμφωνία, ίσως ένα αυστηρό τέταρτο μνημόνιο.
- Εάν όμως δεν συνέβαινε αυτό, η χώρα θα έμπαινε σε δίνη πολιτικής αστάθειας. Η Ν.Δ (ως πρώτο κόμμα) θα αναζητούσε κυβερνητικό εταίρο, ίσως στη Δημοκρατική Συμπαράταξη, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο νέων εκλογών που, σημειώστε το, θα διεξαχθούν με απλή αναλογική. Αλλά και όλα να εξελιχθούν σχετικά ομαλά θα είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος -θα φτάναμε στην άνοιξη- και Γαλλία και Γερμανία θα βρισκόταν ήδη στην τελική ευθεία για τις δικές τους εκλογές, άρα εκ των πραγμάτων δεν θα ήταν σε θέση να λάβουν δεσμευτικές αποφάσεις, ούτε καν, θα έλεγα, να ασχοληθούν με την Ελλάδα. Αναγκαστικά, δε, οι δύο χώρες θα έπρεπε να γίνουν ακόμα πιο αυστηρές έναντι της Ελλάδας για να προβάλλουν την “επίδειξη ισχύος” στους ψηφοφόρους τους…
Μαζί με όλα τα παραπάνω, οφείλει να επισημάνει κανείς τι σημαίνει ένα διάστημα ακυβερνησίας και ευρύτερης πολιτικής αστάθειας για τον γεωπολιτικό περίγυρο της χώρας και τα εθνικά ζητήματα: Κυπριακό, προκλήσεις Ερντογάν, προσφυγικό και συμφωνία Τουρκίας με ΕΕ, προκλήσεις Αλβανίας κ.ά. Δεν χρειάζεται κανείς να αναλύσει τι επιπτώσεις μπορεί να υπάρξουν.
Το συμπέρασμα είναι προφανές: διεξαγωγή πρόωρων εκλογών υπό τις παρούσες συνθήκες θα ισοδυναμούσαν με μια σειρά αρνητικών επιπτώσεων για τη χώρα. Κι αυτό το νέο κατεστραμμένο τοπίο θα κληθεί να το διαχειρισθεί μια επόμενη κυβέρνηση- δημοσκοπικά αυτή φαίνεται πως θα είναι μια κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Είναι βέβαιο πως το θέλει πραγματικά; Κι αν κατηγορεί τόσο καιρό τον Τσίπρα ότι προκάλεσε (μη συναινώντας στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας) εκλογές τον Ιανουάριο του 2015, με τις επακόλουθες συνέπειες, γιατί επιδιώκει να επαναλάβει το λάθος;