Τα προηγούμενα χρόνια, κι ενώ η ελληνική οικονομία βυθιζόταν στην ύφεση παρά την εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων (διαψεύδοντας τη μία μετά την άλλη τις “προβλέψεις” του ΔΝΤ και όχι μόνο), η συνήθης κατηγορία της τρόϊκας και ειδικά του Βερολίνου ήταν ότι η “μεταρρυθμιστική κόπωση” που δεν επέτρεπε την υλοποίηση προαπαιτούμενων πολιτικών οφειλόταν στον ελληνικό πολιτικό και εκλογικό κύκλο.
Την κατηγορία αυτή “εισέπραξε” και ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, όταν έθετε χρονικά τελεσίγραφα για τη διεξαγωγή εκλογών την περίοδο της τριμερούς κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου. Έκτοτε, το “επιχείρημα” περί των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην Ελλάδα που αποτελούσαν τροχοπέδη, ακούστηκε πολλές φορές, κυρίως δια στόματος Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε.
Η 5η αξιολόγηση δεν στάθηκε εφικτό να κλείσει, έλεγαν κύκλοι του Βερολίνου, επειδή ο κ. Σαμαράς αδυνατούσε να αναλάβει το πολιτικό κόστος αποφάσεων λόγω της δημοσκοπικής του κατάρρευσης, ιδιαίτερα μετά τις Ευρωεκλογές του 2014.
Η κατάσταση έχει τώρα αντιστραφεί. Ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε αρνείται να κάνει οποιοδήποτε βήμα προς την κατεύθυνση των αιτημάτων του ΔΝΤ (πλεονάσματα, χρέος) και να απεγκλωβίσει την αξιολόγηση, εξαιτίας των επερχόμενων γερμανικών εκλογών. Παρά την περί του αντιθέτου γνωμάτευση του νομικού τμήματος της Μπούντεσταγκ, επιμένει πως “δίχως ΔΝΤ δεν υπάρχει ελληνικό πρόγραμμα” και απειλεί με έξοδο από την Ευρωζώνη, με προφανή σκοπό να ικανοποιήσει μερίδα του CDU, τον κυβερνητικό του εταίρο, τους Χριστιανοκοινωνιστές (GSU), και, πλέον, τους ακόμα σκληρότερους -ζητούν ευθέως Grexit- Φιλελεύθερους που με δημοσκοπικό ποσοστό 6% φαίνεται να περνούν το κατώφλι (5%) της Γερμανικής Βουλής και να θεωρούνται πιθανοί εταίροι σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό της επόμενης ημέρας.
Παράλληλα, με τις συνεχείς απειλές του προς την Ελλάδα θεωρεί πως δημιουργεί πολιτικά αναχώματα στην περαιτέρω ενίσχυση του ξενοφοβικού (και με σαφή θέση κατά της Ελλάδας και των χωρών του Νότου) AfD της Φράουκε Πέτρι, που ως επί το πλείστον αντλεί ψηφοφόρους από την εκλογική δεξαμενή του κόμματος της Μέρκελ.
Τις τελευταίες ημέρες, μάλιστα, ο Σόϊμπλε χρησιμοποιεί την Ελλάδα για να επιτεθεί στον Μάρτιν Σουλτς που έχοντας -άμα τη εμφανίσει- ενισχύσει κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες το μέχρι πρότινος “εξαφανισμένο” SPD, δείχνει ακόμα και να μπορεί να κερδίσει την Άνγκελα Μέρκελ, ή, σε κάθε περίπτωση, να καταστήσει απρόβλεπτο και περιπετειώδες το παιχνίδι του σχηματισμού της επόμενης κυβέρνησης στο Βερολίνο.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικός που έχει αναλάβει τον “βρώμικο πόλεμο” της προεκλογικής καμπάνιας των Χριστιανοδημοκρατών εγκαλεί τον Σουλτς για “φιλελληνικές θέσεις”, για την θέση του περί “ευρωομόλογου” και απομείωσης του χρέους. Έτσι καθιστά έτι δυσχερέστερη την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης για την ελληνική αξιολόγηση.
