Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Η τουρκική πλευρά δεν έδειξε καμία πρόθεση ευελιξίας στην Ελβετία. Αυτό επιβεβαιώθηκε και μετά τον τερματι σμό των εργασιών, όταν επιχείρησε να επιρρίψει ευθύνες στην ελληνική πλευρά
Στο δείπνο της 1ης Δεκεμβρίου ο απεσταλμένος της Γραμματείας του ΟΗΕ Εσπεν Μπαρθ Εϊντε και οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων Νίκος Αναστασιάδης και Μουσταφά Ακιντζί συμφώνησαν στη σύγκληση διάσκεψης για τη συζήτηση της λεγόμενης εξωτερικής πτυχής του Κυπριακού (εγγυήσεις, κατοχικά στρατεύματα και ασφάλεια).
Κι αυτό παρότι παρέμεναν πολλές διαφωνίες σε όλα σχεδόν τα ζητήματα της εσωτερικής πτυχής (εδαφικό, διακυβέρνηση, περιουσιακό κ.λπ.), η επίλυση των οποίων είχε τεθεί από τους ίδιους ως προϋπόθεση για να συγκληθεί η διάσκεψη.
Τα όσα συμφωνήθηκαν σε εκείνο το δείπνο ήταν το αποτέλεσμα των παρασκηνιακών πιέσεων που άσκησε η Αμερικανίδα βοηθός υπουργός Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ. Μετά το ναυάγιο των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων στο Μοντ Πελεράν τον Νοέμβριο, η διπλωματική δυναμική για μία λύση τύπου Ανάν ανακόπηκε. Για να την κρατήσει ζωντανή, η Β. Νούλαντ προσπάθησε να εκβιάσει μία συμφωνία-πλαίσιο η οποία να δημιουργεί κάποιας μορφής πολιτικό τετελεσμένο στο Κυπριακό πριν από την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο.
Ο Νίκος Αναστασιάδης συνέπραξε, σπάζοντας την κοινή γραμμή που είχε συμφωνήσει με τους Αλέξη Τσίπρα και Νικό Κοτζιά. Μη επιθυμώντας να προκαλέσει ρήξη με τη Λευκωσία, η Αθήνα «κατάπιε» το τετελεσμένο. Προσήλθε στη διάσκεψη, η σύγκληση της οποίας είναι από μόνη της ένα διπλωματικό δώρο προς την τουρκική πλευρά.
Υπενθυμίζουμε ότι Αθήνα και Λευκωσία απέρριπταν κατηγορηματικά τη σύγκληση πενταμερούς διάσκεψης (οι δύο κοινότητες και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις) επειδή ως όργανο και διαδικασία κατά κάποιον τρόπο νομιμοποιεί την τουρκική θέση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει εκλείψει. Στην καλύτερη περίπτωση εξισώνει τον πρόεδρο ενός διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους με τον ηγέτη μιας κοινότητας.
Ο ισχυρισμός του Αναστασιάδη ότι συμμετείχε με διπλή ιδιότητα, και ως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως ηγέτης της ελληνοκυπριακής κοινότητας, είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Το γεγονός ότι για να παρακάμψει το ζήτημα ο Εσπεν Μπαρθ Εϊντε στα καρτελάκια γράφτηκε μόνο το όνομα και όχι και η ιδιότητα των συμμετεχόντων (εκτός του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών) δεν αλλάζει τα πράγματα. Η πενταμερής καθιερώθηκε και είναι δεδομένο ότι θα τη βρούμε μπροστά μας.
Η Ε.Ε. συμμετείχε σε ανώτατο επίπεδο (με τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και την αρμόδια για θέματα εξωτερικής πολιτικής Φεντερίκα Μογκερίνι), αλλά με την ιδιότητα του παρατηρητή. Με περισσή επιπολαιότητα, οι Ευρωπαίοι έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν το Κυπριακό σαν ένα πρόβλημα που ουσιαστικά δεν τους αφορά.
