Ένα χειρόγραφο μήνυμα υπέρ του “Νταές”, της τζιχαντιστικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος, βρέθηκε κοντά στο πτώμα του επιτιθέμενου που σκότωσε έναν αστυνομικό το βράδυ της Πέμπτης (χθες) στα Ηλύσια Πεδία στο Παρίσι προτού σκοτωθεί από πυρά των αστυνομικών, δήλωσε σήμερα πηγή που πρόσκειται στην έρευνα.
Ένα Κοράνι βρέθηκε επίσης στο αυτοκίνητο του Καρίμ Σερφί, ενός Γάλλου 39 ετών, ο οποίος έθεσε στο στόχαστρο του αστυνομικούς, ανέφεραν πηγές που πρόσκεινται στην έρευνα. Το ΙΚ ανέλαβε την ευθύνη για τη χθεσινή επίθεση, που πραγματοποιήθηκε τρεις ημέρες πριν από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Πρόσφατα, ο καθηγητής Ιστορίας του Πρίνστον, David A. Bell, ανέφερε μια παρατήρηση που του είχε κάνει ένας Γάλλος φίλος του: «Το Ισλαμικό Κράτος δεν έχει ακόμη ψηφίσει στις εκλογές».
Είκοσι τέσσερις ώρες πριν κλείσει επίσημα η προεκλογική εκστρατεία στη Γαλλία, αυτό που πολλοί φοβόντουσαν συνέβη: η τρομοκρατία εισέβαλε στην τελική ευθεία της προεδρικής εκλογής, με τη δολοφονία ενός αστυνομικού στα Ηλύσια Πεδία από ένα άτομο το οποίο, πριν πέσει νεκρό από τα πυρά των αστυνομικών, είχε τραυματίσει σοβαρά δύο άλλους αστυνομικούς και πιο ελαφρά μια τουρίστρια.
Την ευθύνη της επίθεσης ανέλαβε η τρομοκρατική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος, ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ δήλωσε «πεπεισμένος» ότι ήταν «τρομοκρατικής τάξεως». Ο 39χρονος Γάλλος ύποπτος δράστης ήταν ήδη στόχος έρευνας για τρομοκρατία από τις γαλλικές αρχές.
Αυτή η επίθεση συνέβη την ώρα που το 1/3 των ψηφοφόρων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διαφόρων δημοσκοπήσεων, δεν είναι βέβαιοι για την επιλογή που θα κάνουν την Κυριακή 23 Απριλίου και τη στιγμή που η τρομοκρατία και η ασφάλεια αποτελούν κεντρικά θέματα της προεκλογικής εκστρατείας (παρότι βρίσκονται στη δεύτερη θέση, μετά την ανεργία).
Η επίθεση συνέβη σε μια Γαλλία που θυμάται όλα τα προηγούμενα, πολύνεκρα τρομοκρατικά χτυπήματα. Και το ερώτημα το θέτουν όλοι: το τρομοκρατικό χτύπημα θα αλλάξει το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής;
Πρώτη διαπίστωση: η επίθεση μπορεί να ωθήσει ορισμένους ψηφοφόρους να πάνε στις κάλπες να ψηφίσουν. Σε έρευνα του 2013, τρεις Αμερικανοί ερευνητές Πολιτικών Επιστημών, οι Joseph Robbins, Lance Hunter και Gregg R. Murray, θεωρούσαν «τις τρομοκρατικές επιθέσεις ως καινούργια πολιτικά και απειλητικά γεγονότα, τα οποία προκαλούν άγχος στο εκλογικό σώμα. Ωθούν τα άτομα να επανεξετάσουν το πολιτικό περιβάλλον από πιο κοντά και να δώσουν μεγαλύτερη σημασία σε κοντινά πολιτικά γεγονότα».
Σύμφωνα με τη μελέτη τους, η οποία έγινε σε 50 χώρες και αφορά πάνω από 350 εκλογικές αναμετρήσεις, η τρομοκρατία ανεβάζει τον αριθμό των ψηφισάντων, γιατί «όταν οι πολίτες νιώθουν να απειλούνται από το περιβάλλον τους (…), έχουν την τάση να συμμετέχουν περισσότερο στην πολιτική διαδικασία ώστε να διασφαλίσουν πως η φωνή τους θα ακουστεί».
Ενας από τους ερευνητές, μάλιστα, είχε παρέμβει μετά την επίθεση στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου 2015, λέγοντας: «Κερδίζουν οι τρομοκράτες; Αν στόχος τους είναι να αποθαρρύνουν την ψήφο στις δημοκρατίες, τότε η απάντηση είναι όχι».
