«Αν υπάρξουν καθυστερήσεις στην αξιολόγηση, τότε η οικονομία δεν θα ανακάμψει» είναι επί της ουσίας το μήνυμα που στέλνει η Τράπεζα της Ελλάδας, μέσω της Έκθεσης για την Επισκόπηση του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος.
Σύμφωνα με την Έκθεση, η κατάσταση των τραπεζών εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης, ωστόσο οι προοπτικές του είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη διαμόρφωση ενός ευνοϊκότερου περιβάλλοντος. Και κάπου εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, καθώς όπως σημειώνει η ΤτΕ, υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που απειλούν: «στο εσωτερικό λόγω αφενός ενδεχόμενων καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης της Νέας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης και αφετέρου των διαρθρωτικών παραγόντων (π.χ. υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, χαμηλό επίπεδο τραπεζικών καταθέσεων) και στο εξωτερικό λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας στις αναπτυγμένες χώρες και των κινδύνων από τις αναδυόμενες οικονομίες».
Όπως σημειώνει η ΤτΕ, αυτές οι προκλήσεις θα μπορούσαν δυνητικά να ανακόψουν την ανοδική πορεία της οικονομίας και να οδηγήσουν σε αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, επηρεάζοντας και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, κάτι που ήδη προκαλεί πονοκέφαλο στο οικονομικό επιτελείο, με δεδομένο ότι ο δημοσιονομικός σχεδιασμός του 2017 έχει βασιστεί πάνω στην παραδοχή ότι η οικονομία θα «τρέξει» με ρυθμούς 2,7%.
Ειδική αναφορά γίνεται στην επιβολή των capital controls, με την επισήμανση ότι μπορεί να συνέβαλαν στη σταθεροποίηση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος και να έχουν ως παράπλευρη θετική συνέπεια τη στροφή στη χρήση «πλαστικού» χρήματος, ωστόσο η διατήρηση τους επηρεάζει αρνητικά τα μακροοικονομικά μεγέθη. Πότε μπορούν να αρθούν οριστικά οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων; Μόνο εφόσον οι οικονομικές εξελίξεις είναι θετικές, βοηθώντας έτσι στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών.
Οι εκτιμήσεις για ρυθμούς ανάπτυξης
Με βάση τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, οι ρυθμοί ανάπτυξης το 2017 μπορούν να «τρέξουν» με ρυθμούς 2,5% κι εν συνεχεία, για την επόμενη διετία με ρυθμούς 3%, λόγω της αύξησης της εσωτερικής ζήτησης- κατανάλωσης και των επενδύσεων, με εξαίρεση τον τομέα των κατοικιών, όπου δεν αναμένεται αντιστροφή της πολύ αρνητικής εικόνας.
Αυτό που προκαλεί αίσθηση είναι οι «γκρίζες» προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδας για τα δομικά χαρακτηριστικά που έχει λάβει η ανεργία. Η γενική τάση είναι ότι η μείωση της ανεργίας θα συνεχιστεί λόγω της επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, ενώ θα συμβάλουν και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που ήδη έχουν πραγματοποιηθεί ή προβλέπονται στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης (εναρμόνιση πλαισίου συλλογικών συμβάσεων και ομαδικών απολύσεων με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές, αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο). Ωστόσο, η ΤτΕ σημειώνει πως το επίμονα υψηλό επίπεδο μακροχρόνιας ανεργίας (διαμορφώνεται πλέον στα επίπεδα του 74%) δεν αναμένεται να θεραπευθεί με αυτόματο τρόπο, ακόμη και εντός ενός νέου ενάρετου κύκλου της οικονομίας, και γι’ αυτό χρήζει συντονισμένης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης.
