Προφανώς, το αποτέλεσμα στις τοπικές εκλογές του ομόσπονδου κρατιδίου του Ζάαρ (Ζάαρλαντ) δεν είναι ενδεικτικό και πρόκριμα για τις εθνικές γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Το CDU ήταν πάντοτε ισχυρό στο κρατίδιο αυτό, η πρωθυπουργός του κόμματος της Άγκελα Μέρκελ θεωρείται επιτυχημένη και ήδη οι Χριστιανοδημοκράτες διαθέτουν μία “παράδοση διακυβέρνησης” 18 ετών.
Ο “αέρας νίκης” του SPD του Μάρτιν Σουλτς δεν στάθηκε αρκετός και οι Σοσιαλδημοκράτες έμειναν κοντά στο ποσοστό που είχαν συγκεντρώσει το 2012, το δε ακροδεξιό και ξενοφοβικό AfD δεν κατόρθωσε να επιβεβαιώσει τη δημοσκοπική δυναμική του.
Μπορεί ο δρόμος μέχρι την εκλογική αναμέτρηση της 24ης Σεπτεμβρίου να είναι μακρύς και οι εξελίξεις απρόβλεπτες, όμως διαπιστώνει κανείς πως πολιτικά η Γερμανίδα Καγκελάριος είναι “πολύ σκληρή για να πεθάνει”. Ο Μάρτιν Σουλτς συμπυκνώνει την ελπίδα της αλλαγής που διατρέχει σημαντικό τμήμα της γερμανικής κοινωνίας, όμως οι Γερμανοί δεν θα διαγράψουν εύκολα την ευμάρεια που έζησαν και ζουν, σχεδόν μόνοι τους σε μία χειμαζόμενη Ευρώπη, επί της μακράς περιόδου διακυβέρνησης από την Άγκελα Μέρκελ.
Οι Χριστιανοδημοκράτες, όμως, έχουν κατατάξει τον Μάρτιν Σουλτς σε αυτούς που “ρισκάρουν” μία διακυβέρνηση με την Αριστερά, γι αυτό και η στρατηγική του CDU είναι διμέτωπη: αφενός να ανακόψει τη ροή ψηφοφόρων προς το ξενοφοβικό AfD, όσο και προς το SPD διότι θέλει να φέρει το Die Linke στην εξουσία.
«Οι πολίτες ψήφισαν σταθερότητα και αξιοπιστία» δήλωσε στο Βερολίνο ο γενικός γραμματέας των χριστιανοδημοκρατών Πέτερ Τάουμπερ, προσθέτοντας μάλιστα ότι οι ψηφοφόροι απέρριψαν «τόσο τους αριστερούς, όσο και τους δεξιούς λαϊκιστές».
Όλα αυτά είναι καλό να τα συμπεριλαμβάνουν στην στρατηγική τους όσοι προπετώς θεωρούν πως τον Σεπτέμβριο κλείνει η εξουσία των συντηρητικών κύκλων στο Βερολίνο και το γερμανικό imperium στην Ευρώπη. Το SPD πιθανότατα θα ενισχυθεί, είναι, όμως, ακόμα πολύ δύσκολο να είναι πρώτο κόμμα σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Σε μία τέτοια περίπτωση ο κυβερνητικός συνασπισμός CDU-SPD θα επαναληφθεί και εκείνο που μπορεί να ελπίσει κανείς είναι αφενός η “αποστράτευση” του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και αφετέρου μία άμβλυνση της σκληρής και τιμωρητικής δημοσιονομικής πολιτικής που έχει επιβάλλει σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Όμως και η επιχείρηση μεταφοράς αρμοδιοτήτων από την Κομισιόν στον ελεγχόμενο από το Βερολίνο ESM και η Ευρώπη των “πολλών ταχυτήτων” αποτελούν σχέδια που θα παραμείνουν πάνω στο τραπέζι καθώς υπερβαίνουν τις εμμονές του Σόϊμπλε και αποτελούν σε αρκετά μεγάλο βαθμό “εθνική” πολιτική.
Γερμανοί αναλυτές επισημαίνουν πως εφόσον η Άγκελα Μέρκελ κατορθώσει να περάσει δίχως σοβαρά πλήγματα τις εκλογές σε διάφορα ομόσπονδα κρατίδια, δύσκολα θα διακυβευθεί η πρώτη θέση στις εθνικές εκλογές και η Καγκελαρία. Εκείνο που μπορεί πράγματι να αλλάξει το μείγμα πολιτικής του Βερολίνου είναι η ενίσχυση του SPD σε τέτοιο βαθμό που να το καταστήσει ισχυρότερο (απ΄ ότι σήμερα) κυβερνητικό εταίρο.