Ωστόσο, στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του 2015, που έγιναν 3 εβδομάδες μετά την επίθεση, η συμμετοχή των ψηφοφόρων δεν ήταν τεράστια (49,9%, έναντι 46,3% λίγα χρόνια νωρίτερα). Μόνο το 15% των ψηφοφόρων δήλωσαν ότι η επίθεση τούς είχε πείσει να πάνε στην κάλπη.
Η τρομοκρατία είναι λοιπόν ένας παράγοντας συμμετοχής στις εκλογές. Αλλά για ποιον ψηφίζουν; «Πρώτη διαπίστωση: η υπόθεση ότι μια τρομοκρατική επίθεση θα αλλάξει τα αποτελέσματα μιας εκλογής είναι περιθωριακή και αβέβαιη», δηλώνει ο αναλυτής Cédric Mas.
Για παράδειγμα, η δολοφονία στις 6 Μαΐου 2002, 9 ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές στην Ολλανδία, του λαϊκιστή ηγέτη Pim Fortuyn, από έναν φανατικό οικολόγο, είχε παγώσει τη χώρα, αλλά δεν είχε φέρει ποσοστά στο κόμμα του δολοφονηθέντος ηγέτη. Επίσης, το παράδειγμα της 10ης Σεπτεμβρίου 2003, στη Στοκχόλμη, όταν δολοφονήθηκε η υπουργός Εξωτερικών Anna Lind, από ένα ψυχικά διαταραγμένο άτομο, 4 ημέρες πριν το δημοψήφισμα για την είσοδο της χώρας στο ευρώ, δεν είχε εμποδίσει τη νίκη του «Οχι».
Άλλα δύο πολύ ενδιαφέροντα παραδείγματα χρονολογούνται από το 2004 και αφορούν την ισλαμική τρομοκρατία. Στις 11 Μαρτίου 2004, 3 ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές στην Ισπανία, μια τετραπλή βομβιστική επίθεση σκότωσε 191 άτομα στη Μαδρίτη. Και ενώ η συντηρητική κυβέρνηση του Χοσέ Μαρία Αθνάρ καθιστά υπεύθυνη την οργάνωση των βάσκων ΕΤΑ και Batasuna για την επίθεση, 2,3 εκατομμύρια άτομα διαδήλωσαν στις 12 Μαρτίου στη Μαδρίτη φωνάζοντας: «¡Queremos saber quién ha sido, ETA o Al Qaeda!» («Θέλουμε να ξέρουμε, είναι η ΕΤΑ ή η Αλ Κάιντα;»).
Στις 14 Μαρτίου, οι συντηρητικοί, παρότι προηγούνταν στις δημοσκοπήσεις, έχασαν τις εκλογές. Πολλές μελέτες που έγιναν για το συγκεκριμένο εκλογικό αποτέλεσμα, έδειξαν ότι η κυβέρνηση του Αθνάρ δεν έχασε γιατί έγινε τρομοκρατική επίθεση αλλά γιατί η επίθεση αμφισβήτησε την αξιοπιστία και την υπευθυνότητά της -επειδή τη χρέωσε αποκλειστικά στην ΕΤΑ.
Ενα άλλο εκλογικό αποτέλεσμα της ίδιας χρονιάς, που προέκυψε στη σκιά της τρομοκρατίας, επιτρέπει να εξαχθεί ένα παρόμοιο συμπέρασμα: η αμερικανική προεδρική εκλογή, την οποία κέρδισε ο George W. Bush έναντι του Τζον Κέρι, με μόνο τρεις μονάδες διαφορά, παρά το γεγονός ότι 3 ημέρες πριν τις εκλογές, ο Μπιν Λάντεν, είχε διανείμει ένα βίντεο με απειλές. Εδώ, ο κίνδυνος της τρομοκρατίας δεν είχε αρνητικό αποτέλεσμα για την κυβέρνηση Μπους, γιατί επανέφερε την προεκλογική συζήτηση σε ένα πεδίο που του ήταν ωφέλιμο: σύμφωνα με μια μελέτη, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι ήταν αρνητικοί απέναντι στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μπους, αλλά θετικοί στον τρόπο με τον οποίο πολεμούσε την τρομοκρατία.
Ολα λοιπόν εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο βλέπει το εκλογικό σώμα την τρομοκρατική απειλή: οι κυβερνήσεις τη διαχείζονται σοβαρά ή όχι; Τα διαφορετικά κόμματα τι προτείνουν; Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση του Ifop στη Γαλλία, το 71% των ερωτηθέντων έκρινε ότι η ασφάλεια στη Γαλλία επιδεινώθηκε σε σχέση με πριν από 5 χρόνια. Ωστόσο, το 30% έκρινε ότι ο Ολάντ ήταν πιο αποτελεσματικός από τον Σαρκοζί στη μάχη κατά της τρομοκρατίας. Το 35% έκρινε ότι η Μαρίν Λεπέν ήταν η καλύτερη γι’ αυτό το θέμα.