Και όσο περισσότερο εμπλέκει την Ελλάδα στον εσωτερικό- εκλογικό κύκλο της Γερμανίας τόσο περισσότερο δύσκολο είναι να υποχωρήσει. Ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε γνωρίζει πως είναι εξαιρετικά πιθανό στις 24 Σεπτεμβρίου να κλείσει ο πολιτικός του κύκλος. Θα εκλεγεί, βεβαίως, βουλευτής αλλά είναι μάλλον απίθανο να είναι ξανά υπουργός Οικονομικών ή να έχει την επιρροή που είχε τα προηγούμενα χρόνια.
Μοναδική περίπτωση να επιβιώσει πολιτικά είναι να κερδίσει με άνεση το CDU το SPD και να σχηματίσει κυβέρνηση με τους Φιλελεύθερους, ή να σύρει -εάν έχουν μεγάλη διαφορά- τους Σοσιαλδημοκράτες σε έναν αναγκαστικό νέο “Μεγάλο Συνασπισμό”. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό αυτή τη στιγμή.
Το αντίθετο. Ακόμα κι αν -όπως παραμένει το πιθανότερο- η Άνγκελα Μέρκελ νικήσει τον Μάρτιν Σουλτς, αλλά η διαφορά είναι σχετικά μικρή, τότε οι Σοσιαλδημοκράτες θα έχουν βαρύνοντα λόγο την επόμενη ημέρα. Οι δημοσκοπήσεις φέρνουν σήμερα τους Χριστιανοδημοκράτες μεταξύ 32-34% (από 41,3 που είχαν στις εκλογές του 2013) και το SPD να έχει εκτοξευθεί κατά 8 μονάδες (στο 28-29%) μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας Σουλτς.
Ο υποψήφιος για την Καγκελαρία και πρώην πρόεδρος του ΕΚ γνωρίζει πως εάν είναι δεύτερο κόμμα (πολλω δε μάλλον εάν είναι πρώτος) μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση με τους Πράσινους και το αριστερό DieLinke (δοκιμάστηκε ήδη αυτή η συνεργασία στις τοπικές εκλογές στο Βερολίνο). Ή, εάν επιλέξει να συνεργαστεί με το CDU μπορεί να συμπαρασύρει εύκολα και τους Πράσινους. Σε κάθε περίπτωση, με αυτά τα σενάρια, το άστρο του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε ή σβήνει εντελώς ή τρεμοσβήνει.
Αυτό το παιχνίδι της υστεροφημίας παίζει τώρα ο Σόϊμπλε. Και θα το παίξει μέχρι τέλους, αρνούμενος να υποκύψει σε έναν εντιμότατο, γι αυτόν, συμβιβασμό σχετικά με το κλείσιμο της αξιολόγησης και την αποδοχή μέρους των αιτημάτων του ΔΝΤ. Θέλει να εξαντλήσει τα περιθώρια για μία άκρως επώδυνη για την Ελλάδα συμφωνία στο πλαίσιο του δικού του τρόπου. Του Schaubles’ way, για να παραφράσουμε το My Way του Frank Sinatra.
Αυτό για το οποίο, λοιπόν, κατηγορούσε το ελληνικό πολιτικό σύστημα, τα τελευταία χρόνια, γίνεται το δικό του “κύκνειο άσμα”. Υποτάσσει στις εκλογικές και μετεκλογικές σκοπιμότητες του κόμματός του την ίδια την επιβίωση της ελληνικής οικονομίας και τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας. Αν και, δυστυχώς, βρίσκει ικανούς συμμάχους στο εγχώριο πολιτικό και μιντιακό σκηνικό.
Υ.Γ Όλα αυτά, φυσικά, δεν απαλλάσσουν την παρούσα (πολύ περισσότερο) ή προηγούμενες κυβερνήσεις από τις δικές τους ευθύνες σχετικά με την μη υλοποίηση πολιτικών που έπρεπε να έχουν υλοποιηθεί…
Και ούτε σημαίνουν πως μία κυβέρνηση με πυρήνα το SPD στο Βερολίνο θα αλλάξει δραματικά την Γερμανική πολιτική για την Ευρώπη. Τα δείγματα γραφής, όμως, τόσο του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, όσο και, κυρίως, του Μάρτιν Σουλτς δημιουργούν, αν μη τι άλλο, προσδοκίες…
Διαβάστε ακόμα: Τι τρόμαξε τη Μέρκελ και άλλαξε γνώμη για το ευρώ