Οι εξελίξεις για την οικονομία μπορεί να είναι πιο θετικές αν υπάρξει μεγαλύτερη θετική επίπτωση στην αγορά από την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, ταχύτερη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και ταχύτερη βελτίωση της ρευστότητας. Αντιθέτως, οι εκτιμήσεις θα ανατραπούν αν οι επιπτώσεις της υψηλής φορολογίας είναι πιο αρνητικές, όπως επίσης αν σημειωθούν καθυστερήσεις στο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων και στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Άμεσα οι νέες άδειες διαχείρισης κόκκινων δανείων
«Η Τράπεζα της Ελλάδος, στοχεύοντας στην ενίσχυση της προσπάθειας δημιουργίας δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα εξετάσει άμεσα τις υποβληθείσες αιτήσεις από τις εν δυνάμει εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων», ξεκαθαρίζει η ΤτΕ στην έκθεση για την επισκόπηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Στόχος είναι η έγκαιρη χορήγηση άδειας σε αυτές που πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας με βάση το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο, ώστε να αρχίσει άμεσα η αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών.
Στην ίδια έκθεση, μάλιστα απευθύνει μήνυμα προς την κυβέρνηση ζητώντας να προχωρήσουν οι εκκρεμότητες σε ότι αφορά το νομοθετικό πλαίσιο προκειμένου να μην τεθούν σε κίνδυνο οι στοχεύσεις αναφορικά με τη μείωση των κόκκινων δανείων. Γι’ αυτό στην έκθεση αναφέρεται ότι «θα πρέπει να εντατικοποιηθεί από την Πολιτεία η προσπάθεια για την προώθηση και άλλων εργαλείων ενεργητικής διαχείρισης απαιτήσεων, όπως η τιτλοποίηση, και στο πλαίσιο αυτό, όπου κριθεί απαραίτητο, θα υπάρξουν επιπλέον νομοθετικές ή ρυθμιστικές παρεμβάσεις».
Υποστηρικτικές ενέργειες
Σύμφωνα με την έκθεση πρέπει, επίσης, να γίνουν μία σειρά από υποστηρικτικές ενέργειες στην προσπάθεια να διευκολυνθεί η μείωση των κόκκινων δανείων. Συγκεκριμένα:
– Η βελτίωση των υποδομών και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας του δικαστικού συστήματος.
– Η παροχή χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης και συμβουλευτικής υποστήριξης σε (υπερχρεωμένα) νοικοκυριά και ελεύθερους επαγγελματίες.
– Η επίλυση χρόνιων ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική μεταχείριση διαγραφών και σχηματισμού προβλέψεων τόσο για τους δανειζόμενους όσο και για τους δανειστές.
Οι παραπάνω δράσεις, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες βελτίωσης του πλαισίου διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, αλλά μόνο συνδυαστικά με την ανάσχεση της ύφεσης και τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης θα λειτουργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει σημαντική αποκλιμάκωση του μεγέθους του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ποσοστό ρυθμίσεων ανά κατηγορία
Τα στεγαστικά δάνεια εμφανίζουν τον υψηλότερο ποσοστό 29,4% ρυθμίσεων σε σχέση με το συνολικό ύψος των δανείων της κατηγορίας ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τα καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 19% και 15%, αντίστοιχα. Όσο για τις διαγραφές δανείων κατά τη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2016 ανήλθαν σε 1,6 δισ. ευρώ, έναντι 687 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2015.
Τα NPLs και τα NPEs σε αριθμούς
To τρίτο τρίμηνο του 2016, το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) διαμορφώθηκε σε 107,6 δισεκ. ευρώ, ήτοι 45,2%, σε σύνολο 238 δισ. ευρώ δανείων. Παράλληλα, ο λόγος των δανείων που παρουσιάζουν σημάδια αβέβαιης είσπραξης ως προς το σύνολο των NPEs διευρύνθηκε οριακά το α’ εξάμηνο του 2016 και ανήλθε στο 27,6%, έναντι 26,2% στο τέλος του 2015.
Σημειώνεται ότι τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερης των 90 ημερών και οι καταγγελμένες απαιτήσεις αποτελούν το 28,3% και 44,2% αντίστοιχα των NPEs.
