Εξήντα τέσσερις κατηγορούμενοι βρίσκονται από σήμερα ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης για μία μόνο από τις διαστάσεις του πολύκροτου σκανδάλου Siemens, αυτή της σύμβασης 8002 που υπεγράφη το 1997 μεταξύ της γερμανικής εταιρείας και του ΟΤΕ. Δεν προκαλεί, βεβαίως, κανένα αιφνιδιασμό πως με την εκκίνησή της η δίκη αναβλήθηκε για τις 6 Μαρτίου.
Ο Μιχάλης Χριστοφοράκος, ο άνθρωπος που αποδεδειγμένα διακίνησε τεράστια ποσά από τα “μαύρα ταμεία” της Siemens, δεν είναι μεταξύ των κατηγορουμένων για λόγους που είναι γνωστοί σε όλους. Όπως και οι πολιτικές ευθύνες εκείνων που του επέτρεψαν να απολαμβάνει έως σήμερα τις βόλτες του στους γραφικούς πεζοδρόμους του κέντρου του Μονάχου.
Έπρεπε να περάσουν δεκατρία ολόκληρα χρόνια για να φθάσει η υπόθεση στο ακροατήριο, όταν τόσο στη Γερμανία όσο και σε πάνω από δέκα χώρες ανά την υφήλιο που αντιμετώπισαν πτυχές του ίδιου διεθνούς σκανδάλου οι αντίστοιχες υποθέσεις έχουν εκδικαστεί και οι ποινές έχουν καταλογισθεί.
Αβελτηρία της Δικαιοσύνης, σκόπιμη κωλυσιεργία των αρμοδίων και πολιτικές σκοπιμότητες εμπόδισαν μέχρι σήμερα την εκδίκαση της υπόθεσης. Όπως εμπόδισαν και την υλοποίηση του περίφημου εξωδικαστικού συμβιβασμού του Ελληνικού Δημοσίου με τη Siemens που υπεγράφη τον Αύγουστο του 2012.
Όπως προκάλεσαν και την απόκρυψη των ευθυνών πολιτικών προσώπων -μόνο εδώ στην Ελλάδα από όλες τις χώρες όπου αποκαλύφθηκαν άλλες πτυχές του ίδιου σκανδάλου. Είναι χαρακτηριστικό πως στο εδώλιο, μεταξύ των κατηγορουμένων, βρίσκεται μόνο ο Θόδωρος Τσουκάτος, στενός συνεργάτης του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και ο μόνος (πρώην) πολιτικός που παραδέχθηκε πως παρέλαβε 1.000.000 ευρώ από στελέχη της Siemens για να τα μεταφέρει στο “μαύρο” πολιτικό ταμείο του ΠΑΣΟΚ. Υπόθεση, την οποία το κόμμα αυτό ουδέποτε θέλησε να διερευνήσει.
Έτσι, η ευθύνη μιας μεγάλης μερίδας του πολιτικού συστήματος για το σκάνδαλο συμπυκνώνεται στο πρόσωπο του Θόδωρου Τσουκάτου, κατά ανάλογο τρόπο που η φαραωνική διασπάθιση δημοσίου χρήματος περί τα εξοπλιστικά συστήματα συμπυκνώθηκε στο πρόσωπο του Άκη Τσοχατζόπουλου. Κατά τον βολικό “αστικό μύθο” ουδείς άλλος πολιτικός ενεπλάκη στις μίζες των εξοπλιστικών και ουδείς άλλος -πέραν του Τσουκάτου – ενεπλάκη στο σκάνδαλο της Siemens.
Τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης δεν ασχολήθηκαν και μάλλον δεν θα ασχοληθούν και τώρα. Γιατί να ξύνουμε πληγές, άλλωστε, όταν η χώρα έχει να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρότερες προκλήσεις; Αυτή είναι η κρατούσα άποψη και η διαδεδομένη δικαιολογία.
Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι οι επικεφαλής της γερμανικής Siemens έχουν ομολογήσει ενώπιον της Εισαγγελίας του Μονάχου ότι κατεβλήθησαν περίπου 130 εκατ. ευρώ σε κρατικούς αξιωματούχους, πολιτικούς και κόμματα για να δράσουν υπέρ των συμφερόντων της εταιρείας σε μεγάλους διεθνείς διαγωνισμούς.
Οι διαδρομές αυτού του “μαύρου” χρήματος κωδικοποιούνταν στα απόρρητα έγγραφα και την αλληλογραφία μεταξύ της μητρικής εταιρείας και της ελληνικής θυγατρικής ως “ωφέλιμες πληρωμές”. Ωφέλιμες για τη Siemens, ωφέλιμες γι αυτούς που εισέπραξαν αυτά τα 130 εκατ., προφανώς, όμως, επιζήμιες για το Ελληνικό Δημόσιο και τους Έλληνες πολίτες που κλήθηκαν να πληρώσουν υπερτιμολογήσεις και μίζες.
