Η προειδοποίηση της ΝΔ πως για να πετύχει η κυβέρνηση το “αυτονόητο”, που είναι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, δέχθηκε το “αδιανόητο”, φανερώνει ξεκάθαρα τους προβληματισμούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης για όσα σηματοδοτεί η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup.
Πηγή έντονης ανησυχίας για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνιστά μεταξύ άλλων και η προοπτική δέσμευσης σε στόχους για πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018. Στην περίπτωση μάλιστα που δεν διαφοροποιηθεί τάχιστα, μέσα από πολιτική αλλαγή, το μείγμα της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής, στην Πειραιώς εκτιμούν ότι θα διαμορφωθούν συνθήκες για πολυετείς σκληρές και επώδυνες πολιτικές, με δημοσιονομικό “κόφτη” στο διηνεκές και περαιτέρω φτωχοποίηση των Ελλήνων.
Για τη ΝΔ το ζήτημα είναι μείζον. Ο περιορισμός των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος μετά το 2018 από 3,5% σε 2% συνιστά άλλωστε και ένα από τα δύο πεδία, όπου ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει επανειλημμένα τονίσει ότι απαιτείται- και ο ίδιος θα επιδιώξει- “νέα συμφωνία με τους πιστωτές, ώστε να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος που με τη σειρά του θα στηρίξει την ανάπτυξη”.
Αποτελεί ταυτόχρονα σημαντική παράμετρο για τη μακροπρόθεσμη υλοποίηση του οδικού χάρτη εξόδου από την κρίση που έχει παρουσιάσει η ίδια η ΝΔ στη ΔΕΘ. Και τούτο διότι η “ανάσα” των 2,6 δις. που θα προσφέρει – σε συνδυασμό με την ισχυρή ανάκαμψη που στη ΝΔ δηλώνουν πεπεισμένοι ότι θα επέλθει με την εφαρμογή του “γαλάζιου” προγράμματος για μείωση φόρων και δαπανών και προώθηση τολμηρών μεταρρυθμίσεων- μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για την επόμενη φάση μείωσης φορολογικών βαρών. Η οποία, σύμφωνα με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα περιλαμβάνει: “Φορολογικούς συντελεστές στα φυσικά πρόσωπα με εισαγωγικό συντελεστή 9%, ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και ΦΠΑ, με καθιέρωση δύο συντελεστών 11% και 22%”.
Το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων προβληματίζει έντονα την αξιωματική αντιπολίτευση από την περίοδο της πρώτης αξιολόγησης, όταν ο κ. Μητσοτάκης το έθετε πρώτος, υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, πως η διαπίστωση ότι η ελληνική οικονομία είναι αδύνατον να πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για τα επόμενα πολλά χρόνια “πρέπει να είναι το σημείο αφετηρίας μιας νέας συμφωνίας αλήθειας”.
“Τέτοια πλεονάσματα είναι εφικτά για σύντομες περιόδους, αλλά είναι αδύνατον να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα”, είχε τονίσει τότε και στη Βουλή, χαρακτηρίζοντας την αναθεώρησή τους ως “εθνικό στόχο”. Και στη ΝΔ δηλώνουν δικαιωμένοι που απόψεις για την ανάγκη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα διατυπώθηκαν στη συνέχεια και από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρα, αλλά και από άλλες πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Ο πρόεδρος της ΝΔ έχει εξηγήσει τη θέση αυτή και στις κατ’ ιδίαν επαφές που είχε με Ευρωπαίους ηγέτες και αξιωματούχους, όταν τους παρουσίασε, στις αρχές του καλοκαιριού, τους στόχους της πολιτικής της ΝΔ, και δεν κρύβει ότι το αντάλλαγμα από ελληνικής πλευράς για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι η υλοποίηση ενός γενναίου προγράμματος μεταρρυθμίσεων, “ελληνικής ιδιοκτησίας”, που θα υπερβαίνει τις υποχρεώσεις του Μνημονίου και θα οδηγεί σε ρυθμούς ανάπτυξης του 4%.
“Τις μεταρρυθμίσεις θα τις κάνουμε όχι γιατί μας τις επιβάλλουν οι Ευρωπαίοι, αλλά πρέπει να πείσουμε τους πολίτες ότι είναι απαραίτητες για τη χώρα μας”, τονίζουν συχνά στην Πειραιώς.
“Η υιοθέτηση δομικών μεταρρυθμίσεων από πλευράς μας, θα μας δώσει ισχυρά επιχειρήματα για να ζητήσουμε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα”, προσθέτουν, θεωρώντας πως η έμπρακτη μεταρρυθμιστική βούληση και αξιοπιστία της επόμενης κυβέρνησης είναι αυτή που θα κάνει την μεγάλη διαφορά στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για την επίτευξη μίας τέτοιας συμφωνίας.
Αποφάσεις σαν αυτή του Eurogroup θεωρούν πάντως στη ΝΔ ότι σε κάθε περίπτωση δυσκολεύουν την “εθνική προσπάθεια” και αυτό προστίθεται στους λόγους για τους οποίους ο κ. Μητσοτάκης θα ανεβάσει ακόμη περισσότερο τους τόνους στην ομιλία του για τον προϋπολογισμό, επιμένοντας σε εκλογές το ταχύτερο. Προκειμένου, όπως λένε στην Πειραιώς, η επόμενη κυβέρνηση να έχει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο για να αλλάξει την εικόνα της χώρας χτίζοντας τις προϋποθέσεις επιτυχούς διαπραγμάτευσης πάνω “σε θεμέλια αξιοπιστίας”.