Γράφει ο Σεραφείμ Π. Κοτρώτσος
Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, Γερμανοί συνομιλητές των νέων (τότε) υπουργών της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα εξηγούσαν πως η απαξίωση της προηγούμενης κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά στο μυαλό της πολιτικής ελίτ του Βερολίνου ξεκίνησε από τον ανασχηματισμό του καλοκαιριού του 2014. Όταν ο τότε πρωθυπουργός, μετά την ήττα στις ευρωεκλογές, την αδυναμία να λάβει σκληρά μέτρα ώστε να κλείσει την 5η αξιολόγηση και, κυρίως, έχοντας στον κοντινό του ορίζοντα το άγχος της προεδρικής εκλογής που, αναμφίβολα, θα οδηγούσε σε εθνικές κάλπες, έκανε -όπως οι ίδιοι έλεγαν- τη στροφή προς τον λαϊκισμό. Τόσο με τις επιλογές προσώπων από τη λεγόμενη “λαϊκή Δεξιά”, όσο και με το αφήγημα περί εξόδου από το μνημόνιο και την αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα.
Σε εκείνη τη χρονική στιγμή η Άγγελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε αποφάσισαν πως είχε επέλθει το πολιτικό τέλος του Σαμαρά και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να είναι αξιόπιστος συνομιλητής, όταν, μάλιστα, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως ήταν θέμα λίγων μηνών να αναλάβει ο επελαύνων τότε Αλέξης Τσίπρας.
Ο ίδιος ο Σαμαράς ένοιωσε έντονα αυτό το τέλος της καλής σχέσης που είχε αναπτύξει με τη Μέρκελ (και ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας με τον Σόϊμπλε) από τον Αύγουστο του 2012 -όταν είχε διατυπώσει το γνωστό “Ουδείς αλάνθαστος”, σβήνοντας έτσι οριστικά την αντιμνημονιακή του περίοδο- κατά την επίσκεψή του, τον Σεπτέμβριο του 2014, στο Βερολίνο. Μια επίσκεψη που σχεδόν εκβίασε, παρά τις αρνητικές “δονήσεις” που του μετέφεραν τόσο ο Έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο, όσο και άλλοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Και συνάντησε εκεί μια ψυχρή Μέρκελ που τον παρέπεμψε στην τρόϊκα (του Σόϊμπλε)…
Διηγούμαι τη (διδακτική για πολλούς) αυτή ιστορία διότι ορισμένα από εκείνα τα περιστατικά δείχνουν να επαναλαμβάνονται, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι προοιωνίζονται το ίδιο αποτέλεσμα.
Η μεγάλης κυκλοφορίας και κατά τεκμήριο σοβαρή Suddeutsche Zeitung έπλεκε προχθές το εγκώμιο του Αλέξη Τσίπρα εξηγώντας τη στροφή που έκανε με τον πρόσφατο ανασχηματισμό ώστε να αποκτήσει μεταρρυθμιστική ώθηση η κυβέρνησή του. Και, μάλιστα, τον περιέγραφε ως τον άνθρωπο που “έσωσε την Ελλάδα” και “σώζει την Ευρώπη”.
Αν και δεν είναι πάντοτε θετικό να αποθεώνουν Έλληνες πρωθυπουργούς οι γερμανικές εφημερίδες (έχουμε ξαναδεί το έργο…), εκείνο που αξίζει κανείς να επισημάνει στο δημοσίευμα είναι η κριτική της εφημερίδας προς τον Σόϊμπλε και η παρότρυνση να μην πιέσει έτι περαιτέρω την Ελλάδα με μέτρα λιτότητας γιατί μπορεί να προκαλέσει την πτώση του Τσίπρα- κάτι που κατά την SZ θα ήταν καταστροφικό.
Ακόμα πιο σκληρή κριτική προς τον Σόϊμπλε άσκησε και η Tagezeitung του Βερολίνου αποδίδοντάς του προθέσεις να εξοντώσει πολιτικά την κυβέρνηση της Αθήνας.
Ο ίδιος ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών έλεγε χθες στο Ecofin πως “για την Ελλάδα δεν υπάρχει τρίτος δρόμος” (παραλλαγή του There is no alternative της Μάργκαρετ Θάτσερ) και πως ή θα συνεχίσει με τα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας (λιτότητα) και τις μεταρρυθμίσεις ή, αλλιώς,…Grexit. Υπενθύμισε, μάλιστα, πως από το 2011-2012 έχει φέρει αρκετές φορές στο τραπέζι αυτή την πρόταση.
Την ίδια ώρα, σε μία “περίεργη” …συνεννόηση ΔΝΤ και Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών συμφωνούν πως η δεύτερη αξιολόγηση δεν πρόκειται να κλείσει πριν τους πρώτους μήνες του 2017. Το μεν Ταμείο διεμήνυσε πως δεν πρόκειται να αποφασίσει για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα στην προγραμματισμένη σύσκεψη της Εκτελεστικής Επιτροπής του στις 11 Ιανουαρίου και μεταθέτει τις αποφάσεις σε νέα συνεδρίαση περί τα τέλη Φεβρουαρίου, ενώ και το Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών δεν βλέπει κλείσιμο της αξιολόγησης εγκαίρως.
Το ενδεχόμενο αυτό αναιρεί τον “οδικό χάρτη” που είχε κατά νου ο πρωθυπουργός και ο οποίος περιελάμβανε κλείσιμο της αξιολόγησης μέχρι το τέλος του έτους ώστε σε συνδυασμό με τη λήψη των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος να “ξεκλειδώσει” την ποτοτική χαλάρωση του Μάριο Ντράγκι.
