Η φαντασμαγορική οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, και η ανάδειξή της σε παγκόσμια δύναμη είναι αναμφισβήτητα από τα πιο καθοριστικά γεγονότα του 21ου αιώνα. Ο βασικός τρόπος επιβίωσης της απολυταρχικής της διακυβέρνησης, όμως, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ήταν δίνοντας στους πολίτες της γρήγορες ευκαιρίες πλουτισμού. Αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ανάπτυξη της μεσαίας τάξης, η οποία υπολογίζεται ότι μέχρι το 2020 θα έχει ξεπεράσει τα 472 εκατομμύρια. Κατά συνέπεια, η αύξηση αυτή δημιούργησε μία τεράστια αγορά για τη βιομηχανία του θεάματος και της διασκέδασης.
Στην Κίνα το 2016 κατασκευάζονταν κατά μέσο όρο 27 νέες κινηματογραφικές αίθουσες την ημέρα, φτάνοντας τις 40.475 το χρόνο, και ξεπερνώντας αυτές των ΗΠΑ. Το 2017 πιθανολογείται ότι τα έσοδα του box office της Κίνας θα ξεπεράσουν εκείνα των ΗΠΑ, καθιστώντας την Κίνα τη μεγαλύτερη αγορά ταινιών στον κόσμο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που φανερώνει τη δύναμη αυτής της αγοράς είναι αυτό της ταινίας «Transformers 4». Ενώ είχε καταρρακωθεί από κριτικούς και κοινό, ήταν η μόνη ταινία που κατάφερε να ξεπεράσει το 1 τρις έσοδα στο παγκόσμιο box office τo 2014. Ο λόγος της απρόσμενης επιτυχίας της ήταν ότι διαδραματιζόταν στη Σαγκάη και, επομένως, προσέλκυσε το κινεζικό κοινό.
Όπως είναι λογικό, όλοι οι παραγωγοί του Χόλιγουντ θα έκαναν τα πάντα για να έχουν πρόσβαση σε αυτήν την τεράστια αγορά. Εδώ, όμως, αρχίζουν τα προβλήματα. Η κινεζική κυβέρνηση επιτρέπει μόνο σε συγκεκριμένο αριθμό αμερικανικών ταινιών την είσοδο και προβολή στην χώρα. Επιπρόσθετα, οι ταινίες αυτές πρέπει να λογοκριθούν και να εγκριθούν από ειδικό κυβερνητικό οργανισμό (SAPPRFT). Πιο συγκεκριμένα, μέσα από την ταινία δεν θα πρέπει να προωθούνται κακές συνήθειες, όπως το κάπνισμα και το αλκοόλ, αλλά και οτιδήποτε δεν βασίζεται σε επιστημονικά παραδεδεγμένες αλήθειες (φαντάσματα, θρησκεία, μαγεία, δεισιδαιμονία). Τέλος, οι ταινίες δεν θα πρέπει να ασκούν κριτική στην κεντρική εξουσία, στο στρατό ή στην κινεζική κουλτούρα.
Εδώ παρουσιάζεται το εξής παράδοξο: Από τη μία, η Κίνα θέλει να επιτύχει και να έχει την πρώτη θέση σε όλα, όμως, από την άλλη, θέλει να προάγει τις κεντρικές γραμμές της διοίκησής της – δηλαδή, την κινεζική προπαγάνδα και τις σοσιαλιστικές αξίες. Για το λόγο αυτό, μέχρι και το 1993 υπήρχαν ελάχιστες προβολές αμερικανικών ταινιών στην Κίνα, ενώ η παραγωγή κινεζικών ταινιών ήταν πολύ περιορισμένη, και εξυπηρετούσε μόνο σκοπούς προώθησης της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτό είχε ως συνέπεια τη συρρίκνωση της βιομηχανίας θεάματος, καθώς και τη μείωση της προσέλευσης του κοινού στους κινηματογράφους.
Το 1994 όλα άλλαξαν. Ο «Φυγάς» έγινε η πρώτη μοντέρνα αμερικανική ταινία που προβλήθηκε μαζικά σε κινεζικούς κινηματογράφους, και οι πωλήσεις εισιτηρίων εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Έκτοτε το Χόλιγουντ άσκησε πιέσεις, ώστε η αμερικανική κυβέρνηση να διαπραγματευθεί τον αριθμό εισαγόμενων στην Κίνα ταινιών ανά το χρόνο. Σήμερα ο αριθμός αυτός ανέρχεται στις 34 ξένες ταινίες ετησίως.