Οπως αναμενόταν, οι διακοινοτικές διαπραγματεύσεις στη Γενεύη πριν από τη διάσκεψη δεν γεφύρωσαν το χάσμα που υπάρχει σχεδόν σε όλα τα ζητήματα της εσωτερικής πτυχής. Το μόνο καινούριο ήταν η κατάθεση χαρτών εκ μέρους των δύο πλευρών. Η ελληνοκυπριακή προτείνει 28,2% του εδάφους της Κύπρου να ανήκει στο τουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο, ενώ η τουρκοκυπριακή ανεβάζει το ποσοστό στο 29,2%. Η διαφορά στα ποσοστά είναι μικρή, αλλά επί της ουσίας είναι μεγάλη. Είναι άλλο να επιστρέφονται στους Ελληνοκυπρίους παραθαλάσσιες περιοχές και αστικά κέντρα όπως η Μόρφου, και άλλο να επιστρέφονται ορεινοί όγκοι. Από το ποιες περιοχές θα επιστραφούν θα εξαρτηθεί και ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων που θα επιστρέψουν στις εστίες τους. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Ν. Αναστασιάδης δεν αποδέχθηκε τον χάρτη του Μουσταφά Ακιντζί.
Οι χάρτες
Οπως αναμενόταν, επίσης, στη διάσκεψη της 12ης Ιανουαρίου δεν γεφυρώθηκε ούτε το χάσμα για την εξωτερική πτυχή. Ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών επέμεινε στη θέση για κατάργηση των εγγυήσεων και αποχώρηση (σε συνεχή ροή και με καταληκτική ημερομηνία) των τουρκικών στρατευμάτων. Πιεζόμενος και από την ελληνοκυπριακή αντιπολίτευση, στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο Ν. Αναστασιάδης. Τόσο ο κ. Εϊντε όσο και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον επιχείρησαν με διπλωματικές φόρμουλες να εξασφαλίσουν την παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων, αλλά η προσπάθειά τους προσέκρουσε στην ελληνική άρνηση.
Ερντογάν: Για πάντα στην Κύπρο
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου δεν έδειξε καμία πρόθεση ευελιξίας. Αυτό επιβεβαιώθηκε και μετά τον τερματισμό των εργασιών, όταν επιχείρησε να επιρρίψει ευθύνες στην ελληνική πλευρά. Ο δε Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ξεκαθάρισε με δηλώσεις του ότι η Τουρκία θα μείνει για πάντα στην Κύπρο και ότι η Αγκυρα δεν δέχεται καμία συμφωνία που δεν θα περιλαμβάνει τουρκικές εγγυήσεις. Ξεκαθάρισε, επίσης, τη θέση του για κρίσιμα ζητήματα της εσωτερικής πτυχής, για τα οποία υποτίθεται ότι αρμόδιος είναι ο Μ. Ακιντζί.
Ακόμα και για το άνοιγμα του περιφραγμένου και ακατοίκητου από το 1974 τμήματος της Αμμοχώστου, ο Ερντογάν ζήτησε εδαφικό αντάλλαγμα για να ενωθεί ο τουρκοκυπριακός θύλακος των Κόκκινων με την υπόλοιπη περιοχή της Μόρφου, την οποία αρνείται να επιστρέψει. Απέρριψε επίσης την ελληνοκυπριακή πρόταση η Καρπασία να υπαχθεί σε ειδικό καθεστώς. Επιπλέον, όχι μόνο απαίτησε εκ περιτροπής προεδρία, αλλά και ζήτησε η αναλογία να είναι δύο θητείες Ελληνοκύπριος και μία Τουρκοκύπριος πρόεδρος, απορρίπτοντας την αναλογία 4:1.
Οπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η επιχείρηση να εκβιαστεί μία συμφωνία-πλαίσιο για να δημιουργηθεί τετελεσμένο έπεσε στο κενό. Κεντρικό ρόλο γι’ αυτό έπαιξε ο Ν. Κοτζιάς. Από το 2015 είχε εγγράψει στην ατζέντα του Κυπριακού τη θέση της Αθήνας ότι δεν θα συμμετάσχει σε μια νέα συνθήκη εγγυήσεων, ότι δεν αναγνωρίζει τουρκικό επεμβατικό δικαίωμα και ότι δεν πρόκειται να αποδεχτεί λύση χωρίς την πλήρη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων.