Οι ενδείξεις αυτές αποτελούν ένα στοιχείο έγκαιρης προειδοποίησης για την εξέλιξη του πιστωτικού κινδύνου στις τράπεζες, ενώ απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, με συγκεκριμένα εργαλεία για τη διαχείριση των πρώιμων ληξιπρόθεσμων οφειλών. Επισημαίνεται ότι το 70% του συνόλου των μη NPEs που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους.
Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά διαμορφώνεται στο 75%, τα επιχειρηματικά σε 68%, ενώ για τα καταναλωτικά στο 81%, τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου. Παράλληλα, επισημαίνονται τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά (91%) των καταγγελμένων απαιτήσεων για τις οποίες δεν έχει γίνει κάποια μορφή οριστικού διακανονισμού.
Δράσεις αντιμετώπισης
Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει η έκθεση, οι τράπεζες έχουν ήδη διαμορφώσει ένα πλαίσιο δραστικής αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, προσφέροντας λύσεις αναδιάρθρωσης προς τους πελάτες τους, ενώ λειτουργούν και εσωτερικές ειδικές μονάδες για την ορθή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Παράλληλα, οι τράπεζες έχουν αναγνωρίσει ένα υψηλό, αν και μειούμενο, επίπεδο προβλέψεων για την κάλυψη των ενδεχόμενων ζημιών από τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο με αποτέλεσμα την επίτευξη επαρκούς κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις στο επίπεδο του 49,5% το Σεπτέμβριο του 2016.
Τα δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Τα δάνεια προς τα νοικοκυριά αποτελούσαν το Σεπτέμβριο του 2016 το 46,2% της συνολικής χρηματοδότησης των τραπεζών προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα, με τα 2/3 αυτών να αφορούν στεγαστικά δάνεια.
Όπως προκύπτει από την Έρευνα Τραπεζικών Χορηγήσεων που διενεργεί η Τράπεζα της Ελλάδος σε τριμηνιαία βάση, το γ΄ τρίμηνο του 2016 τα κριτήρια χορήγησης δανείων προς νοικοκυριά, οι όροι χορήγησης δανείων, καθώς και η ζήτηση για στεγαστικά και για καταναλωτικά δάνεια, παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα σε σχέση με το β΄ τρίμηνο του 2016 σύμφωνα με τις προσδοκίες, ενώ δεν αναμένεται κάποια μεταβολή το δ΄ τρίμηνο του 2016.
Ο πιστωτικός κίνδυνος που σχετίζεται με τα νοικοκυριά παρέμεινε σε σχετικά υψηλά επίπεδα κατά το εννεάμηνο του 2016, δεδομένης της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών τόσο από μισθωτές υπηρεσίες όσο και από παροχή υπηρεσιών, ενώ παρατηρήθηκε μείωση και στην καθαρή αξία της περιουσίας των νοικοκυριών σε σχέση με τα αντίστοιχα τρίμηνα του 2015, ως αποτέλεσμα τόσο της πτώσης των τιμών των μετοχών όσο και της μείωσης στις τιμές των ακινήτων.
Από την άλλη πλευρά, τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις αποτελούσαν το 53,8% της συνολικής χρηματοδότησης των τραπεζών προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα το Σεπτέμβριο του 2016.
Όπως προκύπτει και από την Έρευνα Τραπεζικών Χορηγήσεων, το γ΄ τρίμηνο του 2016 τόσο τα κριτήρια χορήγησης δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις όσο και οι όροι χορήγησης δανείων καθώς και η ζήτηση για δάνεια παρέμειναν επίσης σχεδόν αμετάβλητα σε σχέση με το β΄ τρίμηνο του 2016, σύμφωνα με τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί στην έρευνα του προηγούμενου τριμήνου, ενώ δεν αναμένεται κάποια μεταβολή το δ΄ τρίμηνο του 2016.
ΠΗΓΗ: ifemerida.gr, euro2day.gr