Είναι θετικό να γοητεύεται από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο Βασίλης Λεβέντης, όταν πριν μερικούς μήνες (με αφορμή την μετακίνηση του μετεωρολόγου και εκπροσώπου Τύπου της Ε.Κ Γιάννη Καλλιάνου) εξαπέλυε μύδρους εναντίον του προέδρου της Ν.Δ ότι ασκείται στην οικογενειακή παράδοση της αποστασίας; Κι΄ όταν λίγο νωρίτερα “φλέρταρε” τον Αλέξη Τσίπρα ζητώντας του να αποδεχθεί τις περίφημες εννιά προτάσεις του, αφήνοντας υπονοούμενα για συνεργασία και πίστη;
Έχει πολιτικό αποτέλεσμα να συμφωνεί μαζί του ο Σταύρος Θεοδωράκης που είναι γνωστό τοις πάσι ότι ψυχή τε και σώματι έχει εκχωρήσει το μέλλον του Ποταμιού σε μια μελλοντική ενσωμάτωσή του στη Ν.Δ, δεδομένου ότι όλες οι δημοσκοπήσεις επιμένουν ότι δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί αυτόνομα στην επόμενη Βουλή;
Έχει νόημα το άνοιγμα στη Δημοκρατική Συμπαράταξη όταν η Φώφη Γεννηματά διαδηλώνει σε κάθε ευκαιρία την πολιτική των ίσων αποστάσεων; Όταν άμα τη εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ είχε πει ότι τους χωρίζει… “άβυσσος” και όταν είναι γνωστό πως ο μεν ένθερμος θιασώτης της συνεργασίας ΠΑΣΟΚ- Ν.Δ Ευάγγελος Βενιζέλος απέχει συνειδητά από το κόμμα του και έχει επιλέξει μονήρη πορεία, η δε μισή Κ.Ο της Συμπαράταξης περιμένουν υπομονετικά πότε θα γίνει ακραιφνής σοσιαλδημοκράτης ο Αλέξης Τσίπρας για να συνεργαστούν μαζί του;
Θα έσπευδε, για παράδειγμα, η κ. Γεννηματά να συνεργαστεί σε μια κυβέρνηση Μητσοτάκη -μετά από εκλογές- όταν γνωρίζει πως πιθανότατα θα εισπράξει κι εκείνη τα επίχειρα που εισέπραξε ο προκάτοχός της το 2012; Αλλά ακόμα κι αν το έπραττε, είναι βέβαιο πως το “Συμπαραταξιακό ΠΑΣΟΚ” θα συναινούσε σε πολιτικές που πόρρω απέχουν απ΄ όσα πρεσβεύει τώρα η αρχηγός του;
Οι συναντήσεις του προέδρου της Ν.Δ με τους προέδρους των κομμάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης ενίσχυσαν αναμφίβολα το “πρωθυπουργικό προφίλ” του. Ο συμβολισμός σαφής: τους προσκάλεσε και ανταποκρίθηκαν. Κι ακόμα πιο ενδιαφέρων, ίσως, ο συμβολισμός των “κοινών ανακοινωθέντων”…
Από την άλλη, όμως, κανένα σαφές πλαίσιο δεν υπήρξε στις συναντήσεις αυτές. Διότι για την ανάγκη ύπαρξης εθνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων και με τον “μισητό” του αντίπαλο, τον Αλέξη Τσίπρα, θα μπορούσε να συμφωνήσει. Είναι συμφωνία επί του αυτονοήτου –αν και μετά από 7 χρόνια μνημόνια η απουσία εθνικού σχεδίου στοιχειώνει όλες τις κυβερνήσεις και δείχνει πόσο αποπροσανατολισμένο είναι το πολιτικό σύστημα και πόσο το αυτονόητο παραμένει ζητούμενο.
Κέρδισε ο κ. Μητσοτάκης από τις συναντήσεις αυτές; Είναι βέβαιο πως δεν έχασε.
Όμως, ξύπνησε και κάποια αντανακλαστικά. Από τη μία οι “καραμανλικοί” -παρά τη βουβαμάρα χάριν της ενότητας- παραμένουν σφόδρα δυσαρεστημένοι καθώς τον βλέπουν να “φλερτάρει” με εκείνους (Σημίτη και Σημιτικούς, Στουρνάρα, Βενιζέλο, ΠΑΣΟΚ) που θεωρούν πως η χώρα και η οικονομία καταστράφηκε επί Καραμανλή. Από την άλλη οι “σαμαρικοί” που βλέπουν να αλλοιώνεται το δεξιό στίγμα του κόμματος και να διαμορφώνεται ένα νεοφιλελευθεροεκσυγχρονιστικό μόρφωμα, το οποίο δύσκολα μπορούν να ισορροπήσουν παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους στελέχη όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Μάκης Βορίδης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει να αντιτάξει πως η διεύρυνση φέρνει ψήφους και διευκολύνει την προοπτική της αυτοδυναμίας. Αυτό μένει να κριθεί. Γιατί η ιστορία έχει δείξει πως όσο κανείς παραμένει στη διακυβέρνηση της χώρας τόσο παραμένουν τα περιθώρια ανάπτυξης πρωτοβουλιών και σχετικής έστω ανάκαμψης του.
Όμως, όλα αυτά έχουν εκ των πραγμάτων ημερομηνία λήξης το κλείσιμο της αξιολόγησης.
Εάν ο Αλέξης Τσίπρας αποτύχει και αναγκαστεί να οδηγηθεί σε εκλογές ή συνεχίσει να σύρεται για μεγάλο διάστημα ακόμα, το αίτημα για εκλογές και νόημα έχει και όταν συμβεί κάτι τέτοιο η νίκη της Ν.Δ θα είναι ευρεία, ίσως θριαμβευτική.
Εάν, όμως, η αξιολόγηση κλείσει μέχρι τον Μάϊο και, βοηθούσης της “λογιστικής” της Eurostat και της ανάγκης των Ευρωπαίων να κλείσουν το “κεφάλαιο Ελλάδα” αλλά και της ευφορίας των τουριστικών εσόδων που θα είναι σημαντικά, επιστρέψει η σχετική ομαλότητα, μήπως το “αφήγημα” αδυνατίσει και η αμηχανία επιστρέψει; Διότι, πως να αντέξει στο χρόνο μια αντιπολιτευτική τακτική που έχει αναγάγει σε αυτοσκοπό “να ρίξει τον αντίπαλο”;
Βεβαίως, στην πρώτη περίπτωση, θα αρχίσει ο μεγάλος πονοκέφαλος της διαχείρισης μιας κατάστασης με επώδυνα μέτρα που ναι μεν θα τα έχει φέρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- Αν. Ελ αλλά σύντομα τις συνέπειες θα χρεωθεί η κυβέρνηση που θα τα εφαρμόσει.
Εκείνο που ως ένα βαθμό θα διασώσει τη Ν.Δ είναι ότι ευφυώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπόσχεται ελάχιστα. Σε αυτό έχει μάθει. Όμως, το κενό παραμένει. Ουσιαστικό σχέδιο δεν υπάρχει. Μόνο η καλλιέργεια της προσδοκίας ότι εκείνος μπορεί να είναι καλύτερος συνομιλητής με τους δανειστές και πιο αξιόπιστος διαπραγματευτής με τους πιθανούς επενδυτές. Αρκεί αυτό; Ίδωμεν…