Για μεγάλο διάστημα και συνηθισμένοι από τις υπαναχωρήσεις του Ν. Αναστασιάδη, οι εμπλεκόμενοι διεθνείς παίκτες θεώρησαν τη θέση Κοτζιά ρητορική, χωρίς αντίκρισμα. Για την ακρίβεια, θεώρησαν ότι στη διαδρομή θα χανόταν με τη βοήθεια κάποιας διπλωματικής φόρμουλας για να διασωθούν τα προσχήματα. Οταν, όμως, οι διαπραγματεύσεις εισήλθαν στην τελική ευθεία, διαπίστωσαν ότι η Αθήνα εννοούσε αυτό που έλεγε.
Επιθέσεις σε Κοτζιά
Ηταν τότε που η αμερικανική διπλωματία επιχείρησε να πείσει τον Αλ. Τσίπρα να παρακάμψει τον υπουργό Εξωτερικών. Από δίπλα και οι «ανανικοί» κύκλοι σε Κύπρο και Ελλάδα, οι οποίοι έσπευσαν να τον στοχοποιήσουν κατηγορώντας τον ότι επιχειρεί να τορπιλίσει τη λύση. Σ’ αυτό το παιχνίδι συνέπραξαν και κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ, μη εξαιρουμένων και κυβερνητικών στελεχών.
Στη Γενεύη ο πρόεδρος της Κύπρου διέψευσε ότι υπήρξε πρόβλημα στη συνεργασία του με τον Ν. Κοτζιά. Είναι κοινό μυστικό, όμως, ότι όχι μόνο τον κατηγορούσε, αλλά και ότι οι επιθέσεις εναντίον του ενορχηστρώνονταν από το Προεδρικό της Λευκωσίας. Επιθέσεις που συνεχίστηκαν και αυτές τις ημέρες, υποχρεώνοντας τον Ελληνα υπουργό Εξωτερικών στη Γενεύη να ζητήσει εκνευρισμένος από τον Κύπριο πρόεδρο να «μαζέψει» τους δράστες.
Τα επόμενα βήματα
Διαβλέποντας το χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές όχι μόνο στην εξωτερική, αλλά και στην εσωτερική πτυχή, ο Ν. Κοτζιάς φρόντισε εγκαίρως να αποτρέψει τον διπλωματικό εκβιασμό «ή τώρα ή ποτέ». Καλλιέργησε τη λογική μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας ανοιχτού ορίζοντα (open ended), όπου η αδυναμία γεφύρωσης του χάσματος δεν οδηγεί αυτόματα σε ναυάγιο και κατ’ επέκταση σε παιχνίδι επίρριψης ευθυνών (blame game). Στο πλαίσιο αυτό, στη Γενεύη αποφασίστηκε τις επόμενες ημέρες οι Αναστασιάδης και Ακιντζί να διαπραγματευτούν με σκοπό τη γεφύρωση των διαφωνιών τους για τα ζητήματα της εσωτερικής πτυχής. Παραλλήλως, από τις 18 Ιανουαρίου εμπειρογνώμονες και από τις δύο κοινότητες και τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις θα καταγράψουν τις εκατέρωθεν θέσεις για την εξωτερική πτυχή και θα θέσουν ερωτήματα.
Οταν ολοκληρωθεί η εργασία τους, η διάσκεψη θα συνεχιστεί με την ίδια σύνθεση. Εάν προκύψει πρόοδος και οι δύο πλευρές βρεθούν σε απόσταση συμφωνίας, πιθανότατα οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις θα αναβαθμίσουν τη συμμετοχή τους από το επίπεδο των υπουργών Εξωτερικών στο επίπεδο των ηγετών. Το ενδεχόμενο να προκύψει και τότε συμφωνία συγκεντρώνει αμελητέες πιθανότητες.
Η Αθήνα εννοεί αυτά που λέει για τις εγγυήσεις. Αντί γι’ αυτές προτείνει ένα σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα, στην Τουρκία και τη μελλοντική ομοσπονδιακή Κύπρο, καθώς και την παρουσία μιας διεθνούς αστυνομικής δύναμης στη Μεγαλόνησο. Επίσης, προτείνει ο ΟΑΣΕ να καταγράψει άμεσα με εμπειρογνώμονες τα στρατεύματα που βρίσκονται στη Μεγαλόνησο και τον οπλισμό τους.
