Θα είναι μια συνεδρίαση χωρίς απόφαση, ωστόσο αρκούντως καθοριστική η σημερινή του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ.
Και αυτό διότι αφενός δεν αναμένεται να ανακοινωθεί αν το Ταμείο θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, ωστόσο θα καταστεί ευκρινές τι ακριβώς ζητάει για να γίνει αυτό.
Ειδικότερα αναμένεται να συζητηθεί η έκθεση για την ελληνική οικονομία η οποία συντάχθηκε από την ομάδα της Ντέλιας Βελκουλέσκου και φέρει την έγκριση του Πολ Τόμσεν.
Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει και την επικαιροποιημένη ανάλυση για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η οποία διαπιστώνει ότι το χρέος παραμένει εξαιρετικά μη βιώσιμο παρά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που αποφασίσθηκαν τον Δεκέμβρη. Σημειώνεται ότι θα παραμείνει μη βιώσιμο ακόμη και αν η Ελλάδα εφαρμόσει όλα όσα έχει συμφωνήσει στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM.
Η δεύτερη έκθεση που θα συζητηθεί αφορά στην εκ των υστέρων αξιολόγηση του δανειακού προγράμματος της περιόδου 2012-2016 (Ex Post Evaluation of Exceptional Access under the 2012 Stand-By Arrangement).
Τα σενάρια
Όπως αναφέρει το Euro2day.gr το Ταμείο, ενδέχεται να κάνει συμβιβασμούς και προς τις δύο πλευρές. «Περιμένουμε ότι σήμερα το ΔΝΤ θα αφήσει ανοιχτό χώρο στη διαπραγμάτευση», αναφέρει στέλεχος με γνώση των διεργασιών σε όλα τα μέτωπα της διαπραγμάτευσης εκτιμώντας ότι θα το Ταμείο θα εμφανίσει ένα ιδιαιτέρως ισχυρό DSA (Dept Sustainability Analysis).
Προς την ευρωζώνη αναμένεται ότι θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την προκαταβολική εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, μπαίνοντας στο ελληνικό πρόγραμμα, πριν την εφαρμογή τους.
Προς την ελληνική κυβέρνηση η μοναδική έκπτωση η οποία θα μπορούσε – εκτιμάται αρμοδίως- να γίνει θα ήταν στο μέτωπο του ύψους των μέτρων. Αντί για 4,5 δισ. ευρώ των αρχικών του απαιτήσεων, το ποσό θα μπορούσε να υποχωρήσει χαμηλότερα στη βάση των καλύτερων δημοσιονομικών επιδόσεων του 2016.
Κατά την εκτίμηση του ιδίου στελέχους, το ΔΝΤ θα ήταν διατεθειμένο να φύγει μετά τις γερμανικές εκλογές, αλλά στους κόλπους του Ταμείου επικρατεί η άποψη ότι μια αποχώρηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναζωπύρωση των κατηγοριών, ότι ακριβώς εξαιτίας της αποχώρησής του καταστρέφεται το ελληνικό πρόγραμμα.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, συνομιλητές του Πολ Τόμσεν αναφέρουν ότι το Ταμείο θα ήταν διατεθειμένο να μπει με χρηματοδότηση (αν ο Ντόναλντ Τραμπ δεν αποφασίσει διαφορετικά) σε ένα πρόγραμμα διάρκειας 12 ή 18 μηνών (παρ’ ότι συνήθως τα MEFP του ΔΝΤ έχουν διάρκεια τριών ετών), με αντάλλαγμα ένα βελούδινο διαζύγιο στη συνέχεια.
Η θέση της ελληνικής πλευράς
Για να το κάνει αυτό, προϋπόθεση είναι η ελληνική κυβέρνηση να συμβιβαστεί με σκληρά μέτρα.
Το μείγμα των μέτρων παραμένει αμετάβλητο: μαχαίρι στο αφορολόγητο (5.000 ευρώ έχει ζητήσει στο παρελθόν τόσο το ΔΝΤ, όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα αν και κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι το Ταμείο τώρα δεν ζητά αφορολόγητο κάτω από 7.000 ευρώ), κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις καταβαλλόμενες συντάξεις (το μέτρο θα μπορούσε εκτιμάται από ελληνικές πηγές να ενταχθεί στον κόφτη), δραστική απελευθέρωση αγορών προϊόντων και υπηρεσιών με έμφαση στην αγορά εργασίας, όπου οι σκληρές απαιτήσεις για αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων παραμένουν στο τραπέζι.
Η ελληνική πλευρά διαπραγματεύεται επ’ αυτών, προβάλλοντας κυρίως ισχυρές ενστάσεις στο μέτωπο της προκαταβολικής νομοθέτησής του -οι απαιτήσεις του ΔΝΤ χαρακτηρίζονται παράλογες και αντισυνταγματικές- αλλά τις τελευταίες ημέρες, αρχίζει στο παζάρι να μπαίνει και μία ακόμα γραμμή διεκδικήσεων.