Μία αμερικανική ταινία μπορεί να φτάσει στο κινεζικό κοινό με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Ο λιγότερο ελκυστικός από αυτούς ονομάζεται flat-fee (κοινώς γνωστός και ως εξαγορά). Σύμφωνα με αυτόν, μία κινεζική εταιρία διανομής (συνήθως κρατική) αγοράζει τα δικαιώματα της ταινίας, και αρχίζει να την προβάλει στην Κίνα, ενώ οι δημιουργοί της ταινίας δεν λαμβάνουν καμία άλλη αμοιβή, ανεξάρτητα με το πόσο μεγάλη απήχηση θα έχει η ταινία. Όπως -εύλογα- συμπεραίνεται, αυτή η πρακτική δεν προτιμάται από τα στούντιο.
Ο πιο συχνός τρόπος εισόδου μιας ξένης ταινίας στην κινεζική αγορά είναι το σύστημα κατανομής των εσόδων (revenue sharing), σύμφωνα με το οποίο τα στούντιο του Χόλιγουντ λαμβάνουν ένα ποσοστό από τα έσοδα του box office. Αυτό το μοντέλο ακολουθείται και σε άλλες χώρες σε ποσοστό 50-50%. Στην Κίνα, όμως, το στούντιο λαμβάνει μόνο το 25%, ενώ αναλαμβάνει και όλες τις δαπάνες για το μάρκετινγκ της ταινίας. Όπως προαναφέρθηκε, η κινεζική κυβέρνηση επιτρέπει μόνο έναν ορισμένο αριθμό ξένων ταινιών στη χώρα κάθε χρόνο. Παράλληλα, οι νόμοι περί λογοκρισίας καθιστούν δύσκολο για το Χόλιγουντ να δημιουργήσει ταινίες που απευθύνονται ταυτόχρονα τόσο στο κοινό των ΗΠΑ, όσο και στους Κινέζους θεατές.
Το μέγεθος της αγοράς της Κίνας, όμως, την καθιστά κάτι παραπάνω από θελκτική. Οι αμερικανικές εταιρίες παραγωγής προσπαθούν σκόπιμα να κάνουν τις ταινίες τους πιο «φιλικές» προς την Κίνα, με σκοπό να επιλεγούν από την κυβέρνηση. Από την τοποθέτηση προϊόντων και την πρόσληψη Κινέζων ηθοποιών, μέχρι την αλλαγή τοποθεσίας γυρισμάτων και ολόκληρων πτυχών του σεναρίου, το Χόλιγουντ έχει κάνει πολλά τα τελευταία 20 χρόνια για να αποκτήσει πρόσβαση στη συνεχώς αναπτυσσόμενη αγορά της Κίνας.
Ο τελευταίος τρόπος με τον οποίο μία ταινία φτάνει στο κινεζικό κοινό είναι η συμπαραγωγή με ένα κινεζικό στούντιο, ώστε τεχνικά να μην είναι μία «ξένη ταινία». Με τον τρόπο αυτό, μπορεί και να ξεπεραστεί το όριο των τριάντα τεσσάρων ταινιών το χρόνο. Οι συμπαραγωγές, όμως, είναι αυτές που ελέγχονται κανονιστικά περισσότερο από την κινεζική κυβέρνηση. Η τελευταία έχει θέσει αυστηρές κατευθυντήριες γραμμές για τις τοποθεσίες γυρισμάτων και τα οικονομικά θέματα, καθώς επίσης τουλάχιστον το 1/3 του cast πρέπει να είναι Κινέζοι ηθοποιοί. Παράλληλα, η Κίνα θα πρέπει να παίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή της ταινίας, αλλά δεν θα πρέπει να έχει τον χαρακτήρα του «κακού».
Συμπερασματικά, οι ξένες εταιρίες παραγωγής ταινιών λαμβάνουν ακραία μέτρα και, σε πολλές περιπτώσεις, φτάνουν να αυτολογοκρίνονται, με σκοπό να εναρμονιστούν με τις απαιτήσεις της Κίνας, αποξενώνοντας, έτσι, το περιεχόμενό τους από το αμερικανικό και παγκόσμιο κοινό. Αναμφισβήτητα, πέρα από τα αποτελέσματα της λογοκρισίας περιεχομένου για τους ίδιους της τους πολίτες, οι ευρείες απαγορεύσεις της Κίνας θα έχουν αντίκτυπο στο περιεχόμενο που προβάλλεται μέσω των ταινιών παγκοσμίως. Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι, όσο σημαντική και αν είναι η αγορά της Κίνας, δεν είναι η μοναδική αγορά που υπάρχει.
Πηγή: Powerpolitics