Το οικογενειακό δράμα «Η κόρη» της Μάσα Σιλίνσκι στο τμήμα «Προοπτική Γερμανικού Κινηματογράφου» της Berlinale διαδραματίζεται στη Σαντορίνη. Σε πρώτο ρόλο η Άρτεμις Χαλκίδου.
Σε μια αμμουδιά της Σαντορίνης η ελληνογερμανίδα Χάνα ανακοινώνει στην πεντάχρονη κόρη της Λούκα ότι μόλις επιστρέψουν στο Βερολίνο θα χωρίσουν με τον πατέρα της Τζίμι. Και πράγματι, ο Τζίμι τον οποίο υποδύεται ο Κάρστεν Αντόνιο Μίλκε, μετακομίζει σε άλλο διαμέρισμα. Δύο χρόνια αργότερα οι τρεις τους επιστρέφουν ξανά μαζί στο νησί μόνο και μόνο επειδή βρέθηκε αγοραστής για το εξοχικό τους. Και εδώ συμβαίνει το απροσδόκητο – ο Τζίμι και η Χάνα, που υποδύεται η Άρτεμις Χαλκίδου, ξαναερωτεύονται. Η εξέλιξη αυτή δεν αρέσει καθόλου στην πλέον επτάχρονη Λούκα, που ενσαρκώνει καταπληκτικά η Χέλενα Τσένκελ.
Στο ρόλο της επτάχρονης Λούκα μια καταπληκτική Χέλενα Τσένκελ
Στο ενδιάμεσο διάστημα η Λούκα είχε αναπτύξει στενή σχέση με τον πατέρα της ενώ ταυτόχρονα είχε απομακρυνθεί από τη μητέρα της. Όπως εξηγεί η σκηνοθέτις της ταινίας, Μάσα Σιλίνσκι «όταν ενώνονται ξανά οι γονείς η Λούκα αισθάνεται σαν να εκδιώκεται από τον παράδεισο. Αυτό που θέλει είναι να είναι ξανά η βασίλισσα στο πλευρό του πατέρα της. Παρ’ όλο που τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν είναι ασυνήθιστες – αντιμετωπίζονται ως ταμπού. Ήθελα οπωσδήποτε να γυρίσω ταινία γύρω από αυτό το θέμα».
Η συμπεριφορά της Λούκα γίνεται αφόρητη. Δεν αφήνει τους γονείς της να κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι, φεύγει από το εξοχικό για ώρες και με τυραννικό τρόπο προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή του πατέρα της. Το αποκορύφωμα έρχεται όταν η ξανθιά Λούκα λέει στη μελαχρινή μητέρα της ότι δεν της μοιάζει καθόλου και ότι για αυτό το λόγο δεν πιστεύει πως είναι κόρη της. Μάλιστα εκφράζει την υποψία ότι πιθανώς να έγινε κάποιο μπέρδεμα μετά τη γέννα στο νοσοκομείο. Τελικά το ζευγάρι δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα εμπόδια που τους θέτει η κόρη του. Το παιδί που τους ενώνει θα είναι η αιτία που δεν μπορούν να ζήσουν μαζί.
Γιατί στη Σαντορίνη;
Η σκηνοθέτις Μάσα Σιλίνσκι με την πρωταγωνίστριά της Άρτεμις Χαλκίδου
Η επιλογή της Σαντορίνης ως τόπος όπου διαδραματίζεται η ταινία δεν είναι τυχαία. Όπως εξομολογείται η σκηνοθέτις Μάσα Σιλίνσικι «όταν ήμουν παιδί ερχόμουν συχνά στην Ελλάδα και για αυτό έχω μια στενή σχέση με τη χώρα. Κυρίως στη Σαντορίνη έχω περάσει μεγάλα διαστήματα με τη μητέρα μου και με φίλους της οικογένειας. Το νησί είναι για μένα ένας μοναδικός τόπος γεμάτος μαγεία.» Αλλά και η επιλογή της Άρτεμης Χαλκίδου ήταν σχεδόν δεδομένη, λέει η Μάσα Σιλίνσικι: «Αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ είναι ότι σου δίνει την εντύπωση ότι κρύβει μέσα της ένα μεγάλο μυστικό. Και ο ρόλος της μητέρας έχει ανάγκη από αυτό το μυστικό, δηλαδή το να μη ξέρεις από που πηγάζει η δύναμη να τα αντέξει όλα αυτά.»
Η 44χρονη Άρτεμις Χαλκίδου είναι κόρη Έλληνα και Ελληνοκύπριας που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία. Μετά την αποφοίτησή της από τη δραματική σχολή στο Μόναχο το 1995, γύρισε ταινίες για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και έπαιξε σε θέατρα στο Μόναχο, το Αμβούργο, την Κολωνία, τη Λειψία και το Βερολίνο όπου και ζει. Όπως θυμάται, πάντα ήθελε να γίνει ηθοποιός και ήδη από την εφηβική της ηλικία τής είχε δοθεί κατά κάποιο τρόπο η ευκαιρία να αναπτύξει το ταλέντο της: «Οι γονείς μου είχαν για πολλά χρόνια εστιατόριο σε ένα χωριό στη Γερμανία. Και εμείς τα παιδιά δουλεύαμε στο εστιατόριο που ήταν κάτι σαν σκηνή. Ο πατέρας μου είχε βάλει μια πίστα όπου εγώ και τα τρία αδέλφια μου χορεύαμε. Υπήρχε δηλαδή πάντα αυτό το σόου στο εστιατόριο.»
