Στις συμπληγάδες της αντιπαράθεσης μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαϊκών Θεσμών (κυρίως του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και του κύκλου επιρροής του στο Eurogroup) έχει εμπλακεί, πλέον, η υπόθεση των πρωτογενών πλεονασμάτων, γεγονός που προκαλεί έντονη ανησυχία στην Αθήνα αφού καθυστερεί τις τελικές αποφάσεις.
Το χειρότερο ίσως είναι ότι η διατήρηση του στόχου του 3,5% και μετά το 2018 -δίχως να έχει ακόμα διευκρινισθεί το χρονικό διάστημα, ήτοι από 2 χρόνια στην καλύτερη περίπτωση έως και μία 10ετία που έχει ζητήσει μαξιμαλίζοντας ο ίδιος ο Γερμανός υπ. Οικονομικών- θα επιφέρει την ανάγκη να προσδιοριστούν και ενδεχομένως να ληφθούν πρόσθετα μέτρα 4,2 δις μόνο για την περίοδο 2018-2020.
Κάτι τέτοιο δεν το αντέχει η οικονομία μετά από μία 6ετία βαριάς ύφεσης, η κοινωνία που βρίσκεται στα πρόθυρα έκρηξης αλλά και πολιτικά η κυβέρνηση.
Όλα αυτά, φυσικά, κινούνται παράλληλα με τις καθημερινές σχεδόν υπονομευτικές τοποθετήσεις του Σόϊμπλε, ο οποίος στέλνει μηνύματα “μέτρα ή Grexit”, εντείνοντας την ανασφάλεια και συρρικνώνοντας τα οφέλη που μπορεί να έχει η οικονομία από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, την μείωση του επιτοκιακού κινδύνου για την Ελλάδα, τα χαμηλά επιτόκια των 10ετών ομολόγων (στο επίπεδο του 2014) και, φυσικά, δημιουργώντας ίσως πρόβλημα στην αναμενόμενη ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση.
Η ανυποχώρητη στάση του Βερολίνου, αλλά και οι απαιτήσεις του ΔΝΤ θα κρίνουν τόσο το χρονοδιάγραμμα, όσο και την τύχη των διαπραγματεύσεων. Ως εκ τούτου οι ξεκάθαρες διαφωνίες μεταξύ των δανειστών βάζουν εμπόδια στη λήψη αποφάσεων ενώ δημιουργούν έντονες ανησυχίες στην κυβέρνηση σχετικά με την επόμενη μέρα της αξιολόγησης, η οποία είναι προαπαιτούμενο για την ένταξη στο QE της ΕΚΤ.
Μετά και την ξεκάθαρη ενόχληση που εξέφρασε μέσω αξιωματούχου του ΔΝΤ η Κριστίν Λαγκάρντ από τις αποφάσεις των Ευρωπαίων για το Ελληνικό χρέος, αλλά και για τη διατήρηση των υψηλών πλεονασμάτων, η ημερομηνία επιστροφής των τεχνοκρατών του ΔΝΤ στην Αθήνα παραμένει άγνωστη.
Αντίθετα το Ευρωπαϊκό σκέλος των Θεσμών σχεδιάζει την ερχόμενη εβδομάδα οι επικεφαλής των τεχνικών κλιμακίων της Κομισιόν, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ΕSM να βρεθούν και πάλι στην Αθήνα για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.
Μάχη για τα πλεονάσματα
Το Ταμείο έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι δεν μπορεί να συμφωνήσει με τους στόχους που επιχειρούν να επιβάλουν οι Ευρωπαίοι για τα χρόνια μετά το 2018. Ανώτατος αξιωματούχος του ΔΝΤ τόνισε ότι «Εμείς ζητάμε στόχο που δεν απαιτεί λιτότητα. Άλλοι συμφωνούν σε μη ρεαλιστικούς στόχους που απαιτούν λιτότητα».
Υπό αυτές τις συνθήκες και με την κόντρα μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ να φουντώνει, φαίνεται ότι απομακρύνεται η πιθανότητα το Ταμείο να αποφασίσει το επόμενο διάστημα για τη συμμετοχή του ή όχι στο Ελληνικό πρόγραμμα. Αυτό βέβαια θα σημάνει ακόμα μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην αξιολόγηση, καθώς για μπορέσουν τα Κοινοβούλια Γερμανίας και Ολλανδίας να εγκρίνουν την εκταμίευση των δόσεων προς την Ελλάδα, θα πρέπει να υπάρχει και η υπογραφή του Ταμείου.
Αυτό όμως προϋποθέτει είτε οι Ευρωπαίοι να υποχωρήσουν στο θέματα των πλεονασμάτων ρίχνοντας τον πήχη στο 1,5% του ΑΕΠ, ή ίσως σε έναν συμβιβασμό περί το 2%, είτε να αποφασιστούν εμπροσθοβαρή μέτρα 4,5 με 5 δισ. ευρώ για την τριετία 2018-2020 που θα συμβάλουν στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.
Οι Ευρωπαίοι από την πλευρά τους αποφεύγουν να ξεκαθαρίσουν τώρα το θέμα των μελλοντικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Μάλιστα, ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ ισχυρίστηκε προχθές πως ούτε για το ΔΝΤ έχει σημασία πόσα χρόνια θα διατηρηθεί ο στόχος στο 3,5% του ΑΕΠ, «δεδομένου ότι θα πρέπει να επιτευχθεί το 2018 με διατηρήσιμο για τα επόμενα χρόνια τρόπο».
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, δια στόματος αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη τονίζει ότι δεν θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα, διότι η Ελλάδα θα πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους το 2018. Παρ’ όλα αυτά όπως είπε στην οικονομική και νομισματική επιτροπή του ευρωκοινοβουλίου οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν ζητούν πρόσθετα μέτρα μετά το 2018 κι ότι το πρόβλημα είναι το ΔΝΤ που ζητάει επιπλέον μέτρα για το 2019 και το 2020 τα οποία αντιστοιχούν στο 2% του ελληνικού ΑΕΠ.
Τα οποία μαζί με το δημοσιονομικό «κενό» του 2018 που υπολογίζεται από 0,3% έως 0,4% του ΑΕΠ αυτά αντιστοιχούν σε παρεμβάσεις που κατ΄ ελάχιστο φθάνουν τα 4,5 δισ. ευρώ. Θεωρούμε ότι η θέση του ΔΝΤ, είπε ο Γιώργος Χουλιαράκης, είναι εντελώς «ιδεολογική» και υπονομεύει την ομαλή και γρήγορη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ και thehuffingtonpost.gr