Συμφωνούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου πως η ρύθμιση του ελληνικού χρέους είναι απολύτως αναγκαία (λόγω μη βιωσιμότητας) και απαραίτητη για να αποκαταστήσει τη σταθερότητα στην οικονομία και να “ξεκλειδώσει” την ένταξη της στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ;
Παρότι η κυβέρνηση διατυπώνει επιφυλάξεις για τη στάση της Ν.Δ, στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης απαντούν καταφατικά. Κρατώντας, λοιπόν, ότι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμφωνεί στην παραπάνω αναγκαιότητα, μπορούμε να θεωρήσουμε πως ως προς το μείζον αυτό θέμα υπάρχει ομοφωνία του πολιτικού συστήματος.
Μπορούν να συμφωνήσουν ότι αυτή τη στιγμή εκείνος που θέτει προσχηματικά (λόγω γερμανικών εκλογών) εμπόδια στην υλοποίηση της -από το Νοέμβριο του 2012 και ακόμα περισσότερο από τον Μάϊο του 2016- είναι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών; Θέλω να ελπίζω πως ναι.
Άλλωστε, από τον Εμανουέλ Μακρόν, τους Ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες (Γκάμπριελ, Πιτέλα κ.ά), τους Πράσινους και την Ευρωπαϊκή Αριστερά, μέχρι τη Die Welt, τη Handelsblatt, το Bloomberg, την TAZ και πλειάδα πολιτικών και αναλυτών στην Ευρώπη, άπαντες δείχνουν τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε ως τον άνθρωπο που προσπαθεί –με την ανοχή, άρα συμφωνία, της Άγκελα Μέρκελ και συναινούντος του Πολ Τόμσεν- να επιβάλλει έμμεσα μία λύση που δεν εξασφαλίζει την αποσαφήνιση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους από το 2018 αλλά επιχειρεί να “δέσει” τη χώρα σε ένα νέο μνημόνιο μετά τη λήξη του τρέχοντος.
Εάν, λοιπόν, κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφωνούν ότι πρέπει τώρα να περιγραφεί η λύση για το χρέος και έστω και σιωπηρά αντιλαμβάνονται πως ο κ. Σόϊμπλε προωθεί σχεδιασμό που θέτει σε διακινδύνευση την επαναφορά της χώρας σε κατάσταση ομαλότητας, οδηγούμαστε στο απλό ερώτημα: Γιατί αυτή η συμφωνία δεν μπορεί να μεταφραστεί σε “συναίνεση ειδικού σκοπού” (μόνο και αποκλειστικά στο θέμα του χρέους), ώστε να λάβει το χαρακτήρα εθνικής γραμμής προς τους δανειστές;
Γιατί να νοιάζεται περισσότερο ο Μακρόν, ο Λεμέρ, ο Μοσκοβισί, ο Γιουνκέρ ή ο Γκάμπριελ για την ελάφρυνση του χρέους (μας) και να μην νοιάζεται ο Μητσοτάκης, η Γεννηματά, ο Θεοδωράκης, ο Λεβέντης;
Η Ν.Δ μπορεί να συνεχίσει -ως ένα βαθμό δικαίως- να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι καθυστέρησε στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το ίδιο και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η αξιολόγηση, όμως, τεχνικά έχει κλείσει. Εκείνο που μένει σε εκκρεμότητα είναι η ρύθμιση του χρέους. Ως εκ τούτου το πεδίο συνεννόησης (με τις ενστάσεις για ότι έχει προηγηθεί) είναι ανοικτό.
Ακόμα περισσότερο, τώρα, καθώς διαφαίνεται, πλέον, η πιθανότητα η χώρα να βρεθεί ενώπιον μιας εκβιαστικής λύσης που δεν θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της συγκυρίας, ενόψει της τελευταίας ευκαιρίας στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Θα την αφήσουμε να χαθεί; Ή κάποιοι, ακόμα χειρότερα. θα την εκμεταλλευθούν για να προκαλέσουν αναστάτωση και πολιτικές εξελίξεις;
Ο πρωθυπουργός οφείλει να πάρει την πρωτοβουλία και να καλέσει τους αρχηγούς σε μία ειλικρινή συμφωνία και κοινή παρέμβαση προς τους δανειστές. Και οι πολιτικοί αρχηγοί οφείλουν να ανταποκριθούν. Το μήνυμα, άλλωστε, το έστειλε ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που δήλωσε πως “η Ελλάδα τήρησε τις δεσμεύσεις της, πρέπει να εκπληρώσουν, τώρα, τις υποχρεώσεις τους οι δανειστές”.
Αυτό το ελάχιστο δεν μπορούν να το πουν όλοι μαζί; Θα συνεχίσουν κάποιοι να κρύβονται;