Όπως, εν κατακλείδι, “ωφέλιμη” είναι και η “αμνησία” που έχουν πάθει, δεκατρία χρόνια τώρα, όσοι ενεπλάκησαν πρωτογενώς ή δευτερογενώς σε αυτό το σκάνδαλο. Για τους ίδιους λόγους, “ωφέλιμη” δεν είναι και η “αμνησία” για τη Novartis;
Προς υπενθύμιση:
H διαδρομή του σκανδάλου
Όπως αναφέρει το Real.gr, η αντίστροφη μέτρηση για την αποκάλυψη του σκανδάλου, ξεκίνησε το 2004 όταν σύμφωνα με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου στην Ελλάδα και το εξωτερικό, η εταιρεία SIEMENS, κυρίαρχη στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, φέρονταν να διακινεί άνομο χρήμα από τα «μαύρα ταμεία» της για τη σύναψη συμβάσεων όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές χώρες του εξωτερικού.
Υπό την πίεση αυτών των δημοσιευμάτων το Νοέμβριο του 2006 ξεκίνησε εκτενής έρευνα από την Εισαγγελία του Μονάχου για τον καταλογισμό τυχόν ποινικών ευθυνών κατά στελεχών και υπαλλήλων της «SIEMENS AG» και των λοιπών θυγατρικών της.
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, η εταιρεία δαπάνησε από το 1999 έως το 2006 1,3 δισ. ευρώ σε δωροδοκίες για να εξασφαλίζει συμβόλαια σε διάφορες χώρες, προκαλούν αίσθηση σε όλο τον κόσμο.
Το σκάνδαλο “αγγίζει” και την Ελλάδα καθώς στελέχη της πολυεθνικής ισχυρίζονται ενώπιον των γερμανικών δικαστικών αρχών ότι “ωφέλιμες” πληρωμές ύψους 130 εκατομμυρίων μάρκων είχαν ως αποδέκτες Έλληνες προκειμένου να έχει “προβάδισμα” η εταιρεία στους κρατικούς διαγωνισμούς.
Ήδη ο τότε προϊστάμενος της Εισαγγελίας πρωτοδικών Αθηνών και νυν αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος είχε δώσει παραγγελία στον σημερινό οικονομικό εισαγγελέα Παναγιώτη Αθανασίου να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διερευνηθεί η βασιμότητα των καταγγελιών.
Στο “μικροσκόπιο” του κ. Αθανασίου μπαίνουν μια σειρά συμβάσεων που είχαν υπογραφεί από το 1999 μεταξύ της Siemens Ελλάς και του Ελληνικού Δημοσίου όπως η σύμβαση 8002 του 1997 για την προμήθεια των ψηφιακών κέντρων του ΟΤΕ, το σύστημα C4I για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004,το πρόγραμμα τηλεπικοινωνιών “Ερμής” του Ελληνικού Στρατού, η κατασκευή τμημάτων του προαστιακού, καθώς και προμήθειες δημόσιων νοσοκομείων.
Πολλά στοιχεία άντλησε τότε ο κ. Αθανασίου από την έκθεση της αμερικανικής δικηγορικής εταιρείας Debevoise & Plimpton στην οποία, υπό το βάρος των αποκαλύψεων, ανέθεσε η Ελεγκτική Επιτροπή του Διοικητικού Συμβουλίου της «SIEMENS AG» (ανεξάρτητα από τις παράλληλες έρευνες των δημοσίων αρχών) να προχωρήσει σε εσωτερικό έλεγχο με σκοπό να διερευνηθεί η πιθανή τέλεση αξιόποινων πράξεων από διευθυντικά στελέχη της εταιρείας.
Οι “εξαφανίσεις”
Η έρευνα της Debevoise αποκάλυψε τεράστια διακίνηση “μαύρου” χρήματος μέσω εξωχώριων εταιριών, παρένθετων προσώπων, εικονικών τιμολογίων και δεκάδων τραπεζικών λογαριασμών.
Μεταξύ των προσώπων που κλήθηκαν τότε ενώπιον του εισαγγελικού λειτουργού προκειμένου να δώσουν εξηγήσεις ήταν και ο Θεόδωρος Τσουκάτος, πρώην στενός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη, ο οποίος παραδέχτηκε τον Ιούνιο του 2008 ότι το 1999 έλαβε ένα εκατομμύριο μάρκα από τη Siemens, υποστηρίζοντας ωστόσο πως τα χρήματα αυτά σταδιακά μπήκαν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ.
Τον Ιούλιο του 2008 ο εισαγγελικός λειτουργός ολοκληρώνει την προκαταρκτική έρευνα με την άσκηση κακουργηματικών διώξεων. Η δικογραφία διαβιβάζεται στον 4ο ειδικό ανακριτή Νίκο Ζαγοριανό.
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του νέα στοιχεία προστίθενται στον δικαστικό φάκελο που προέρχονται είτε από τη γερμανική δικαιοσύνη, είτε από μάρτυρες που αποφάσισαν να ανοίξουν το στόμα τους όπως η γραμματέας του Μ.Χριστοφοράκου, Κατερίνα Τσακάλου, είτε από τις εφόδους που πραγματοποίησε ο κ.Ζαγοριανός σε σπίτια και γραφεία εμπλεκόμενων στην υπόθεση.