Οπως προαναφέραμε, όμως, η Αγκυρα αποκλείει λύση χωρίς τουρκικές εγγυήσεις και τουρκικά στρατεύματα. Παραμένει στις διαπραγματεύσεις για να μη χρεωθεί το κόστος του ναυαγίου. Δεν επιθυμεί, όμως, παράτασή τους επειδή θεωρεί ότι η ανάδειξη του ζητήματος των εγγυήσεων και των τουρκικών στρατευμάτων σε κεντρικό ζήτημα των διαπραγματεύσεων τη φέρνει σε μειονεκτική θέση. Στο ζήτημα των εγγυήσεων και των τουρκικών στρατευμάτων το χάσμα δεν υπάρχει μόνο στο επίπεδο των πολιτικών ηγεσιών. Σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση, περίπου το 90% των Ελληνοκυπρίων απορρίπτει λύση με τουρκικές εγγυήσεις και παραμονή τουρκικών στρατευμάτων. Αντιστοίχως, σχεδόν το 70% των Τουρκοκυπρίων και των εποίκων θέλει τουρκικές εγγυήσεις και παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων, ενώ το 51% υποστηρίζει και την παραχώρηση στην Τουρκία κυρίαρχης στρατιωτικής βάσης στη βόρεια Κύπρο, κατά το πρότυπο των βρετανικών βάσεων. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν αυτό που διαπιστώνει κανείς και εμπειρικά. Παρά τις πρωτοβουλίες και τις πλουσιοπάροχες χορηγίες για εκδηλώσεις επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων, αυτές φαίνεται κατά πλειοψηφία να μην ανταποκρίνονται. Το γεγονός αυτό εκ των πραγμάτων εγείρει εμπόδια στις διαπραγματεύσεις για λύση τύπου Ανάν. Το 76% που ψήφισε «όχι» στο δημοψήφισμα του 2004 εξέφρασε τη βαθιά ανασφάλεια που προκαλούν στους Ελληνοκυπρίους η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας και οι εγγυήσεις της. Οπως έδειξε η εισβολή του 1974, άλλωστε, στην κρίσιμη στιγμή οι εγγυήσεις μπορούν να ερμηνευτούν από την ίδια σαν επεμβατικό δικαίωμα.
Το δημοψήφισμα
Πάντως, ακόμα και στην όχι ορατή περίπτωση που ο Ερντογάν θα ήθελε να προβεί σε κάποια υποχώρηση, αυτή την περίοδο αποκλείεται. Στην τουρκική πολιτική σκηνή κυριαρχεί η συνταγματική αναθεώρηση για τη μετατροπή του πολιτεύματος από προεδρευομένη σε προεδρική δημοκρατία, που τελικώς θα κριθεί σε δημοψήφισμα τον Απρίλιο. Για να αναδειχθεί σε αιρετό μονάρχη ο Ερντογάν έχει ανάγκη -και έχει εξασφαλίσει- την κοινοβουλευτική υποστήριξη του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης. Οι «Γκρίζοι Λύκοι» θα την απέσυραν και θα στρέφονταν εναντίον του εάν έκανε και το παραμικρό βήμα πίσω. Υπενθυμίζουμε ότι απολύτως αδιάλλακτες θέσεις στο Κυπριακό έχει και η κεμαλική αντιπολίτευση, η οποία προκαταβολικά κατηγορεί τον Τούρκο πρόεδρο ότι προετοιμάζει υποχωρήσεις! Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, λοιπόν, αποκλείεται να υπάρξει διαφοροποίηση της τουρκικής θέσης και ως εκ τούτου εποικοδομητική διαπραγμάτευση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η διάσκεψη εκ των πραγμάτων θα περιέλθει σε αδιέξοδο, έστω και αν η Γραμματεία του ΟΗΕ αποφύγει να χρησιμοποιήσει αυτό τον όρο για να διατηρήσει ζωντανή τουλάχιστον τη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών.
Πρώτη δημοσίευση στο Πρώτο Θέμα