Εάν συνδυάσει κανείς όλα τα παραπάνω μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε όχι μόνο κρατά οπλισμένο το περίστροφο του Grexit αλλά ίσως σκοπεύει και να το χρησιμοποιήσει.
Και η διελκυστίνδα με το ΔΝΤ για τα πρωτογενή πλεονάσματα του προσφέρει, ίσως, το κατάλληλο έδαφος για να αναπτύξει τις κινήσεις του.
Ο καταχθόνιος βετεράνος της Γερμανικής πολιτικής σκηνής που παραμένει πανίσχυρος πόλος εξουσίας στο Βερολίνο αναγνωρίζει μεν πως η κυβέρνηση Τσίπρα έχει “ματώσει” και έλαβε σκληρά μέτρα προωθώντας τη στρατηγική της εκ βάθρων αλλαγής της αρχιτεκτονικής της ελληνικής οικονομίας, όμως διαβλέπει πως οι πολιτικές αντοχές της κυβέρνησης και οι ανοχές της κοινωνίας έχουν εξαντληθεί.
Η αγωνία του να κρατήσει το ΔΝΤ εντός παιχνιδιού για να διατηρεί επίφαση αξιοπιστίας έναντι του γερμανικού κοινοβουλίου τον οδηγεί στην επιβολή (τιμωρητικά) υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, παρότι γνωρίζει πως αυτό προκαλεί νέο κύκλο ύφεσης και ανεξέλεγκτες πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις.
Θεωρεί, δε, πως για το επόμενο χρονικό διάστημα ο Αλέξης Τσίπρας θα είναι αδύναμος. Οι συμμαχίες του αφοπλίζονται μετά την πτώση του Ματέο Ρέντζι, την σταδιακή αποχώρηση του Φρανσουά Ολάντ και την θολή μεταβατική περίοδο που επικρατεί στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την άλλη δεν είμαστε μόνο εμείς στην Αθήνα που παρακολουθούμε τις δημοσκοπήσεις. Ο Σόϊμπλε γνωρίζει πως ο Τσίπρας αντέχει οριακά, κυρίως επειδή δεν έχει σε κοντινό ορίζοντα να δώσει κάποια εκλογική μάχη.
Αλλά ακόμα κι αυτό εάν συνέβαινε είναι μάλλον αβέβαιο πως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και πανίσχυρος παράγοντας του CDU θα επένδυε πολιτικά σε μια κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όχι γιατί δεν συμπαθεί τον φιλελεύθερο πολιτικό -το αντίθετο- αλλά διότι κατά βάθος ο Σόϊμπλε πιστεύει πως η υπόθεση της Ελλάδας είναι χαμένη.
Χαμένη, φυσικά, στο πλαίσιο της δικής του προτεσταντικής και τιμωρητικής αντίληψης που θέλει ολόκληρη την Ευρώπη να υποτάσσεται στο γερμανικό δόγμα πειθαρχίας ασχέτως κόστους.
Κάθε μέρα που περνάει στο μυαλό του Σόϊμπλε ενισχύεται η άποψη πως η Ευρώπη δεν μπορεί να χωρέσει χώρες όπως η Ελλάδα. Θα έλεγε το ίδιο και για την Ιταλία αλλά πρόκειται για μια μεγάλη χώρα με εντελώς διαφορετικά διεθνή ερείσματα.
Εάν, λοιπόν, ο συλλογισμός αυτός είναι σωστός, ο Σόϊμπλε θα επιχειρήσει να επιβάλλει στην Ελλάδα τους κανόνες πειθαρχίας που εκείνος αντιλαμβάνεται ακόμα κι αν κάτι τέτοιο ανάγκαζε τον Αλέξη Τσίπρα να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές μη αποδεχόμενος τον εκβιασμό και την περαιτέρω εξόντωση της κοινωνίας.
Εάν ο Τσίπρας επέλεγε τις εκλογές για τον Σόϊμπλε θα ήταν μια καλή αφορμή να ξαναβάλει με περισσότερα επιχειρήματα στο τραπέζι το σχέδιο της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Αλλά ακόμα κι αν η Αθήνα αντέξει, το σχέδιο θα επιστρέψει μετά τις γερμανικές εκλογές ανάλογα με τους πολιτικούς συσχετισμούς που θα έχουν διαμορφωθεί στο Βερολίνο. Άλλωστε, το εσωτερικό πολιτικό σχέδιο των Μέρκελ- Σόϊμπλε είναι να συγκεντρώσουν ικανό ποσοστό που θα τους οδηγούσε σε μία διακυβέρνηση χωρίς το στήριγμα των Σοσιαλδημοκρατών. Η καλύτερη εκδοχή γι αυτούς θα ήταν να εισέλθει στη Βουλή το κόμμα των Φιλελευθέρων που αποκτά ξανά δυναμική μετά την ήττα των προηγούμενων εκλογών.
Εν κατακλείδι, μπορεί κάποιες φωνές στη Γερμανία (SZ,Tagespiegel κ.ά) να εγκαλούν τον Σόϊμπλε γιατί με τους χειρισμούς του μπορεί να προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης Τσίπρα, θεωρώντας πως μόνο αυτή μπορεί να εξασφαλίσει σταθερότητα, ο ίδιος ο Γερμανός υπ. Οικονομικών, όμως, ίσως έχει το ακριβώς αντίθετο σχέδιο.
Πτώση Τσίπρα και…Grexit.