Το “κακό” σενάριο για την Ελλάδα θα ήταν μία άνετη επικράτηση -σε πείσμα των δημοσκοπήσεων- του CDU και ταυτόχρονα των Φιλελεύθερων, κατά τρόπο που να δίνει τη δυνατότητα ενός τέτοιου κυβερνητικού συνασπισμού.
Το πλέον αισιόδοξο σενάριο, αυτή τη στιγμή, είναι μία νίκη του SPD και ένας συνασπισμός είτε με το ηττημένο CDU, είτε με τους Πράσινους και το αριστερό Die Linke. Προσώρας κάτι τέτοιο κινείται περισσότερο στη σφαίρα της πολιτικής φαντασίας…
Τα αποτελέσματα στο Ζάαρλαντ
Οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) εξασφάλισαν ποσοστό 40,4% των ψήφων σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις των κρατικών τηλεοπτικών δικτύων ZDF και ARD, καταγράφοντας άνοδο άνω του 5% σε σύγκριση με την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση στο κρατίδιο το 2012.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ακολουθεί με μεγάλη διαφορά, συγκεντρώνοντας λίγο πάνω από το 30% των ψήφων.
Με αυτά τα δεδομένα, το πιο ρεαλιστικό σενάριο είναι η συνέχιση του «μεγάλου συνασπισμού» με τη συμμετοχή CDU και SPD, υπό την ηγεσία της Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπαουερ. Σε μία πρώτη ανάγνωση, οι αναλυτές αποδίδουν το αποτέλεσμα στην ιδιαίτερα θετική αξιολόγηση (ακόμα και από ψηφοφόρους της Αριστεράς) στο πρόσωπο της πρωθυπουργού, αλλά και στην κινητοποίηση, ενδεχομένως την τελευταία στιγμή, πολλών ψηφοφόρων που ήθελαν να αποτρέψουν έναν συνασπισμό των σοσιαλδημοκρατών με την Αριστερά, ενδεχόμενο που είχαν αφήσει ανοιχτό τόσο η υποψήφια του SPD στο Ζάαρ, Άνκε Ρέλινγκερ, όσο και ο Μάρτιν Σουλτς. Σε αυτή την εξήγηση συνηγορεί και η εντυπωσιακή αύξηση της προσέλευσης στην κάλπη, που έφτασε το 71%, έναντι 61,6% το 2012.
Τα αποτελέσματα του 2012
Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) 35,2%
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) 30,6%
Η Αριστερά (Die Linke) 16,1%
Πράσινοι (Die Gruenen) 5 %
Φιλελεύθερο Κόμμα (FDP) 1,2%
Εναλλακτική για την Γερμανία –
«Πρόγραμμα 100 ημερών» από τον Σουλτς
Στο μεταξύ, ο Μάρτιν Σουλτς, μιλώντας στην κυριακάτικη έκδοση της Bild, παρουσιάζει τους βασικούς άξονες ενός «προγράμματος 100 ημερών» εάν εκλεγεί στην καγκελαρία. Το πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνει: ενίσχυση της ΕΕ, εξάλειψη του μισθολογικού χάσματος ανδρών-γυναικών, πλαφόν στα εισοδήματα για κορυφαία στελέχη επιχειρήσεων και επενδύσεις σε υποδομές και παιδεία. Αυτό σημαίνει ότι τα τεράστια πλεονάσματα του γερμανικού προϋπολογισμού θα αξιοποιηθούν για δημόσιες επενδύσεις και όχι για φοροαπαλλαγές, ξεκαθαρίζει ο Μάρτιν Σουλτς.
Επιπλέον, κάνει λόγο για «μετριοπαθείς αυξήσεις» στον αμυντικό προϋπολογισμό της Γερμανίας και δεσμεύεται να διατηρήσει τον σημερινό υπουργό Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ σε μία μελλοντική κυβέρνηση, όπου τον πρώτο λόγο θα έχουν οι σοσιαλδημοκράτες.
Ζυμώσεις γίνονται και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Συντηρητικοί βουλευτές της CDU αποφάσισαν να ιδρύσουν μία άτυπη ομάδα μέσα στο κόμμα, ώστε να προωθήσουν, μεταξύ άλλων, το αίτημα για ανώτατο αριθμητικό όριο στην υποδοχή προσφύγων, το οποίο απορρίπτει η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ. «Δεν θα αποσπαστούμε από το υπόλοιπο κόμμα, θα απελευθερώσουμε θετική ενέργεια» υπόσχεται ο επικεφαλής της ομάδας Αλεξάντερ Μιτς. Οι επικριτές του τον κατηγορούν ότι προσεγγίζει πλέον υπερβολικά τις θέσεις της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία», αλλά ο Μιτς επιμένει: «Μία πολιτική θέση δεν είναι λανθασμένη, μόνο και μόνο γιατί την εκφράζει η AfD».