Η Γαλλία έζησε τα τελευταία χρόνια πολλές εκλογικές αναμετρήσεις υπό την απειλή της τρομοκρατίας. Το 2012 είχε εκλέξει πρόεδρο τον Ολάντ, έναν μήνα μετά τη δολοφονία 7 ατόμων, στρατιωτικών, μαθητών και γονέων σε ένα εβραϊκό σχολείο στην Τουλούζη, από τον Mohammed Merah. Βραχυπρόθεσμα, υπήρχε η αίσθηση ότι το γεγονός θα μπορούσε να ανατρέψει την προεκλογική εκστρατεία, η οποία ως τότε ήταν επικεντρωμένη στα οικονομικά θέματα, αλλά όπως έγραψε ο αναλυτής Pascal Perrineau, «ζήσαμε μια παρένθεση και όχι μια στροφή»: τα ποσοστά των τότε υποψηφίων, Ολάντ, Σαρκοζί, Λεπέν και Μελανσόν, δεν είχαν αλλάξει ριζικά.
Οι επιθέσεις του Mohammed Merah σημάδεψαν την επιστροφή της ισλαμικής τρομοκρατίας στη Γαλλία. Τριάμισι χρόνια αργότερα, μετά τους 130 νεκρούς στο Μπατακλάν, στο Στάδιο της Γαλλίας και στα παρισινά καφέ, το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο μετά βίας πήρε 28% στις δημοτικές εκλογές του 2015. Σύμφωνα με μελέτη της Fondation pour l’innovation politique, το 8% των ψηφοφόρων δήλωσε ότι άλλαξε γνώμη μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις και ψήφισε ακροδεξιά, ενώ θα ψήφιζε Δεξιά, ή ψήφισε το Σοσιαλιστικό Κόμμα αντί για ακροαριστερό.
Συνολικά από τότε, 238 άνθρωποι σκοτώθηκαν στη Γαλλία στις τρομοκρατικές επιθέσεις, μέσα σε δύο χρόνια. Οπως έγραψε ο αναλυτής Cédric Mas, «οι τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015 και του 2016, που ήταν δραματικές, έκαναν τον πληθυσμό πιο ευέλικτο. Μια τρομοκρατική επίθεση δεν αποτελεί, δυστυχώς, πλέον έκπληξη, ούτε κάτι καινούριο στη Γαλλία του Απριλίου 2017».
Η Μαρίν Λεπέν, μιλώντας το βράδυ της Πέμπτης στο κανάλι France 2, στο πλαίσιο του τηλεοπτικού debate των υποψηφίων, θέλησε να επωφεληθεί από την τρομοκρατική επίθεση στα Ηλύσια Πεδία.
«Η ασφάλεια και η τρομοκρατία ήταν εντελώς απούσες από την προεκλογική εκστρατεία. Υφιστάμεθα μια χαλαρή πολιτική, εδώ και χρόνια. Εγώ θέλω αυτοί οι αλήτες να μην έχουν το αίσθημα της ατιμωρησίας», είπε.
Και συνέχισε: «Στο θέμα της τρομοκρατίας δεν έγινε τίποτα. Πρέπει να ελέγξουμε τα εθνικά μας σύνορα για να ξέρουμε ποιος μπαίνει στο έδαφός μας. Πρέπει να αναδιοργανώσουμε τις μυστικές υπηρεσίες μας, να ξαναδώσουμε τα μέσα στην αστυνομία. Και να επιτεθούμε στη ρίζα του κακού: στην ανάπτυξη του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Υπάρχουν 17.000 άτομα με φάκελο S, δηλαδή ύποπτοι για τρομοκρατία, εκ των οποίων οι 10.000 κατηγορούνται για ισλαμικό φονταμενταλισμό. Εξηγήστε μου, γιατί πρέπει να διακινδυνεύσουμε να τους κρατήσουμε σε γαλλικό έδαφος; Γιατί να κρατάμε εδώ μελλοντικές βόμβες; Είναι σαν να βάζουμε επίτηδες σε κίνδυνο τους Γάλλους. Δεν μπορούμε να προσθέσουμε στη θλίψη και την ντροπή ότι δεν κάναμε όλα όσα έπρεπε για να το αποφύγουμε».
Πηγή: iefimerida.gr