Δυσμενέστερους όρους στη διαπραγμάτευση έναντι των δανειστών και κυρίως του ΔΝΤ που προβάλλει ακραίες απαιτήσεις δημιουργούν τόσο η χαμηλή εισπραξιμότητα του ΕΦΚΑ (μέχρι σήμερα κυμαίνεται περίπου στο 20-30%) και τα νεότερα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν ύφεση αντί οριακή ανάπτυξη στον 4ο τρίμηνο του 2016.
Υπό τους όρους αυτούς φαίνεται μάλλον δύσκολο για την κυβέρνηση να περιορίσει τις απαιτήσεις των δανειστών για περικοπές 1,8 δισ. ευρώ στις συντάξεις, αρχής γενομένης από το 2019, χωρίς να αποκλείεται η αφετηρία τους να είναι ακόμα και το 2018.
“Όχημα” για αυτές τις περικοπές πρέπει να είναι, σύμφωνα με τις θέσεις των δανειστών, η κατάργηση της “προσωπικής διαφοράς” η οποία θα προκύψει για τις μισές κύριες συντάξεις φέτος, μετά τον επανυπολογισμό τους με βάση τις διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου.
Απέναντι στην άμεση κατάργηση της “προσωπικής διαφοράς”, η κυβερνητική πλευρά εξετάζει το πολυετές “πάγωμα” των ονομαστικών αυξήσεων στις συντάξεις αρχής γενομένης από την 1.1.2018 και στη χειρότερη περίπτωση τη σταδιακή κατάργηση της “προσωπικής διαφοράς”.
Αγεφύρωτες εξακολουθούν να είναι και οι διαφορές σε σχέση με τις ανατροπές που πρέπει να γίνουν στο εργασιακό.
Οι δανειστές επιμένουν στην κατάργηση της προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων από το κράτος, την αύξηση του ορίου των απολύσεων από το 5% στο 10% και στη διατήρηση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου που προβλέπει την υπερίσχυση των επιχειργησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών.
Οι πληροφορίες θέλουν μάλιστα το ΔΝΤ να ξαναβάζει στο τραπέζι και τις απολύσεις στο Δημόσιο, αίτημα που επιστρέφει για πρώτη φορά μετά το 2014.
Αντίθετα η κυβέρνηση φέρεται σχετικά δεκτική στην κατάργηση της προέγκρισης των απολύσεων, αντιστέκεται στην αύξηση του ορίου τους, ενώ επιμένει στην επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων εργασίας.