Πέρα από την δίκαιη και σκληρή κριτική που οφείλει να ασκήσει κανείς στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα για το γεγονός ότι υλοποιεί μια ακόμα δέσμη υφεσιακών μέτρων που απορρέουν από τη συμφωνία-μνημόνιο του καλοκαιριού του 2015 (κάτι ευθέως αναντίστοιχο με όσα είχε εξαγγείλει μέχρι τότε), προκύπτει η ανάγκη τοποθέτησης του πολιτικού συστήματος σχετικά με το “τώρα” και το “μετά”.
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν τάσεις ανάκαμψης της οικονομίας. Το επισημαίνουν εγχώριοι παράγοντες, από την ΤτΕ μέχρι το ΕΒΕΑ, το επισημαίνουν, όμως, και οι ίδιοι οι Θεσμοί αλλά και ξένοι οίκοι. Βεβαίως, ακόμα και το καλύτερο σενάριο δεν θα έχει αντανάκλαση στην οικονομία των νοικοκυριών και των ανθρώπων στο άμεσο μέλλον, ωστόσο, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν συνθήκες εξόδου από την κρίση.
Η ανάγκη τοποθέτησης του πολιτικού συστήματος (το οποίο εμφανίζεται να παραπαίει μεταξύ καταγγελτικής ρητορίας, πόλωσης και εκλογολογίας με την ευθύνη όλων) προκύπτει, ωστόσο, από όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα.
Ακόμα κι αν ο πρωθυπουργός υποκινήθηκε από την δημοσκοπική του αποδόμηση, το έκτακτο βοήθημα στους συνταξιούχους ήταν μια μικρή “ανάσα”. Δεν εξισορροπεί ούτε κατ ελάχιστον τις απώλειες των προηγούμενων ετών, όμως τα 617 εκατ. έπρεπε να δοθούν.
Η κίνηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του σκληρού πυρήνα των Θεσμών που ελέγχεται απόλυτα από τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε. Είναι προφανές πως η επιχειρηματολογία της “μονομερούς ενέργειας” δεν ευσταθεί αν ανατρέξει κανείς στα σημεία της συμφωνίας που περιγράφουν πως θα διανέμεται το πρωτογενές πλεόνασμα. Και κανένα δικαιολογημένο επιχείρημα περί πιθανών σφαλμάτων στους χειρισμούς της κυβέρνησης έναντι των Θεσμών δεν μπορεί να οδηγεί στο συμπέρασμα πως “κακώς δόθηκε” αυτό το ελάχιστο κοινωνικό μέρισμα.
Όμως, η συντριπτική μερίδα των ΜΜΕ και της αντιπολίτευσης ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με το εάν η κυβέρνηση ενημέρωσε ή όχι τους Θεσμούς (κάτι για το οποίο ακούστηκαν αντιφατικές απόψεις από το Βερολίνο, την Κομισιόν και υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης) και όχι με το γεγονός ότι εντελώς εκδικητικά ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε συνέδεσε την συμφωνημένη υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Κανείς εξ αυτών δεν είπε πως τα μέτρα για το χρέος είναι συνακόλουθο της πρώτης αξιολόγησης που έκλεισε επιτυχημένα και πως οιαδήποτε υπαναχώρηση απ΄ αυτό αποτελεί “μονομερή ενέργεια” του Βερολίνου.
Κανείς, ακόμα, δεν έκανε τον κόπο να επισημάνει πως το “πάγωμα” των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος έγινε με ένα μικρό “πραξικόπημα” κατόπιν εντολής του κ. Σόϊμπλε στον Γερούν Ντάϊσελμπλουμ και τον ESM, χωρίς να ενημερωθούν στοιχειωδώς τα μέλη του Eurogroup. Ούτε ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών εκθέτει τις υπηρεσίες της Κομισιόν όταν επιμένει σε στοιχεία που ακόμα και η Eurostat διαψεύδει.
Κανείς, επίσης, δεν τόλμησε να τοποθετηθεί ευκρινώς έναντι των τερατωδών απαιτήσεων του ΔΝΤ. Μόλις χθες ο Πολ Τόμσεν επανήλθε ζητώντας τη μείωση έως “εξαφάνιση” του αφορολόγητου και νέες περικοπές στις συντάξεις, απαξιώνοντας, μάλιστα, προκλητικά τις υπηρεσίες της ΕΕ και ειδικά τη Eurostat που έχει δώσει στοιχεία για την κατάσταση των συντάξεων στην Ελλάδα.
Αν γίνουν αποδεκτές οι παρεμβάσεις που ζητά το Ταμείο τότε το σύνολο όλων των Ελλήνων θα υποστούν νέα, βαριά μείωση των εισοδημάτων τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο από τη μείωση του αφορολόγητου στα 5.000 ευρώ η απώλεια μπορεί να φτάσει τον έναν μισθό. Την ίδια στιγμή που πάνω από 8 στους 10 ελεύθερους επαγγελματίες δηλώνουν εισόδημα κάτω από 5.000 ευρώ, ουσιαστικά το… μάρμαρο θα κληθούν να πληρώσουν τα εκατομμύρια των συνταξιούχων και μισθωτών που δεν μπορούν να κρύψουν τα εισοδήματά τους.
Εκτιμάται ότι ο επιπλέον φόρος που θα προκύψει αν μειωθεί το αφορολόγητο θα φτάσει τα 600 με 800 ευρώ για όλους. Οσο για τις παρεμβάσεις στις συντάξεις που θα γίνουν με κατάργηση της προσωπικής διαφοράς;
Αν συμβεί κάτι τέτοιο θα μειωθούν σημαντικά, έως και 30% οι καταβαλλόμενες αλλά και οι μελλοντικές κύριες συντάξεις.
Και βεβαίως δεν αποκλείει το ΔΝΤ ακόμη και μείωση των καταβαλλόμενων μισθών από το δημόσιο αλλά και απολύσεις. Θα πρόκειται για ένα μέτρο που θα αλλάξει τα δεδομένα στο δημόσιο τομέα.
Στις απαιτήσεις του ΔΝΤ και στις “μονομερείς ενέργειες” του κ. Σόϊμπλε, η απάντηση μερίδας του πολιτικού συστήματος είναι ανύπαρκτη ή στην καλύτερη περίπτωση “ίσων αποστάσεων”, άρα υποκριτική.
Κακός ο Τσίπρας; Ανίκανη η κυβέρνηση; Καθένας μπορεί να δώσει καταφατική απάντηση και να τεκμηριώσει την κριτική του. Υπάρχει, όμως, το “δια ταύτα”: στην προκλητικότητα κάποιων που επιμένουν σε εξοργιστικά και ανεφάρμοστα πρωτογενή πλεονάσματα πέραν του 2018, που απαιτούν νέες περικοπές στις συντάξεις, μηδενισμό του αφορολόγητου και εκδικούνται- αναιρώντας τις συμφωνίες που και οι ίδιοι έχουν υπογράψει- την ελληνική οικονομία την ώρα που προσπαθεί να ανακάμψει, τι λέμε; Σ αυτό το ερώτημα υπάρχει ως απάντηση το “ναι” και το “όχι”. “Παρών” δεν υπάρχει.
Ας το λήξουμε αυτό. Για να δικαιολογείται, μετά, η κριτική ή αντιπαράθεση για το ποιος είναι ικανότερος του άλλου…