Αν τελικά η κυβέρνηση πιει το «πικρό ποτήρι» των μέτρων προχωρώντας ακόμα και σε νομοθέτηση με ρήτρα ακύρωσης της μείωσης του αφορολογήτου από το 2018, εκτός από τα μέτρα για το χρέος και την ένταξη στο QE τα οποία θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ ανταλλάγματα, φέρεται να παζαρεύει και κάποια αντίδωρα αναφορικά με τον ΦΠΑ στα νησιά καθώς και τη μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ενδεικτική των κυβερνητικών προθέσεων για το παζάρι της διαπραγμάτευσης, μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί και η δήλωση του Πάνου Καμμένου (στη Realnews), σύμφωνα με την οποία «μείωση αφορολόγητου, χωρίς μείωση του ΦΠΑ, του ΕΝΦΙΑ, ή του φόρου των επιχειρήσεων που μπορεί να φέρει την ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνει».
Τι λένε κυβερνητικοί παράγοντες
Στη σημερινή συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου του ΔΝΤ «θα φανεί ποιος θα είναι ο ρόλος του Ταμείου στο εγγύς μέλλον» υπογραμμίζει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Αλέξης Χαρίτσης, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Εποχή», υπογραμμίζοντας πως η κυβέρνηση πρέπει να αποφύγει το «να μπούμε σε μια διαδικασία μακράς διαπραγμάτευσης».
«Βρισκόμαστε σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο, όπου πρέπει τα πράγματα να ξεκαθαρίσουν» υπογραμμίζει ο κ. Χαρίτσης.
«Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να φέρει η κυβέρνηση στη Βουλή προς ψήφιση τα ακραία μέτρα που ζητά το ΔΝΤ» δηλώνει ο γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, Πάνος Ρήγας, σε συνέντευξή του στην «Αυγή». Όσο και εάν Γερμανία και ΔΝΤ εμφανίζονται αμετακίνητοι στις θέσεις τους έχοντας ως ουρά και σύμμαχο τη ΝΔ, έχω την αίσθηση πως η συγκυρία και οι γεωπολιτικές συνθήκες είναι τέτοιες που θα τους αναγκάσουν να αφήσουν τους τακτικισμούς και το blame game και να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις τόσο μεταξύ τους, όσο και απέναντί μας» αναφέρει .
Πρωτοβουλίες για το κλείσιμο της αξιολόγησης το συντομότερο δυνατό συμφώνησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στις επαφές που είχε στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής στη Μάλτα ενώ στο θέμα αυτό κοινή είναι η εκτίμηση κυβερνητικών παραγόντων και κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
«Η επιδίωξη της ελληνικής κυβέρνησης είναι να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση το συντομότερο δυνατό και με τις λιγότερο δυνατές υποχωρήσεις. Σε αυτό συμπίπτει και η μεγάλη πλειοψηφία των δανειστών, όπως φάνηκε και στην Μάλτα δήλωσε στον ρ/φ «στο κόκκινο» ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Δημήτρης Παπαδημούλης.
Επισημαίνει πάντως πώς «ακόμα και αν δεν καταστεί δυνατό να ολοκληρωθεί η συμφωνία στις 20 Φεβρουαρίου είναι εφικτό στην συνεδρίαση του Εurogroup να γίνει ένα θετικό βήμα που θα κωδικοποιήσει την πρόοδο ώστε να κλείσει η συμφωνία πριν τις εκλογές στην Ολλανδία. «Έχουμε κάθε συμφέρον να αποφύγουμε μία πολύμηνη καθυστέρηση που θα κάνει ζημιά στην ελληνική οικονομία και την θέλουν οι ακραίοι των δανειστών».
«Ζητάμε το έγκαιρο κλείσιμο της αξιολόγησης στη βάση του κοινοτικού κεκτημένου και με σεβασμό στις συνταγματικές και δημοκρατικές αξίες της Ελλάδας και της Ευρώπης. Δεν πρόκειται να κάνουμε υποχωρήσεις σε θέματα αρχών» δηλώνει η υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Όλγα Γεροβασίλη σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Kontranews .
Αναφορικά με την περίπτωση μη κλεισίματος της αξιολόγησης στο χρονικό ορόσημο της 20ης Φεβρουαρίου και το ενδεχόμενο επανάληψης του «σκηνικού του 2015», η κ. Γεροβασίλη είπε ότι «κοινός τόπος της ελληνικής κυβέρνησης και των νουνεχών Ευρωπαίων εταίρων μας» είναι η εξεύρεση λύσης, το γρηγορότερο δυνατόν, ώστε να ενταχθεί η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης «για να ενισχυθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και να αποκατασταθεί σταδιακά το επενδυτικό κλίμα στη χώρα».
Η κυβέρνηση εργάζεται ώστε η αξιολόγηση να κλείσει το συντομότερο δυνατόν «όχι όμως με τρόπο που θα τραυματίζει περισσότερο την κοινωνία, θα αναιρεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο στις εργασιακές σχέσεις και θα υπονομεύει την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας» αναφέρει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας Αλ.Χαρίτσης. Επισημαίνει ότι στόχος δεν είναι να κλείσει η αξιολόγηση «με οποιοδήποτε τρόπο, μόνο και μόνο για να διασφαλίσει την παραμονή της κυβέρνησης», προσθέτοντας ότι «το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης μπορεί να γίνει από την πλευρά μας μόνο με πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ανεκτό τρόπο».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ – ΜΠΕ, euro2day.gr