Toν CEO της Εxxon-Mobil, Ρεξ Τίλερσον επέλεξε ο Ντόναλντ Τραμπ για την ηγεσία του αμερικανικού υπουργείου των Εξωτερικών, απόφαση που διχάζει βαθιά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Η ανακοίνωση έγινε το μεσημέρι ώρα Ελλάδας, με τον Τραμπ να επιβεβαιώνει ότι αυτός θα είναι ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας.
Τον 64χρονο Τίλερμαν από το Τέξας υποστήριξαν οι πρώην υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ και Κοντολίζα Ράις, αλλά και ο πρώην υπουργός Αμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς, σύμφωνα με το στέλεχος του επιτελείου Τραμπ. Η υποστήριξη των στελεχών αυτών έχει ουσιαστική πολιτική σημασία για τον Τραμπ προκειμένου η επιλογή του Τίλερσον για το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, να εγκριθεί από τη Γερουσία που επικεντρώσει την προσοχή της στις σχέσεις μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ο Ρώσος πρόεδρος απένειμε τιμητική διάκριση στον Τίλερσον το 2013, δίνοντας έμφαση στις προσπάθειές του, για “την ενίσχυση της συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα.” Η επιλογή του Τίλερσον από τον Τραμπ θα πυροδοτήσει προβληματισμό και ερωτήματα για τις σχέσεις του με τη Ρωσία, σύμφωνα με την άποψη αξιωματούχων στην Ουάσιγκτον.
Τα μέλη της Γερουσίας και από τα δύο κόμματα θα έχουν πολλές ερωτήσεις πέρα από την επιλογή του Τίλερσον και για την πιθανή επιλογή του πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Τζον Μπόλτον, το όνομα του οποίου ακούγεται για τη δεύτερη σε ιεραρχία θέση ευθύνης στο αμερικανικό ΥΠΕΞ. Ο Μπόλτον είναι γνωστός για την επιθετική ρητορική του, έναντι του Ιράκ και του Ιράν.
Τόσο Ρεπουμπλικάνοι, όσο και Δημοκρατικοί, δηλώνουν ότι ο Τίλερσον ως πρόεδρος της κοινοπραξίας (Exxon-Mobil Corp.) θα κληθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις για τις σχέσεις του με τη Ρωσία, ενώ ο ίδιος έχει συναντηθεί με τον πρόεδρο Πούτιν αρκετές φορές. Η είδηση για την επιλογή του στην ηγεσία του αμερικανικού ΥΠΕΞ, σχολιάστηκε θετικά από τη Μόσχα.
Ωστόσο, αρκετοί είναι αυτοί στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που ανησυχούν όπως, ο Γερουσιαστής Τζον Μακέιν, που ασκεί σημαντική επιρροή στα ζητήματα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και ήταν προεδρικός υποψήφιος του κόμματος, το 2008. Η επιλογή του Ρεξ Τίλερσον, του διευθύνοντος συμβούλου της Exxon Mobil με τις προνομιακές σχέσεις με τον πρόεδρο της Ρωσίας, για τη θέση του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας διχάζει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
«Αυτός ο άνθρωπος είναι αλήτης, δολοφόνος, δεν βλέπω πώς μπορεί κανείς να είναι φίλος με έναν πρώην πράκτορα της KGB», δήλωσε στο CNN ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζον ΜακΚέιν.
«Το να είσαι φίλος του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είναι ένα χαρακτηριστικό που ελπίζω να συναντήσω σε έναν υπουργό Εξωτερικών», σχολίασε ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο.
Τα σχόλια αυτά από στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν προαναγγέλλουν μία εύκολη συζήτηση στη Γερουσία που θα κληθεί να εγκρίνει τον διορισμό αυτόν σε μία ψηφοφορία που θα απαιτήσει συντριπτική ρεπουμπλικανική πλειοψηφία.
Ομως, το Κονγκρέσο θα κληθεί ερευνήσει σύντομα και το θέμα των κυβερνοεπιθέσεων και των ρωσικών παρεμβάσεων στις αμερικανικές εκλογές, εντείνοντας τις πιέσεις προς τη Μόσχα ακριβώς τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ θα ξεκινά την επιχείρηση προσέγγισης.
Η CIA έφθασε στο συμπέρασμα, το οποίο αποκαλύφθηκε την περασμένη Παρασκευή από την Washington Post, ότι η Ρωσία παρενέβη μέσω των κυβερνοεπιθέσεων στην προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ με στόχο να ευνοήσει την εκλογή του Τραμπ και όχι απλώς να προκαλέσει προβλήματα στη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας.
Ομως, ο διάδοχος του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος θα αναλάβει τα καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου, απορρίπτει τα συμπεράσματα της έρευνας της CIA, διαρρηγνύοντας τις σχέσεις του με την υπηρεσία και φροντίζοντας να εκφράσει τις αμφιβολίες του για την αξιοπιστία μίας υπηρεσίας που μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου υποστήριξε ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν διατηρούσε σχέσεις με την Αλ Κάιντα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ το έχει διατυπώσει επανειλημμένως και το έγραψε και χθες στο Twitter.«Αν δεν συλληφθούν επ΄αυτοφώρω οι χάκερς, είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί ποιος έκανε την πειρατεία. Γιατί αυτό δεν δημοσιεύθηκε πριν από τις εκλογές;». Τον Οκτώβριο όλες αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες κατηγόρησαν από κοινού τη Ρωσία για πειρατεία στα αμερικανικά πολιτικά κόμματα με σκοπό την ανάμειξη στην αμερικανική προεκλογική εκστρατεία.
«Οι Ρώσοι δεν είναι φίλοι μας», δήλωσε ο επικεφαλής της πλειοψηφίας στη Γερουσία Μιτς ΜακΚόνελ.