Κατά τη διάρκεια αυτών των εφόδων κατασχέθηκαν και τα προσωπικά ημερολόγια του Χριστοφοράκου. Η ανάγνωσή τους αποκαλύπτει σχέσεις του με πολιτικούς της ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι κατά καιρούς έγιναν αποδέκτες και ακριβών δώρων, κατασκευής Siemens…
Ο κ.Ζαγοριανός, 8 μήνες αφότου ξεκίνησε την ανάκριση, αρχίζει να στέλνει κλήσεις προς απολογία σε εμπλεκόμενους στη σύμβαση 8002 του ΟΤΕ και στο C4I. Μεταξύ αυτών που καλεί είναι οι άλλοτε ισχυροί άνδρες της Siemens ΕΛΛΑΣ Μιχάλης Χριστοφοράκος και Χρήστος Καραβέλλας.
Ο πρώτος, μετά από προθεσμία που είχε λάβει, έπρεπε να απολογηθεί στις 20 Μαΐου του 2009 ως κατηγορούμενος για δύο κακουργήματα στην υπόθεση της σύμβασης 8002.
Ωστόσο δεν εμφανίζεται ενώπιον του κ.Ζαγοριανού κι έτσι εκδίδεται ένταλμα σύλληψής του.
Λίγες μέρες μετά, ο Μ. Χριστοφοράκος βρίσκεται ενώπιον των γερμανικών αρχών, όπου, προκειμένου να καταστεί εκεί κατηγορούμενος και να μην εκδοθεί στην Ελλάδα, καταθέτει ότι υπήρξαν δωροδοκίες κομμάτων και κρατικών λειτουργών στη χώρα μας.
Οι γερμανικές αρχές αρνήθηκαν την έκδοσή του για τις κατηγορίες που αιτήθηκε η Ελλάδα και τον καταδικάζουν μόνο για πλημμεληματική δωροδοκία.
Πριν κατακάτσει ο “κουρνιαχτός” από την διαφυγή Χριστοφοράκου η «εξαφάνιση», λίγες ημέρες μετά, στις 29 Μαϊου, και του Χρήστου Καραβέλλα δυναμιτίζει την έρευνα του κ. Ζαγοριανού.
Ο ανακριτής εκδίδει εντάλματα σύλληψης για τη σύζυγο και τις κόρες τού πρώην οικονομικού διευθυντή της SIEMENS ΕΛΛΑΣ.
Μετά τις απολογίες τους, η σύζυγος και η μεγαλύτερη κόρη του κρίνονται προφυλακιστέες ενώ στις άλλες δύο κόρες επιβάλλονται περιοριστικοί όροι με χρηματικές εγγυήσεις ενός εκατομμυρίου ευρώ, ποσό που τελικώς μειώνει στις 30.000 ευρώ, με βούλευμά του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Τότε μεγάλη μερίδα του Τύπου και της αντιπολίτευσης κάνει λόγο για “παιδομάζωμα” ενώ ένα έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ουρουγουάης προς το Ελληνικό ΥΠΕΞ αποκαλύπτει πως ο Χρήστος Καραβέλλας είχε περάσει από εκεί.
Οι “εξαφανίσεις” όμως συνεχίζονται. Αρχές Ιουνίου 2009 απολογείται στον ανακριτή ο πρώην πρόεδρος της ελληνικής SIEMENS και πρώην μεγαλοστέλεχος της μητρικής εταιρίας, Φόλκερ Γιουνγκ, ο οποίος αφήνεται ελεύθερος με απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και υποχρέωση εμφάνισης στο Αστυνομικό τμήμα Πάρου, όπου δηλώνει μόνιμη κατοικία. Ο κ. Γιουνγκ, ενάμιση χρόνο μετά, τον Νοέμβριο του 2010, διαφεύγει “ανενόχλητος” στη Γερμανία.
Οι εξελίξεις αυτές προκαλούν πολιτικό και δικαστικό σεισμό με τον ανακριτή Ζαγοριανό να βρίσκεται στο «μάτι του κυκλώνα».
Το Σεπτέμβριο του 2009 μετά τη σύγκλιση της Ολομέλειας των Εφετών, η δικογραφία αφαιρείται από τον κ.Ζαγοριανό και ανατίθεται η κύρια ανάκριση, λόγω μείζονος σπουδαιότητας της υπόθεσης, στους εφέτες-ειδικούς ανακριτές Μαρία Νικολακέα, Ιωάννη Φιόρακη και Νίκο Πιπιλίγκα Οι 3 δικαστικοί λειτουργοί αρχίζουν να ασχολούνται επί της ουσίας με την υπόθεση την Άνοιξη του 2010.
Έως τότε δεν είχαν δυνατότητα να ενημερωθούν από τη ογκωδέστατη δικογραφία που είχε σχηματιστεί, αφού αυτή φωτοτυπούνταν προκειμένου αντίγραφό της να διαβιβαστεί στη Βουλή μετά την απόφαση του Κοινοβούλιου για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής.
Σεραφείμ Π. Κοτρώτσος