Η Άρτεμις Χαλκίδου δεν έχει παίξει ακόμη σε ελληνική ταινία. Θα το ήθελε; Ναι, λέει, αν υπάρξει μια ενδιαφέρουσα πρόταση.
Άλλες ελληνικές πινελιές στη Μπερλινάλε
Μάχη στο τέλος της νύχτας του καναδού Συλβαίν Λ’ Εσπεράνς
Η επίσημη ελληνική συμμετοχή στην Berlinale περιορίζεται στην ταινία μικρού μήκους «Hiwa» της Ζακλίν Λέντζου στο τμήμα των Berlinale Shorts. Στην ταινία 11 λεπτών ένας Φιλιππινέζος περιπλανιέται στα όνειρά του στην Αθήνα, χωρίς να έχει έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Στο δε τμήμα Berlinale Talents οι νέοι έλληνες κινηματογραφιστές Γρηγόρης Βαρδαρινός, Γιώργος Τελτζίδης, Γιώργος Καρβέλας και Έμμα Δοξιάδη θα έχουν την ευκαιρία για μια εβδομάδα να συζητήσουν με γνωστούς ανθρώπους του κινηματογράφου όπως για παράδειγμα τον σκηνοθέτη και πρόεδρο της κριτικής επιτροπής του διαγωνιστικού τμήματος της Berlinale, τον ολλανδό Πόλ Βερχόφεν. Και στο τμήμα «Προοπτική Γερμανικού Κινηματογράφου» η ηθοποιός Άρτεμης Χαλκίδου που ζει στο Βερολίνο συμμετέχει στην ταινία «Die Tochter» (Η κόρη) της Μάσα Σιλίνσκι.
Αν και δεν είναι ελληνική παραγωγή – μεγάλο ενδιαφέρον έχει το ντοκιμαντέρ του καναδού Συλβαίν Λ’ Εσπεράνς «Combat au bout de la nuit» (Μάχη στο τέλος της νύχτας) στο Panorama. Πρόκειται για μια επική ταινία σχεδόν 5 ωρών που διαδραματίζεται στην Ελλάδα του 2014 και 2015, σε μια χώρα που έχει σχεδόν καταρρεύσει. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί με την κάμερα τον αγώνα απολυμένων γυναικών, λιμενεργάτες στην προσπάθεια τους να αναλύσουν το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, γιατρούς στα Κοινωνικά Ιατρεία, εθελοντές σε συσσίτια αστέγων και απόρων, όπως και μετανάστες, οι οποίοι φυτοζωούν σε μια αφιλόξενη Αθήνα. Ο Λ’ Εσπεράνς εστιάζει το ενδιαφέρον του τόσο σε περιθωριοποιημένες ομάδες όσο και σε ανθρώπους που αντιστέκονται, ανθρώπους που δεν θέλουν να αποδεχτούν μοιρολατρικά τις συνθήκες στις οποίες ζουν. Αναμένεται ότι η ταινία θα προκαλέσει αρκετή συζήτηση.
Κόσλικ, διευθυντής του φεστιβάλ κινηματογράφου Βερολίνου
Σε τι όμως οφείλεται η πολύ περιορισμένη ελληνική παρουσία φέτος; Σε αυτή την ερώτηση της Deutsche Welle, ο Ντίντερ Κόσλικ παραπέμπει αρχικά στο βασικό κριτήριο συμμετοχής: η ταινία δεν θα πρέπει να έχει προηγουμένως προβληθεί σε διεθνές φεστιβάλ. «Αν δηλαδή μια ταινία έχει προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη», εξηγεί ο Ντίντερ Κόσλικ, «τότε δεν μπορεί να συμμετέχει στη Berlinale επειδή η Θεσσαλονίκη είναι επίσης ένα διεθνές φεστιβάλ». Το ό,τι η ελληνική συμμετοχή φέτος περιορίζεται σε μια ταινία μικρού μήκους «είναι λυπηρό, αλλά δεν έχει ούτε κάποιο ιδιαίτερο λόγο και ούτε σημαίνει τίποτα». Η Berlinale είχε να επιλέξει φέτος 400 ταινίες από συνολικά 6.000 που υπέβαλαν υποψηφιότητα. Ο κ. Κόσλικ διαβεβαίωσε ότι οι υπεύθυνοι των διάφορων τμημάτων του φεστιβάλ παρακολουθούν από κοντά το τί γίνεται στον ελληνικό κινηματογράφο – τόσο μέσω του γνωστού δημοσιογράφου Αλέξη Γρίβα με τον οποίο συνεργάζονται εδώ και 30 χρόνια όσο και με την άμεση επικοινωνία που διατηρούν με έλληνες κινηματογραφιστές.
Τέλος, όπως επισήμανε ο Ντίντερ Κόσλικ με μεγάλη διάθεση χιούμορ, «εμείς θα θέλαμε να δείξουμε περισσότερες ελληνικές ταινίες επειδή οι Γερμανοί τρέφουν μεγάλη συμπάθεια για τους Έλληνες. Πιθανώς πολλοί Έλληνες να έχουν μάλλον διαφορετική άποψη για αυτό. Αλλά έχω όμως ακούσει και για Έλληνες που επίσης τρέφουν μεγάλη συμπάθεια για τους Γερμανούς. Τα διαμερίσματα ενός ολόκληρου μπλοκ γύρω από την πανάκριβη πλατεία Ζαντάρμενμαρκ στο κέντρο του Βερολίνου ανήκουν σε Έλληνες. Είναι λοιπόν ολοφάνερο πως υπάρχουν Έλληνες που οπωσδήποτε αγαπούν γερμανικά διαμερίσματα.»
Πηγή: DW