Αίσθηση προκάλεσε στη Βουλή η απαξίωση του Νίκου Μπελογιάννη από τον βουλευτή της ΝΔ Κώστα Τασούλα την οποία «υιοθέτησαν» με χειροκροτήματα 5 – 10 βουλευτές της ΝΔ.
Λίγη ώρα ύστερα από το επεισόδιο που προκάλεσε στην Ολομέλεια της Βουλής ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής Παναγιώτης Ηλιόπουλος, ο Κ. Τασούλας μιλώντας για την προανακριτική κατά του Γ. Παπαντωνίου είπε: «μέσα σε αυτή την ομοβροντία αντιπερισπασμού εντάσσεται και η χθεσινή παρουσία του πρωθυπουργού στο μνημόσυνο του Μπελογιάννη. Έχει ακουστεί εδώ, γιατί υπάρχουν και άλλες παρατάξεις σε αυτή τη χώρα, δεν υπάρχει μόνο η αριστερά σε αυτή τη χώρα, υπάρχουν και άλλες παρατάξεις, έχει ακουστεί εδώ ότι ο Μπελογιάννης αγωνίστηκε για τη δημοκρατία. Διαφωνώ. Ο θάνατος του Μπελογιάννη ήταν σκληρότατος. Η θανατική ποινή είναι μια σκληρότατη πράξη. Αλλά δεν μπορεί εν ονόματι μιας σκληρότατης πράξης που μπορεί κανείς να την κρίνει, αν ήταν άδικη ή δίκαιη, να θεωρούμε ότι η επιδίωξη επιβολής κομμουνιστικής δικτατορίας συνιστά πράξη υπέρ της δημοκρατίας».
Η αναφορά του Κ., Τασούλα προκάλεσε αντιδράσεις στην αίθουσα της Ολομέλειας της Βουλής, όμως ο βουλευτής της ΝΔ συνέχισε: «εάν είχε επικρατήσει η άλλη παράταξη στη χώρα μας δεν θα επιτρεπόταν, όχι απλώς να πω αυτά αλλά δεν θα επιτρεπόταν ούτε να τα σκεφτώ αυτά».
Αυτά είπε ο βουλευτής της Ν.Δ, ο οποίος είναι γνωστό πως υπήρξε “πολιτικό τέκνο” του Ευάγγελου Αβέρωφ, ενός σκληρού αντικομμουνιστή.
Η ιστορία, όμως, τον διαψεύδει. Διότι ο Νίκος Μπελογιάννης εκτελέστηκε μεν με την κατασκευασμένη κατηγορία της κατασκοπείας το 1952 στο πλαίσιο των αντικομμουνιστικών διώξεων της εποχής, είχε όμως διαγράψει μία ιστορία στον απελευθερωτικό αγώνα.
Όπως καταγράφεται στα ιστορικά ντοκουμέντα, ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915, από σχετικά εύπορη οικογένεια (ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης ξενοδοχείου). Από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Υπήρξε άριστος μαθητής, και εισήλθε με εξετάσεις στη Νομική Σχολή Αθηνών, προτού όμως μπορέσει να αποφοιτήσει, συνελήφθη λόγω της εμπλοκής του με το παράνομο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία, στα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του Μεταξά. Ο πόλεμος του 1940 τον βρήκε έγκλειστο στην Ακροναυπλία απ’ όπου μαζί με τους 600 συγκρατούμενούς του κομμουνιστές ζήτησε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, αλλά η μεταξική κυβέρνηση το αρνήθηκε. Αντί αυτού τον Απρίλιο του 1941 παραδόθηκε από το καθεστώς στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με τους άλλους κομμουνιστές κρατουμένους.
Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου ως πολιτικός επίτροπος και διαφωτιστής. Όταν ο Άρης Βελουχιώτης την άνοιξη του 1944 πήγε στην Πελοπόννησο, ο Μπελογιάννης ήταν από τους στενούς του συνεργάτες.
Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε ήταν πολιτικός επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Μετά την ήττα του ΔΣΕ ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα τον Αύγουστο του 1949 και εγκαταστάθηκε σαν πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία.
Η δίκη- Οι άγνωστες πτυχές
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις και εκτελέσεις πολλών στελεχών του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο 509/1947, που θεωρούσε εγκληματική οργάνωση το ΚΚΕ και το είχε κηρύξει παράνομο. Επίσης, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.
Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 92 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας την 21η Απριλίου 1967, ως έκτακτος στρατοδίκης. Ο Παπαδόπουλος ήταν ο μοναδικός από τους στρατοδίκες που ψήφισε ενάντια στην θανατική καταδίκη του Μπελογιάννη. Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου με δώδεκα θανατικές καταδίκες.
Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δεν θα εκτελεστεί. Αποφασίζεται όμως ο Μπελογιάννης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η υπόσχεση που υποχρεώθηκε να δώσει. Εν τω μεταξύ στις 16 Νοεμβρίου 1951 ανακαλύπτονται από την Ασφάλεια Προαστίων της Χωροφυλακής παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Γλυφάδας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας. Έτσι ο Μπελογιάννης και οι άλλοι κατηγορούμενοι προσάγονται σε νέα δίκη. Η δεύτερη αυτή δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με βάση τον μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές ενέργειες του ίδιου και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης έγιναν εκδηλώσεις συμπαράστασης. Ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε γνωστός ως «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα κόκκινο γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα διάσημο σκίτσο από την εικόνα του ανθρώπου με το γαρύφαλλο.
Διεθνής κινητοποίηση
Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα έλαβε περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία πολλοί επώνυμοι και μη ζητούσαν τη σωτηρία του Μπελογιάννη. Ανάμεσά τους ο Σαρλ ντε Γκολ και σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής, καθώς και 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι μερικά μόνο από τα ονόματα διανοούμενων και καλλιτεχνών που προσπάθησαν να σώσουν τον Μπελογιάννη.
Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων λέγοντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».
Περισσότερα για τη δίκη που συγκλόνισε την Ευρώπη και το πολιτικό παρασκήνιο της εποχής